Χριστούγεννα.
|
Ἐκεῖνος μένει.
Μένει ὅταν Τὸν ἀρνοῦμαι.
Μένει ὅταν Τὸν ξεχνῶ.
Μένει ὅταν δὲν ἔχω λέξεις νὰ προσευχηθῶ.
Γι’ αὐτὸ τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι γιορτὴ γιὰ τοὺς δυνατούς.
Εἶναι γιορτὴ γιὰ τοὺς κουρασμένους.
Γιά ὅσους λύγισαν.
Γιά ὅσους δὲν τὰ κατάφεραν.
Γιά ὅσους χρειάζονται ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν φοβᾶται νὰ λερωθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή τους.
Ἂν σήμερα διαβάζεις αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἡ καρδιά σου πονᾶ, νά ξέρεις:
ὁ Χριστὸς γεννήθηκε καὶ γιὰ σένα, δηλαδή γιά ἐμένα.
Ὄχι γενικά.
Συγκεκριμένα γιὰ ἐμένα.
Γεννήθηκε γιὰ νὰ μοῦ πεῖ: δὲν εἶμαι μόνος.
Γιά νὰ μοῦ πεῖ: σὲ γνωρίζω.
Γιά νὰ μοῦ πεῖ: θὰ μείνω.
Καὶ ἐγώ, ἄνθρωπος μικρός, Τὸν κοιτάζω καὶ ἀπαντῶ μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη.
Αὐτά εἶναι τὰ Χριστούγεννα. Ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Καί δὲν ἔφυγε ποτέ.
Ὁ Θεὸς ποὺ γεννήθηκε καὶ ἔμεινε
Κι ἔτσι μένω.
Ὄχι γιατί τελείωσαν τὰ λόγια, ἀλλὰ γιατί κατοίκησαν μέσα μου.
Μετὰ τὴ φάτνη, μετὰ τὸ δάκρυ, μετὰ τὴ σιωπὴ ποὺ γέμισε φῶς, δέν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω ὅπως ἤμουν.
Γιατί ἂν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, τότε ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πιὰ βάρος χωρὶς νόημα.
Εἶναι τόπος ἐπίσκεψης.
Κουβαλῶ μέσα μου αὐτὴ τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων σὰν πληγὴ φωτεινή.
Ὄχι γιὰ νὰ ξεχάσω τὸν πόνο, ἀλλά γιὰ νὰ θυμᾶμαι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀπέφυγε.
Ὅπου κι ἂν περπατήσω τώρα, σέ δρόμους συντριμμένους, σὲ σπίτια σιωπηλά, σὲ καρδιὲς κουρασμένες, ξέρω πὼς δὲν εἶμαι μόνος.
Γιατί Ἐκεῖνος περπάτησε πρῶτος.
Καί δὲν ἔφυγε.
Ἂν κάποτε φοβηθῶ, θὰ θυμηθῶ τὴ φάτνη.
Ἄν νιώσω μικρός, θὰ θυμηθῶ τὸ Βρέφος.
Ἄν ντραπῶ γιὰ τὴν ἀδυναμία μου, θὰ θυμηθῶ τὸν Θεὸ ποὺ διάλεξε τὴν ἀδυναμία.
Καὶ θὰ συνεχίσω.
Νά ἀγαπῶ πιὸ τρυφερά.
Νά συγχωρῶ πιὸ ἀληθινά.
Νά στέκομαι πιὸ ἀνθρώπινα.
Γιατί τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι μιὰ ἡμερομηνία.
Εἶναι μιὰ ἀπόφαση.
Νά ἀφήσω τὸν Χριστὸ νὰ γεννιέται ξανὰ καὶ ξανὰ μέσα μου.
Νά Τοῦ δίνω χῶρο.
Νά μὴ φοβᾶμαι τὴ φτώχεια τῆς ψυχῆς μου.
Ἂν κάτι θέλω νὰ μείνει ἀπὸ ὅλα ὅσα γράφτηκαν, εἶναι αὐτό:
Ὁ Θεὸς δὲν πέρασε ἀπὸ τὸν κόσμο — ἔμεινε.
Καί ὅπου μένει Ἐκεῖνος, μπορεῖ νὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτὸ κλείνω ὅπως ἄρχισα.
Μέ πίστη.
Μέ ἀγάπη.
Μέ ὑπόσχεση.
Εὐχὴ γιὰ κάθε ψυχή
Εὔχομαι ἐσὺ ψυχὴ ποὺ θὰ διαβάσεις αὐτὰ τὰ λόγια νά συναντήσεις τὸν Χριστὸ ὄχι ὡς ἰδέα,
ἀλλά ὡς παρουσία ποὺ ζεσταίνει τὴ νύχτα της.
Εὔχομαι, ἐκεῖ ποὺ πονᾶς καὶ δὲν μιλᾶς σὲ κανέναν, νά νιώσεις ἕνα ἁπαλὸ «εἶμαι ἐδῶ».
Ὄχι ἀνησυχία.
Ὄχι φόβο.
Μόνο εἰρήνη ποὺ κατεβαίνει ἀργά, σάν φῶς ποὺ δὲν πληγώνει τὰ μάτια.
Εὔχομαι, ἂν εἶσαι κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, νά θυμηθεῖς ὅτι ὁ Θεὸς κουράστηκε πρῶτος γιὰ σένα.
Ὅτι περπάτησε, πείνασε, ἔκλαψε, γιά νὰ μὴν κουβαλᾶς ποτὲ μόνος σου τὸ βάρος.
Εὔχομαι, ἂν ἡ καρδιά σου εἶναι φάτνη φτωχὴ καὶ ταπεινή, νά μὴ ντραπεῖς.
Ἐκεῖ διαλέγει νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
Ὄχι σὲ δέντρα στολισμένα, ἀλλά σὲ ἀληθινὲς καρδιές.
Εὔχομαι, ἂν φοβᾶσαι τὸ αὔριο, νά σὲ ἀγγίξει ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς ἔμεινε.
Ὅτι δὲν ἔφυγε ὅταν σκοτείνιασε.
Ὅτι δὲν θὰ φύγει οὔτε τώρα.
Καὶ εὔχομαι, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ἀγάπη νὰ σὲ βρεῖ.
Νά σὲ σηκώσει.
Νά σὲ κρατήσει.
Νά σὲ ὁδηγήσει στὸ Φῶς ποὺ δὲν σβήνει.
Νά γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα σου.
Καὶ νὰ μείνει…
Γιὰ πάντα…
Ἀμήν.
_________
Νά εὐχαριστήσουμε τόν ἀδελφό τοῦ Δικτύου,
γιά τήν εὐγενική χορηγία τοῦ κειμένου.




0 Σχόλια