Τό πρόβλημα τῆς σαρκικῆς μείξεως ἀνδρός μέ ἄνδρα καί γυναικός πρός γυναῖκα, καί τῆς ἐπί παίδων ἀσελγείας ἀνδρῶν καί γυναικῶν πού ἔχουν τέτοιου εἴδους ἐπιθυμίες

Φεβ 12, 2024 | Ἐκκλησία

π. Ἰωσήφ

Τό πρόβλημα τῆς σαρκικῆς μείξεως ἀνδρός μέ ἄνδρα καί γυναικός πρός γυναῖκα, καί τῆς ἐπί παίδων ἀσελγείας ἀνδρῶν καί γυναικῶν πού ἔχουν τέτοιου εἴδους ἐπιθυμίες.

Κανένα θέμα δέν μποροῦμε νά τό κρίνουμε σωστά, ἄν δέν τό κρίνουμε ἀπροκατάληπτα καί ἀμερόληπτα, ἐλεύθεροι ἀπό τό καθεστώς μιᾶς ἐπιβαλλόμενης μονομεροῦς ἀντιμετώπισής του. Ἡ συναισθηματική ἔνταση, ἰδίως ἀπό τόν φόβο πού δημιουργοῦν ἀμφίσημες κρατικές ἀποφάσεις, μειώνει τήν δυνατότητα τῆς ἐξετάσεως τοῦ προκειμένου προβλήματος ὅπως πράγματι ἔχει . Τά τρία κόμματα ἐξουσίας πού ἐναλλάσσονται τά τελευταῖα χρόνια στή διακυβέρνηση τῆς χώρας, ἔχουν κοινή ἰδεολογική προσέγγιση ἐπί τοῦ θέματος πού ἐξετάζουμε . Ἀπό κοινοῦ ὑποστηρίζουν τήν προπαγάνδα τῶν ΜΜΕ, καί παράλληλα μέσῳ τοῦ προγράμματος ἐκπαιδεύσεως τῆς νεολαίας, ἔχουν ἤδη δημιουργήσει θέσφατα στήν σκέψη ὅσων ἔχουν ἤδη ἐπηρεασθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα, τά αὐτονόητα, ὅπως θά τά ἐκθέσουμε, νά ἀκούγονται παράξενα.

Τό κράτος, ἡ κάθε ἔννομος πολιτεία ἔχει τήν ὑποχρέωση νά προασπίζεται τήν ἠθική τάξη, καί ἑπομένως δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἀναγνωρίζει ὡς ἠθικό κάτι ἀνήθικο. Τά προηγούμενα ἔτη, ἐν ἡμέραις Ἀριστερᾶς, ἡ πολιτεία μέ ἄλλη πρόφαση, τίς ἀκροδεξιές ἀκρότητες, ἑτοίμασε νόμο ἀναγνωρίσεως τοῦ ἀπαραβιάστου τῶν σαρκικῶν σχέσεων ἀνάμεσα σέ πρόσωπα τοῦ ἰδίου φύλου, ἀποδίδοντας ἔτσι στίς τέτοιου εἴδους σχέσεις ἠθική ὑπόσταση. Ποινικοποιῶντας ὡς ρατσισμό τήν ἠθική ἀποδοκιμασία προσώπων πού ἔχουν σαρκικές σχέσεις μεταξύ τους, ἄνοιξε τόν δρόμο γιά νά θεωρηθεῖ ὡς ἠθικό κάτι τό ὁποῖο ἡ κοινωνία ἀνά τούς αἰῶνες τό χαρακτήριζε ὡς ἀποτροπιαστικά ἀνήθικο . Πρωτίστως, ὅμως χρησιμοποιήθηκε τό σύμφωνο συμβιώσεως ὡς τό πρῶτο σκαλοπάτι γιά νά δοθεῖ ἠθική ὑπόσταση αὐτήν τήν φορά μέ τό ὄνομα τοῦ γάμου σέ μία πράξη λάγνου ἐπιθυμίας πού ἀναιρεῖ τήν ἔννοια καί τήν ὑπόσταση τοῦ γάμου.

Ἡ παροῦσα ἔρευνα προκειμένου νά εἶναι ἀντικειμενική, ἐξ ἀρχῆς ὀφείλει νά ἀμφισβητήσει ὅσα ἡ προπαγάνδα ἔχει καθιερώσει ὡς δεδομένα ἀναμφισβήτητα . Καί τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο θά τεκμηριώσουμε τήν ἀμφισβήτησή μας εἶναι ἡ ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων πού καθιερώθηκε διεθνῶς γιά νά περιγράψει τά ἐδῶ ὑπό ἔρευναν θέματα: α) Τήν σαρκική μείξη ἀνδρός μέ ἄνδρα καί τήν σαρκική μείξη ἀνδρός πρός γυναῖκα, καί β) τήν σαρκική βία ἐπί παιδίων ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουν τέτοιες προθέσεις καί ἐπιθυμίες.
Τά ὀνόματα μέ τά ὁποῖα ἡ ἑλληνική γλῶσσα ταυτοποίησε αὐτές τί συμπεριφορές, εἶναι ἐν σχέσει μέ τό πρῶτο ὁ κιναιδισμός καί ἐν σχέσει μέ τό δεύτερο ἡ παιδοφθορία. Τό πρῶτο προέρχεται ἀπό τίς λέξεις κενός καί αἰδώς· ὁ κενός αἰδοῦς λέγεται κίναιδος. Καί παιδοφθόρος αὐτός πού φθείρει τούς παῖδας μέ τό νά προσβάλει τήν ἠθική τους τιμή. Ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ περιγραφικούς ὅρους γιά νά ταυτοποιήσει αὐτά τά φαινόμενα. Διαχωρίζει στήν ἀσελγή αὐτήν πράξη, πού τήν ὀνομάζει ἀσχημοσύνη, δύο πρόσωπα, τό ὑποκαθιστοῦν τόν ἀνδρικό ρόλο, τήν θέσιν τοῦ ἄρρενος, πού τό ὀνομάζει ἀρσενοκοίτην καί δεύτερον, τό πρόσωπο τό ὑποκαθιστοῦν τόν ρόλον τοῦ θήλεος, πού τό ὀνομάζει μαλακόν. Καί λέγει ὅτι ἀρσενοκοῖται καί μαλακοί βασιλείαν Θεοῦ δέν θά κληρονομήσουν.

Ἀπέναντι σ αὐτήν τήν ὁρολογία, τήν μόνην ἱστορικῶς καί ἐννοιολογικῶς κατακυρωμένην, ἐπεβλήθη ἐδῶ καί 150 ἔτη νέα ὁρολογία, ὅπως τήν ἐνεπνεύσθησαν οἱ θέλοντες νά τῆς ἀποδώσουν ἠθική ὑπόσταση. Τό γεγονός ὅτι ἡ δική τους ὁρολογία ἐπεβλήθη, φανερώνει ποίαν μεγάλην ἐξουσίαν ἔχουν, τήν ἴδια στιγμή πού ὑποκρίνονται τούς ἀδικουμένους, τήν ὁμάδα πού εἶναι τάχα κοινωνικῶς ἀποκλεισμένη. Τόν ὅρο ὁμόφυλος, πού στήν Ἑλλάδα τροποποιήθηκε σέ ὁμοφυλόφιλος, τόν συνέθεσε οὗγγρος δημοσιογράφος, ἀντί τοῦ ὅρου πού χρησιμοποιεῖτο ἀπό τούς βαυαρούς δικαστές, σοδομιστής.

Ἀντίστοιχα, ἀπό τήν παράταξη τῶν φιλοσοδομιστών δημιουργήθηκε ὁ ὅρος «λεσβία» μέ ἀφορμή τήν Λεσβία ποιήτρια Σαπφώ, πού δέν ἦτο λεσβία μέ τήν ἔννοια πού ἔδωσαν στό ὄνομα αὐτό αὐτοί πού ἐπιδιώκουν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ φημισμένου ὀνόματος τῆς Σαπφώ, νά ἠθικοποιήσουν τό ἀνήθικο, τήν σχέση μεταξύ γυναικῶν. Θά ἔπρεπε ἡ Ἑλλάς νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τήν χρήση αὐτῆς τῆς λέξεως . Ὁ τρόπος ἐνεργείας αὐτοῦ τοῦ κινήματος τοῦ φιλοσοδομιτισμοῦ, νά χρησιμοποιοῦν ὅ,τι καλό καί εὔφημο, γιά νά περιγράψουν μέ ἕνα ὡραῖο ὄνομα καί μέ μιά εὔφημη λέξη αὐτό πού ἡ Καινή Διαθήκη ὀνομάζει ἀσχημοσύνη καί ὁ λόγος τῶν Ἑλλήνων κιναιδισμό, ἀδειαντροπιά, δηλαδή ἄδειος ἀπό ντροπή, δείχνει ὅτι πράγματι μέ δόλιο κάθε φορά τρόπο κατασκεύασαν αὐτήν τήν σκευωρία πού προσπαθεῖ νά ἀναδείξει τόν κιναιδισμό σ’ αὐτό πού δέν εἶναι.

Ἐκεῖ ὅμως ὅπου καταλύεται κάθε ἔννοια λογικῆς, εἶναι ἡ χρήση τοῦ ὅρου φιλία καί τοῦ ὅρου «ὀμός» πρός ἀπόδοσιν τῆς ἐννοίας τοῦ σοδομιτισμοῦ. Ἡ λέξη Ὁμόφυλος εἶναι λέξις τῆς Ἁγίας Γραφής καί σημαίνει ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς φυλῆς. Ἡ σημασία του γίνεται σαφέστερη, διότι χρησιμοποιεῖται σέ ἀντίθεση μέ τήν λέξη «ἀλλόφυλος». Ἄν θέλουν νά χρησιμοποιήσουν τό ὄνομα ὁμόφυλος, γιά νά χαρακτηρίσουν ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουν ὅλους ὅσοι εἶναι ἄρρενες, ὅτι εἶναι τοῦ ἴδιου φύλου . Ὁμοίως καί ὅλες τάς θηλείας ὡς ὁμοφύλους, διότι ἔχουν ἕνα καί τό αὐτό φῦλον, τό γυναικεῖον. Κατά συνέπειαν, ὁ ὅρος ὁμόφυλος δέν εἰσάγει τρίτον φῦλον, ἀλλά ἀναγνωρίζει ἀντιθέτως τόν ἑνιαῖο χαρακτῆρα τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου, ἀφ’ ἑνός καί τοῦ γυναικείου φύλου, ἀφ’ ἑτέρου. Ἄν ἤθελαν νά μιλήσουν γιά μυθικές ὑποστάσεις πού ἔχουν στόν ἑαυτόν τους τά χαρακτηριστικά καί τοῦ ἀνδρικοῦ καί τοῦ γυναικείου φύλου, θά ἔπρεπε νά μιλήσουν γιά ἀμφιφύλους. Ἀλλά τέτοιο ὅρον δέν χρησιμοποιοῦν γιά τούς σοδομιστάς, ἐπειδή «τούς χαλάει τήν σούπα»· ἐνῷ εἶναι το μόνον πού θά μποροῦσε νά πλησιάζει ἐννοιολογικά μέ τόν σοδομισμό, ὅμως ὡς ὅρο τόν ἀποφεύγουν, διότι δέν μποροῦν δι’ αὐτοῦ νά προβάλλουν τήν σκευωρία τους μέσῳ τῆς ὁποίας θέλουν νά ἐπιβάλουν τόν σοδομισμό σάν κάτι τό φυσιολογικό.

Διότι ὁ ἀμφίφυλος, ἀνάλογα ἄν ὑποδύεται τόν ρόλο τοῦ ἀνδρός ἤ τῆς γυναικός, γίνεται ὁ ἀρσενοκοίτης ἤ ὁ μαλακός. Αὐτοί ὅμως πού θέλουν νά ἠθικοποιήσουν αὐτήν τήν λάγνον ἐπιθυμίαν, δέν ἐπιθυμοῦν νά τήν ἐμφανίσουν μέ ἕνα ὅρον -ἀμφιφυλία- διότι ἐμφανίζεται σέ σπανιότατες περιπτώσεις γενετικῆς διαταραχῆς. Ἡ ἀπόκτησις ἀπό κάποιον ἄνθρωπο τῆς ἕξεως, τῆς συνηθείας νά ἱκανοποιεῖται γεννετησίως διά τοῦ ἀπευθυσμένου μέρους τοῦ ἐντέρου δέν συναντᾶται σέ κάποιον ὁ ὁποῖος γεννετησίως θά μποροῦσε νά ἔχει γενννητικά ὄργανα καί ἄρρενος καί θήλεος.

Γι αὐτό, λοιπόν, παίρνουν ἕνα ὅρον ἄσχετο πρός τήν ἔννοια πού τοῦ ἀποδίδουν, μόνον καί μόνον διότι αὐτός ὁ ὅρος εἶναι εὔφημος, προσπαθῶντας ἔτσι μέσῳ τοῦ εὐφήμου ὅρου νά ἠθικοποιήσουν μία πράξη τήν ὁποία ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στιγματίζει ὡς ἀδειάντροπον καί προφανῶς ὄχι ὡς γάμον. Αὐτή ἡ προσπάθεια ἠθικοποιήσεως τοῦ κιναιδισμοῦ (σοδομισμοῦ) ξεκίνησε πρίν ἀπό 150 ἔτη, ἔχει ὅμως ἕνα ἱστορικό παράδειγμα ἀπό τόν ἀρχαῖο κόσμο, τόν ρωμαϊκό, ὄχι τόν ἑλληνικό. Πρόκειται γιά τόν Νέρωνα, ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχοντας ἀχαλίνωτες ἐπιθυμίες ὡς αὐτοκράτορας μποροῦσε νά ἀτιμάζει τούς συνανθρώπους του χωρίς κανείς νά τόν ἐλέγχει. Ὅπως ἀναφέρει γι αὐτόν ὁ Δίων ὁ Κάσσιος στό μνημειῶδες ἔργο τοῦ «Ρωμαϊκή Ἱστορία», ὁ Νέρων ἐφόνευσε τήν μητέρα του καί δύο γυναῖκες συζύγους του, ἔπειτα ἀπέκτησε δύο ἄνδρες συζύγους.

Βασική προϋπόθεση τῆς παρούσας ἔρευνας ὁ διαχωρισμός ἀνάμεσα στά πρόσωπα πού διαπράττουν μιά ἀνήθικη πράξη καί ἡ ἰδία ἡ ἀνήθικη πράξη.

Ἡ παγίδα στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει ἡ τεχνική τῶν τοιούτων νομοθετημάτων, εἶναι ὅτι θέλει νά ἀποδομήσει ἠθικά αὐτά πού σέβονται τήν ἠθική, παρουσιάζοντάς τους ὡς ἐπιβούλους καί διώκτας τῶν συνανθρώπων τους. Δημιουργοῦν ὑποκριτικῶς τήν ἐντύπωση ὅτι βρίσκονται διωκόμενοι αὐτοί πού στήν πραγματικότητα, σέ τελευταία ἀνάλυση, κατέχουν τίς θέσεις ἐξουσίας, καί διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη διά τῆς ἀποκλειστικῶς ὑπ’ αὐτῶν χειριζόμενης προπαγάνδας. Καί ἰδού ὅτι ἔχουν τήν δύναμη νά ψηφίσουν παμψηφεί, θά ἔλεγε κανείς, μέσα στήν βουλή τούς νόμους πού νομιμοποιοῦν ὡς ἠθική τήν πράξη τους καί ἐπιπλέον ἐμφανίζουν ὡς γάμο τήν ἀναίρεση τοῦ γάμου καί ὡς δικαίωμα νά ἔχουν τέκνα, ἐνῷ δέν τά γεννοῦν, νά ἔχουν δηλαδή στήν ἐξουσία τους αὐτό πού δέν εἶναι δικό τους. Μπορεῖ ἀκόμη, αὔριο νά βγάλουν νόμους νά παίρνουν ἀπό τούς γονεῖς τά φυσικά τους παιδιά, ἄν οἱ γονεῖς ἀρνοῦνται, π.χ. νά τά ἐμβολιάσουν, ἤ νά πάρουν ἠλεκτρονική ταυτότητα.

Μπορεῖ τό δικαίωμα πού ἐπιζητοῦν νά ἀποκτήσουν, νά λαμβάνουν ὡς ἰδικά τους παιδιά στήν κατοχή τους τά ξένα παιδιά, τά παιδιά πού τά γέννησαν ἄλλοι γονεῖς, νά τό ἐκμεταλλευτοῦν ὥστε νά ἐκβιάζουν τούς φυσικούς γονεῖς νά συμμορφώνονται μέ ὅσα ἡ νέα τάξη ζητεῖ νά ἐπιβάλει. Βλέπουμε ὅτι κάθε νόμος πού ψηφίζεται ἀνοίγει τόν δρόμο σέ ἕνα ἑπόμενο μέτρο, πού δέν δηλώνεται εὐθέως ὅταν ψηφίζεται ὁ κάθε νόμος, ἀλλά ὑπάρχει στήν σκέψη αὐτῶν πού φτιάχνουν τούς νόμους ἔτσι ὥστε βῆμα πρός βῆμα νά ὁδηγοῦν τήν κοινωνία στό νά γίνει κάτι ἐντελῶς ἀγνώριστο σέ σχέση μέ αὐτό πού ἦταν, ἔτσι ὥστε νά ἀποκτήσει τήν μεταλλαγμένη μορφή πού θέλουν νά τῆς ἐπιβάλουν, ὡς πρός ὅλα, τόσο ὡς πρός τό σῶμα καί τήν τροφή, ὅσο καί ὡς πρός τό τί θά ζητάει ἡ ψυχή. Μιά πλήρης ἠθική καί πνευματική δικτατορία δημιουργεῖται μέ τήν πρόφαση ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι διώκονται ἀπό τούς ἄλλους, διότι περιφρονεῖται τό δικαίωμά τους νά ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τίς προσωπικές τους φυσικές κλίσεις.

Ἐξ ἀρχῆς δηλώνουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξος Χριστιανική πίστις μας δείχνει τόν δρόμο νά διαχωρίζουμε τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς πράξεις τους. Ὁ μέν ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ, ἡ δέ ἁμαρτία ἔργον τοῦ διαβόλου. Μήν λοιπόν ἀναμείξεις τά τοῦ Θεοῦ καί τά τοῦ διαβόλου, προσθέτει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Συνεπῶς, ὀφείλουμε τούς μέν ἁμαρτάνοντας νά ἀγαπᾶμε ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀδελφούς μας, κατ εἰκόνα καί καθ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλασθέντας, ἀλλά ἀντίθετα πρός τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶμε, νά μισοῦμε τήν ἁμαρτία ὡς ἔργον τοῦ ἐχθροῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἔργον τοῦ διαβόλου.
Συνεπῶς, ἐξ ἀρχῆς δηλώνουμε ὅτι ἀπόλυτα διαχωρίζουμε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, στά πρόσωπα τοῦ ἰδίου γενετικοῦ φύλου τά ὁποῖα ἐπιζητοῦν τήν μεταξύ τους σαρκική μείξη ἀπό τήν ἴδια τήν πράξη τους αὐτή. Ἀντίστοιχα, ὅπως διαχωρίζονται οἱ φονεῖς ὡς πρόσωπα ἀπό τόν φόνο ὡς πράξη τήν ὁποία ἐπετέλεσαν. Διερευνοῦμε ἱστορικά, γλωσσικά, θεολογικά, νομικά τήν πράξη, διαχωρίζοντάς την ἀπό τά πρόσωπα τά ὁποῖα σήμερα τήν πράττουν ἤ θά τήν πράξουν κατά τό μέλλον.

Τίποτε δέν μᾶς ἐμποδίζει τό θέμα νά τό ἐξετάσουμε στηριζόμενοι στούς ἰσχυρισμούς τούς ὁποίους προβάλλουν αὐτοί οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν καί διεκδικοῦν γιά τούς ἑαυτούς τους τήν νομική κατοχύρωση τῆς μεταξύ τους σαρκικῆς μείξεως ἀποδίδοντας σ αὐτήν, ἔξω ἀπό κάθε λογικήν συζήτησιν, τήν ὀνομασία προηγουμένως τῆς φιλίας καί τώρα τήν ὀνομασία τῆς ὡς γάμου. Οἱ ἴδιοι λέγουν ὅτι ὑπάρχει μέσα τους ἕλξις σαρκική γιά πρόσωπα τοῦ ἴδιου φύλου. Σ’αὐτήν τήν ἕλξη πού οἱ ἴδιοι ἀπόλυτα τήν καθορίζουν ὡς σαρκική, οἱ ἴδιοι τήν ὀνομάζουν φιλία, δίδοντας σ αὐτήν μία ὀνομασία πού ἡ ἀνθρωπότητα ἀνέκαθεν τήν γνωρίζει ὡς μιά συναισθηματική σχέση πού μπορεῖ νά ὑπάρχει μεταξύ ἀνθρώπων, χωρίς νά ὑποκρύπτει τίποτε τό σαρκικό. Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦσαν φίλοι, τόσον ὥστε νά λέγεται περί αὐτῶν ὅτι εἶχαν δύο σώματα, ἀλλά μίαν ψυχήν.

Ὥστε, ἡ λέξη φιλία ὑπάρχει ἀνέκαθεν στήν ἀνθρωπότητα ὡς ὄνομα τό ὁποῖο ἀποδίδει τήν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων συναισθηματική ἐπικοινωνία, χωρίς αὐτή τους ἡ σχέση νά ἔχει τίποτε τό σαρκικό. Στήν ἀρχαιότητα ὁ σοδομισμός ὄντως ὑπῆρχε. Δέν ἀναγνωρίζεται ὅμως ὡς πράξη εὔφημος, ἀλλά μόνον ἀποτροπιαστική, μέ τούς νόμους νά ἀποδίδουν στά πρόσωπα αὐτά ποινές μεγάλες καί σοβαρές. Ἀλλά καί αὐτός καθ’ἑαυτός ὁ σοδομισμός ἀναφέρεται ὡς πράξη μίσους στήν ὁποία ὑποβάλλονται πρόσωπα ἀσελγή πρός τιμωρίαν τους. Ὅλη λοιπόν αὐτή ἡ προσπάθεια νά ἐμφανισθεῖ ἡ πράξη τοῦ μίσους ὡς φιλίας, δέν ἔχει πηγή της τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ μόνη περίπτωση στήν ἀρχαιότητα κατά τήν ὁποία γίνεται προσπάθεια θεσμοθετήσεως αὐτῆς τῆς ἀσχημοσύνης, ἔγινε ἀπό ἄνθρωπο ποικολοτρόπως διεστραμμένο, τόν Νέρωνα.

Προκειμένου νά δικαιολογήσουν στούς ἑαυτούς τους τήν σαρκική ἕλξη πρός πρόσωπα τοῦ ἰδίου φύλου, ἰσχυρίζονται ὅτι τήν ἔχουν μέσα στά γονίδιά τους. Ἄς δεχθοῦμε τήν ἄποψή τους, μόνον γιά νά δοῦμε σέ τί συμπεράσματα ὁδηγούμεθα μέ βάση αὐτήν.
Ἄν αὐτά πού νομίζουν ὅτι ἔχουν μέσα τους ἐνδογενῶς, τά ἔχουν, μέ βάση τούς ἰσχυρισμούς τους, στά γονίδιά τους, καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅπως ὑπάρχουν κληρονομικές πολλές φορές προδιαθέσεις πού προδιαθέτουν ἕνα ἄτομο νά ἐξελιχθεῖ σέ φονιᾶ, τό ἴδιο ἐννοοῦμε, μέ ὅσα οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται, ὅτι συμβαίνει σ’ αὐτούς, τήν στιγμή πού ἐπιθυμοῦν τήν σαρκική μείξη ἑνός ἄνδρα πρός ἄλλον ἄνδρα καί μιᾶς γυναικός πρός ἄλλη γυναῖκα.

Τό νά ἔχουν μεταξύ τους φιλία ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου φύλου, οὐδείς ποτέ νόμος τό ἀπαγορεύει, δεδομένου ὅτι ἡ φιλία χαρακτηρίζεται ἀνέκαθεν ὡς ἀρετή ἀπό ὅλες τίς κοινωνίες καί σέ ὅλες τίς ἱστορικές περιόδους. Οὐδείς ποτέ ἀπεδοκίμασε τήν φιλία σέ ἐπίπεδο ψυχικό, συναισθηματικό, πνευματικό. Ἡ φιλία ὡς ἀρετή μεταξύ προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου, μπορεῖ νά ἐκτείνεται ἀκινδύνως πρός ἄπειρο ἀριθμό προσώπων. Ἀντίθετα ὅμως ὁ γάμος, ὡς ἀγάπη ἀνθρώπων ἀντιθέτου φύλου, ἀναφέρεται στήν σχέση ἑνός ἀνδρός πρός μίαν γυναῖκα. Ὁ γάμος εἶναι κάτι πέρα καί ἀπό τήν σαρκική ἕλξη· εἶναι σαρκική σχέση διά τῆς ὁποίας ὑπηρετεῖται ἡ τεκνογονία. Καρπός τῆς σαρκικῆς σχέσεως τοῦ γάμου, ὅταν ὅλα μέσα στούς συζύγους λειτουργοῦν φυσιολογικά, εἶναι τά φυσικά τέκνα. Ἕνα ζευγάρι τό ὁποῖο, ἐπιτελουμένης τῆς σαρκικῆς συναφείας δέν φέρει ὡς καρπόν τά παιδία, προσδοκᾶ ὅτι μπορεῖ κάποτε νά καρποφορήσει, ξεπερνῶντας τήν στείρωση. Ἕνας ἄνδρας μέ ἄλλον ἄνδρα ἔχοντας σαρκική σχέση, δέν μποροῦν ποτέ νά προσδοκοῦν ὅτι θά ἔχουν καρπόν κοιλίας τους τά παιδία. Πώς κάποιος μπορεῖ νά μεταφέρει τήν ἔννοιαν τοῦ γάμου σέ ἕνωση πού δέν ἔχει φυσικῶς προβλεφθεῖ νά μπορεῖ νά φέρει καρπόν τά παιδία;

Ἡ φυσική ἔννοια τοῦ γάμου, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει φυσικό κώλυμα, εἶναι συνδεδεμένη ἀπαραιτήτως μέ τήν δυνατότητα τῆς τεκνογονίας. Τό ἄν τό ζεῦγος δέν θελήσει νά ἐνεργοποιήσει τήν δυνατότητα αὐτή, ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἑνός ἤ καί τῶν δύο ἀκυρώνει τήν δυνατότητα αὐτή, δέν ἀκυρώνει τήν ἔννοια τοῦ γάμου ὡς κάτι συνδεδεμένο ἀπαραιτήτως μέ τήν ἔννοια τῆς τεκνογονίας.
Στή σχέση ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου, ἡ ἀδυναμία τεκνογονίας δέν ἀναφέρεται σέ ἔλλειμμα καί ἀδυναμία φυσική, ἀλλά στήν ἄρνηση τῆς μόνης φυσικῆς σχέσεως πού μπορεῖ νά προσφέρει ὡς καρπόν τά παιδία.

Ἐδῶ, λοιπόν, δέν ἐξετάζεται ἡ φιλία μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου, ἀνδρῶν μεταξύ τους ἤ γυναικῶν μεταξύ τους, πρᾶγμα τό ὁποῖο χαρακτηρίζει κάθε φυσιολογικόν ἄνδρα καί ἐπίσης κάθε φυσιολογική γυναῖκα, ἀλλά ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς μείξεως μεταξύ ἀνδρῶν ἤ καί μεταξύ γυναικῶν, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι πού διακατέχονται ἐξ αὐτῆς, ἐπικαλοῦνται ὡς αἰτία τῆς ἐπιθυμίας τους αὐτῆς, ὁρμή ἐνυπάρχουσα μέσα τους σαρκικῆς μείξεως.
Πρίν ἀπό ἑκατόν πενῆντα περίπου ἔτη, εἰσήχθησαν τρεῖς ὅροι πού τελικῶς καί ἐπεβλήθησαν, χωρίς νά ἐρευνᾶται κατά πόσον ἀποδίδουν αὐτό τό ὁποῖο περιγράφουν. Θεωροῦμε ὅτι δέν τό ἀποδίδουν. Ἐξηγοῦμε τί ἐννοοῦμε: Ὁ ὅρος ὁμοφυλοφιλία καθ ἡμᾶς κρίνεται ἀπολύτως ἀκατάλληλος γιά νά χαρακτηρίσει μία πράξη σαρκικῆς μείξεως, πού διαφοροποιεῖται ἀπόλυτα ἀπό τήν φιλία μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου.

Ανακοινώσεις

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Άρθρα