Ἡ Εὐχή ὡς δρόμος πρός τήν ἀληθινή θεολογία ἤ θεογνωσία

Μάι 24, 2023 | Θεολογικά - Πνευματικά

Ὁ Θεός μέ τή θεία τοῦ πνοή, δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔδωσε ζωή στό ἄψυχο ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο ἐπαναλαμβάνεται πνευματικά καί τώρα. Ὅταν ἀφυπνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ἀντιληφθεῖ «πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει», αἰσθάνεται, ὅτι μόνο μέ τή ζωοποιό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ τό «ψυχικόν σῶμα» του σέ «πνευματικόν σῶμα» (Α” Κόρ. ἰε”,44) ἤδη ἀπό τή παροῦσα ζωή.

Ἀφετηριακή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τόν ἄνθρωπο στό σημεῖο αὐτό εἶναι τό ὅτι πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν πτώση τοῦ ὅμως «ἀχρειώθη» τό «κατ” εἰκόνα» στόν ἄνθρωπο. Αὐτή δέ ἡ εἰκόνα ἀποκαταστάθηκε διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ σπουδαιότητα καί ἡ μοναδικότητά της ἔγκειται στό γεγονός τῆς συνειδητοποιήσεως ἐκ μέρους μας τῆς ἐνσωματώσεως μᾶς σ” Αὐτόν, πού ξανανοίγει γιά μᾶς τήν θεανδρική ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς τελειώσεώς μας.

Καί ἡ ἐπίκληση εἶναι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέἠσον μέ τόν ἁμαρτωλόν». Καιρός νά ἐπιχειρήσουμε μία πολύ σύντομη θεολογική ἀνάλυσή της. Σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται νά ἔχει ἰδιαίτερη ἀποτελεσματικότητα καί σημασία, γιατί τό ὄνομα εἶναι φορέας μίας ζωντανῆς καί δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα ἔχουν τά πράγματα στόν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Π.Δ.).

Η Π.Δ. ἀποκαλύπτει τόν ζῶντα Θεό στήν καταναλίσκουσα ἀπροσιτότητα καί ὑπερβατικότητά του. Ἀποτελεῖ φοβερότατο μυστήριο τό ὄνομά του. Στήν Π.Δ. δέν ἔχουμε οἰκειοποίηση τοῦ Ὀνομαζόμενου, ἀλλά καθιέρωση τοῦ ὀνομάζοντος καί ἐπικαλουμένου. Οἱ Ἑβραῖοι δέν ἔχουν δικαίωμα νά προφέρουν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ μέγας Ἀρχιερέας, καί αὐτός μόνο μία φορά τόν χρόνο, μποροῦσε νά προφέρει τό φοβερό ὄνομα τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἐξιλασμοῦ.

Γί” αὐτό καί εἶχε ἀντικατασταθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ τό ὄνομα Ἀδωναΐ, Κύριος. Καί γιά τούς Ἑβραίους ὁ ἁγιασμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σήμαινε τό μαρτύριο. Ὁ πέρα ἀπό κάθε ὄνομα Κύριος, πού εἶναι ὁ Ὧν, ἔγινε ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα τοῦ ἄνθρωπος. Καί ὡς ἄνθρωπος ὀνομάσθηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει πώς ὁ αἰώνιος σώζει, ἐλευθερώνει, τοποθετεῖ ἐν εὐρυχώρω τόν μέχρι χθές συνθλιβόμενο ἄνθρωπο.

Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑπόμνηση τῆς ζωοποιοῦ παρουσίας του καί προσφέρεται στήν Ἐκκλησία του ὡς μυστήριο τοῦ Ἀναστάντος. «Καί ἰδού ἐγώ μεθ” ἠμῶν εἴμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς σύντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μάτθ. κή”, 20). Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χρίστου ὡς προσευχή πιά καρδιακή, «ὡς προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», διαμορφώθηκε τελικά κατά τόν 13ο αἰώνα στόν Ἄθω καί ἔχει:

α) δοξολογικό χαρακτήρα καί
β) χαρακτήρα ἐπικλήσεως ἐν μετάνοια.

α. Ὁ δοξολογικός χαρακτήρας τῆς καρδιακῆς προσευχῆς «Κύριε».

Ἡ λέξη «Κύριος» ὑπογραμμίζει τή Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀναγνωρίζει ὡς κυρίαρχο ὁλόκληρής της κτίσεως. «Ἐδόθη μοί πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καί ἐπί γής» (Μάτθ. κή” 18). Μέ τήν δοξολογική αὐτή ἐπίκληση ἐξορκίζεται κάθε δύναμη στόν κόσμο αὐτόν καί σχετικοποιεῖται. «Ἰησοῦ Χριστέ». Ὁ τίτλος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰμή ἐν Πνεύματι Ἁγίω». (Α” Κόρ. ἰβ” 3).

Ἡ ἀναγνώριση τῆς κυριότητος τοῦ Ἰησοῦ, τό ὅτι εἶναι Μεσσίας, δέν εἶναι καρπός τῆς γνωστικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλα ἀποκαλύψεως Ἁγιοπνευματικῆς. Ἔτσι στήν Ἐπίκληση αὐτή ἔχουμε τήν παρουσία ὅλης της Ἁγίας Τριάδος καί βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Χριστολογικᾶ καί σωτηριολογικά. Τέλος ἡ φράση: «Υἱέ τοῦ Θεοῦ». Οἱ λέξεις αὐτές τῆς ἐπικλήσεως μᾶς παραπέμπουν στόν οὐράνιο Πατέρα, πού εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῆς Θεότητος.

β. «Ἐλέησον μέ τόν (τήν) ἁμαρτωλόν (-ἤν)».

Ἡ ἱκεσία αὐτή συνάπτεται μέ τή μετάνοια τοῦ προσευχομένου, πού ζητάει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου καί τήν ἀποκατάσταση τῆς διαταραγμένης ἀπό κάθε προσβολή ἀγάπης τοῦ Κυρίου μέ τόν ὅλο του βίο. Σύμφωνα μέ ὅσα μᾶς λένε οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς προσευχῆς αὐτῆς, παλιοί καί νέοι, μπορεῖ ἡ προσευχή αὐτή νά συντομευθεῖ στήν ἐπίκληση μόνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ὑπονοώντας ὅλα τά ἄλλα. Τότε ἀκριβῶς εἶναι οὐσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, ἀφοῦ ἀποτελεῖται ἀπό μία καί μόνο λέξη. Τό πολύ μπορεῖ νά γίνει ἡ μορφή τῆς «Ἰησοῦ μου», μέ δυό μόνο λέξεις.

* * *

Ἡ εὐχή ἔχει σκοπό νά ἐνεργοποιήσει μέσα μας τή βαπτισματική χάρη.

Ἡ αἰώνιος ζωή ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή, πού ὁ ἄνθρωπος δέχεται τή «δεύτερη γέννηση», τήν «παλιγγενεσίαν», τήν «μικρᾶν ἀνάστασιν», δηλαδή τό Ἅγιο Βάπτισμα.

Ὅταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στό ἁγιασμένο νερό καί ἔτσι κατεβαίνουμε ὡς ἄμορφη καί ἀκατέργαστη ὕλη καί ἀναδυόμαστε ἀποκτώντας μορφή ὅλη ὡραιότητα, ἔκπαγλη καί ὑπερφυσική. Ἀνασταινόμαστε καί ἀφυπνιζόμαστε ὕστερα ἀπό θάνατο. Ὅμως ὁ φωτισμός καί ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἐξανάσταση αὐτή κατακρύπτεται στά βάθη τοῦ ἀσυνειδήτου, πού παύει πιά νά εἶναι ὅ,τι ἦταν, γιατί κρύβει μέσα τοῦ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀνορθώνει καί ἑνοποιεῖ τό πρόσωπο.

Καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικής, πρίν ἀπό τό Βάπτισμα κρύβεται στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ὁ σατανᾶς, ἐνῶ ἔξω ἀπό αὐτήν παραμένει ὁ Θεός. Μέ τό Βάπτισμα διώχνεται ἀπό τήν καρδιά ὁ διάβολος καί ἐγκαθίσταται σ” αὐτήν ὁ Θεός. (Διαδόχου Φωτικῆς, Λόγος ἀσκητικός).

Ὁ ἁγιασμός ὅμως αὐτός ἀπαιτεῖ πάντοτε μία ὅλο καί πιό συνειδητή μετοχή στό θάνατο καί στήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί καί στά δύο αὐτά στοιχεῖα βαπτισθήκαμε ὡς μέτοχοί τους «ἴνα, ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἠμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλά καί τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρώμ. ς”, 4-5).

Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, ἀλλά ἀνάσταση καί μεταμόρφωση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀναστάντι. Καί χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Ἁγίου. Γί” αὐτό τό ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἀχώριστα συνδεδεμένο μέ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Χριόμενος ὁ βαπτιζόμενος σέ διάφορα σημεῖα τοῦ σώματός του καθίσταται καταγώγιο καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργοποιούμενος μέ τή χάρη του καί μεταμορφωνόμενος εἰς Χριστόν Ἰησοῦν.

Ὅλα ὅμως συμπληρώνονται μέ τή μετοχή μας καί στή Θεία Εὐχαριστία. Μέ τό μυστήριο αὐτό, ποῦ ἀνανεώνει στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας τό σπόρο τῆς θεώσεώς μας, γιατί μᾶς ἐνσωματώνει στόν Ἰησοῦ Χριστό κάνοντας μᾶς ἕνα μαζί του, ζοῦμε μία αἰώνια Πεντηκοστή …; «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…;» ψάλλουμε μετά τή θεία Κοινωνία στή Θ. Λειτουργία. Καί ἡ Θ. Κοινωνία ἔγινε «εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν». Ἡ προσευχή λοιπόν τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ μία βιωματική ἀναθεώρηση καί ἀναβίωση κάθε φορᾶ τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας.

Γί” αὐτό καί οἱ καρποί τῆς εἶναι πολλαπλοί. Ὅταν ἡ προσευχή αὐτή ἀσκεῖται, ὅπως πρέπει, καί γίνει ἕνα μέ τή ψυχή, τότε ἀνακαλύπτει ὁ προσευχόμενος:

-«Τόν κρυπτόν της καρδίας ἄνθρωπον» (Α” Πέτ. γ’4).

-Τήν «ἐν Πνεύματι καί ἀληθεία» προσκύνηση καί λατρεία τοῦ Θεοῦ» (Ἴω. δ” 23).

-Τήν «ἐντός ἠμῶν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκᾶ Ἰζ’21).

-Τή συναντίληψη τοῦ Ἄγ. Πνεύματος, «τό Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἠμῶν τό γάρ τί προσευξόμεθα οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ” αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἠμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρώμ. ἡ’26).

-Τήν (παρά)μονήν τοῦ Ἰησοῦ στήν καρδιά μας κατά τή διαβεβαίωσή του «μείνατε ἐν ἐμοί καγῶ ἐν ὑμίν (Ἰω. ἴε’4).

-Τήν παράδοση τῆς καρδιᾶς στό Θεό «υἱέ μου, δός μοί σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ’26).

-Τό «ἐνδύσασθαι τόν Χριστόν» (Ρώμ. ἰγ” 14).

«Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ» ἤ ἡ «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη ὁδηγεῖ τή ψυχή σέ «κατάστασιν ἐξ Ἰησοῦ συνέστωσαν», ὅπως τονίζουν μέ ἔμφαση καί ἀπό προσωπική πείρα οἱ Νηπτικοί Πατέρες. «Ἀπό τήν ἀδιάκοπη μνήμη καί ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δημιουργεῖται μία σταθερή κατάσταση στό νοῦ μας, ἄν δέν παραμελοῦμε τήν ἀκατάπαυστη νοερή δέηση, τή συχνή νήψη καί τό ἔργο τῆς προσοχῆς.

Ὅμως ἄς ἔχουμε ὡς συνεχές ἔργο μας τήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ κάνοντας τήν μέ καρδιά, πού πυρωμένη κράζει, ὥστε κυριολεκτικά νά μεταλάβει τό ὄνομα Ἰησοῦς» (Ἠσυχίου πρός Θεοδοῦλον). Καί ἄλλου προσθέτει: «Εἶναι πραγματικά μακάριος ὅποιος ἔχει κολλήσει ἔτσι μέ τή διάνοιά του στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ μί λάει ἀδιάκοπα μέ δυνατή φωνή στή καρδιά του, ὅπως ἔχει ἐνωθεῖ ὁ ἀέρας μέ τά σώματά μας ἤ ὅπως εἶναι ἑνωμένη ἡ φλόγα μέ τό κερί. Ὁ ὑλικός ἥλιος περνώντας πάνω ἀπό τή γῆ κάνει νά γίνεται ἡμέρα. Τό ἅγιο καί σεβάσμιο ὄνομα τοῦ Κυρίου λάμποντας συνεχῶς στή διάνοια γεννᾶ ἀναρίθμητα σάν τόν ἥλιο φωτεινά νοήματα».

«Ὅταν σκορπίσουν τά σύννεφα, φαίνεται καθαρή ἡ ἀτμόσφαιρα. Καί ὅταν σκορπίσει τίς φαντασίες καί τίς παραστάσεις τῶν παθῶν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι φυσικό νά γεννιοῦνται πάντα στήν καρδιά ὁλόφωτα καί ἀστερόμορφα νοήματα, γιατί ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φωτίσθηκε διά μέσου του Ἰησοῦ».

«Μέ ἀδιάκοπη εὐχή καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς διάνοιας ἀπό σκοτεινά νέφη, ἀπό ἀνέμους τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν δέ καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς καρδιᾶς, εἶναι ἀδύνατο νά μή λάμπει σ” αὐτήν τό θεϊκό φῶς τοῦ Ἰησοῦ». Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της ἐποχῆς μᾶς εἶναι ἡ τρομακτική ἐπίδραση, πού ἀσκεῖ τό κοινωνικό περιβάλλον στό καθένα μας. Γνωστά τά μέσα αὐτῆς τῆς ἐπιδράσεως. Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη μνεία τους.

Μᾶς ἐνδιαφέρει τό γεγονός, ὅτι αὐτή ἡ ἐπίδραση ἐξασκεῖται καί στό πιστό της ἐποχῆς μας μέ ἰδιαίτερες ἐπιπτώσεις στή πνευματικότητά του καί στόν ὅλο του βίο. Καί δέν εἶναι περίεργο γί” αὐτό τό ὅτι διαπιστώνουμε μία ἔντονη πνευματική σύγχυση, μία ληθαργώδη κατάσταση, πού προκαλεῖ σοβαρότατη ἀνησυχία σέ ὅποιο πνευματικό ἄνθρωπο πονᾶ ἀπό ὅ,τι διαπιστώνει. Δέν εἶναι ὅμως ἡ ἐξωτερική ἐπίδραση, πού ἀναφέρουμε πιό πάνω, ἡ μόνη αἰτία τῆς φθαρτικῆς ἀλλοιώσεως καί τοῦ ἐκφυλισμοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν μας σήμερα. Ἔχουμε καί ἐσωτερικά αἴτιά της. Καί αὐτά πρό πάντων συντελοῦν σέ μία ἀναβίωση τοῦ παλαιοῦ μέσα μᾶς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζητάει μέ βιαιότητα καί πάθος ἀσυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα».

Πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό μᾶς δέ θρηνοῦμε τήν ἐσωτερική ἔκπτωση, πού διαπιστώνουμε στόν ἑαυτό μας καί δέν νοσταλγοῦμε ἡμέρες ἀρχαῖες, γεμάτες ἱερό ζῆλο καί ἅγιες ἀποφάσεις, πού γιά τήν ἐκπλήρωσή τους θά δίναμε τότε χωρίς καθόλου νά διστάσουμε καί τήν ἴδια τή ζωή μας μέ τό χειρότερο ἀκόμη μαρτύριο! Καί τώρα; Τώρα φυτοζωοῦμε, γιά νά μήν πῶ πώς γίναμε -ἄς μου ἐπιτραπεῖ ὁ χαρακτηρισμός, πού τόν ἐφαρμόζω πρῶτα στόν ἑαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις καί ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὁμοιωθέντες αὐτοῖς» ἔτσι ἤ ἀλλιῶς! (πρβλ. Ψάλμ. 48, 13).

Αὐστηρή ἡ διαπίστωση αὐτή ἤ οἱ σκληροί αὐτοί χαρακτηρισμοί; Ἄς μου συγχωρηθεῖ ἡ τόλμη αὐτή, πού δέν εἶναι προσωπική, ἀλλά γενική γιά τούς πιό πολλούς δυστυχῶς ἀπό ἐμᾶς. Ὅποιος βρίσκει πώς τοῦ ταιριάζει, αὐτός ἄς βγάλει τίς συνέπειες ἀπό τή διαπίστωση αὐτή γιά τόν ἑαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν ἀπό αὐτή τήν αὐτοαναγνώριση.

Καί μία συνέπεια, πού θά μποροῦσε νά προκύψει εἶναι κι ἐτούτη:

Πῶς θά μπορούσαμε νά ἀντιδράσουμε διαπιστώνοντας αὐτή τή φθορά στόν μέσα μας ἤ καί στόν ἔξω μας ἄνθρωπο;

Ποιά ἄλλη ἀντίδραση θά ἦταν πιό ἐνδεδειγμένη ἀπό τό τίναγμα ἀπό πάνω μας αὐτοῦ του πνευματικοῦ λήθαργου, ἀπό τή βίαιη ἐξανάσταση ἐναντίον του καί ἀπό τήν ἐνεργό προσπάθεια ἐγρηγόρσεως;

Καί ἡ ἀντίδραση αὐτή στήν ἁγιογραφική καί πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ὡς «γρηγόρσεως ἐπίτασις», δηλαδή πολύ ἔντονη καί ἐντατική ἐγρήγορση καί ἄγρυπνη προσοχή. Πολλές καί ἔντονες παραγγελίες μᾶς ἀπευθύνει ἡ Θεία Γραφή γιά τό θέμα αὐτό καθώς καί ἡ Ἐκκλησία μας, πού τίς μετουσιώνει σέ θερμή ἱκεσία καί προσευχή.

Ἐδῶ θά ἀρκεστοῦμε σέ μία εὔγλωττη διαπίστωση-προτροπή τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου: «Ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, λέει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, δέν βρισκόσαστε στό σκοτάδι γιά νά σᾶς καταλάβει ξαφνικά ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ὅλοι σας εἶστε παιδιά τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας. Δέν βρισκόμαστε καί δέν ἀνήκουμε στή νύχτα οὔτε στό σκοτάδι. Συνεπῶς, ἄς μή κοιμόμαστε τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας καί ραθυμίας, ὅπως ἐκεῖνοι πού, μακριά ἀπό τό Χριστό, ζοῦν σ” αὐτή τή κατάσταση.

Ἀντίθετα, ἄς εἴμαστε ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Αὐτοί, πού κοιμοῦνται, κοιμοῦνται τή νύχτα καί ὅσοι μεθοῦν, τή νύχτα μεθοῦν. Ἐμεῖς ὅμως, πού εἴμαστε παιδιά τῆς ἡμέρας, ἄς εἴμαστε ἄγρυπνα προσεκτικοί».

Τή ζωτικότατη σημασία τῆς νήψεως τονίζει πολυτρόπως καί ἡ λειτουργική προσευχή. Ἀρκεῖ, γιά νά τό διαπιστώσει κανένας, νά φυλλομετρήσει ἁπλῶς τό λειτουργικό βιβλίο πού λέγεται Παρακλητική. Ἀκριβῶς δέ μετά τό καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ἡ Ἐκκλησία ἀνάμεσα στά ἄλλα βασικά καί ἀπαραίτητα πνευματικά στοιχεῖα, πού ζητάει γιά τή ζωή τῶν μετόχων του Ποτηρίου τῆς Ζωῆς παρακαλεῖ νά ἀποβεῖ γί” αὐτούς ἡ θεία Κοινωνία «εἰς νήψιν ψυχῆς».

Ἱερομονάχου Εὐσεβίου Βίττη

 

πηγή

Ανακοινώσεις

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Άρθρα

Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Είναι τα πράγματα χειρότερα απ᾽όσο ως απλοί άνθρωποι μπορούμε να φανταστούμε;

Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Είναι τα πράγματα χειρότερα απ᾽όσο ως απλοί άνθρωποι μπορούμε να φανταστούμε;

Ελλάδα 26 Ιανουαρίου 2024 Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Μήπως τα πράγματα...