Ἀπὸ τὸ Ὄνομα στὸ Χάραγμα. Ἡ Μεγάλη Ἀντικατάσταση τοῦ Προσώπου καὶ ἡ Σιωπὴ τῶν Ποιμένων

Ιούν 16, 2025 | Ανακοινώσεις, ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ἀπὸ τὸ Ὄνομα στὸ Χάραγμα

Ἡ Μεγάλη Ἀντικατάσταση τοῦ Προσώπου καὶ ἡ Σιωπὴ τῶν Ποιμένων

Ὁ κόσμος ποὺ ξημερώνει μπροστά μας δὲν εἶναι ἁπλῶς τεχνολογικὸς· εἶναι ἀποκαλυπτικός. Δὲν ἔρχεται ὡς ἐπανάσταση, ἀλλὰ ὡς ἀντικατάσταση — ἀργή, μεθοδική, ἀθόρυβη. Δὲν γκρεμίζει τὰ πρόσωπα μὲ βία, ἀλλὰ τὰ διαβρώνει μὲ λογική, μὲ δίκτυα, μὲ ψηφιακὴ εὐταξία. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀπειλεῖται μὲ βασανιστήρια ὅπως σὲ ἄλλες ἐποχές, ἀλλὰ μὲ λήθη, ἀριθμητικοποίηση, ἀποπροσωποποίηση. Ἡ ἐποχή μας δὲν ζητᾶ νὰ μαρτυρήσεις μὲ αἷμα, ἀλλὰ νὰ συμβιβαστεῖς μὲ χαμόγελο.

Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ υἱοθέτηση ἑνὸς «προσωπικοῦ ἀριθμοῦ» ἀπὸ τὸ κράτος, δὲν εἶναι ἁπλῶς διοικητικὴ μεταρρύθμιση. Εἶναι πνευματικὸ γεγονός. Ὄχι γιατί τὸ ψηφίο ἐμπεριέχει ἀπὸ μόνο του τὸ κακό, ἀλλὰ γιατί ἀποκαλύπτει τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: τὸ πρόσωπο ἐξαφανίζεται. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διαλύεται μέσα στὸ μητρῶο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναγνωρίζεται πιὰ ἀπὸ τὸ ὄνομά του, ἀπὸ τὴ μνήμη, ἀπὸ τὴ σχέση, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σύστημα ποὺ τὸν ἐντάσσει καὶ τὸν διεκπεραιώνει.

Ἡ Ἐκκλησία, ἐν μέσῳ αὐτῆς τῆς μεταβολῆς, καλεῖται νὰ μιλήσει. Ὄχι νομικά. Ὄχι διοικητικά. Ὄχι ἐκκλησιαστικοπολιτικά. Ἀλλὰ προφητικά. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ δίκοπο μαχαίρι, καὶ διαπερνᾶ καρδιές, ἐποχὲς καὶ σιωπές. Ἡ σιωπή Της, ὅταν πρόκειται γιὰ τέτοιες ἀλλοιώσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, δὲν εἶναι ἁπλῶς παραίτηση. Εἶναι ἀποδοχή.

Καὶ ἐμεῖς, τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναζητοῦμε τὴν ἔνταση, οὔτε τὴν ἀντιπαράθεση. Ζητοῦμε διάκριση. Ζητοῦμε φωνή. Ζητοῦμε τὸν ποιμένα ποὺ δὲν εἶναι ὑπάλληλος τοῦ αἰῶνα, ἀλλὰ μάρτυρας τοῦ Ἀρνίου. Ἐκεῖνον ποὺ δὲν θὰ σιωπήσει μπροστὰ στὸ Θηρίο, ὅποια μορφὴ κι ἂν αὐτὸ λάβει — εἴτε εἶναι καταστολή, εἴτε εὐδαιμονία, εἴτε ἁπλῆ «ψηφιακὴ διευκόλυνση».

Ἡ ἐποχή μας δὲν χρειάζεται νὰ τῆς πεῖς ἂν ὁ ἀριθμὸς εἶναι τὸ σφράγισμα. Χρειάζεται νὰ τῆς θυμίσεις ποιός σὲ σφράγισε μὲ τὸ Ἅγιο Μύρο. Ποιός σοῦ ἔδωσε ὄνομα, πρόσωπο, ζωή. Καὶ νὰ τῆς πεῖς ὅτι δὲν ἀνήκουμε στὸν ἀριθμό, ἀλλὰ στὸν Ἐρχόμενο.

Ὁ κόσμος ἀλλάζει ραγδαία. Ἀλλὰ ὁ Λόγος μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ σὲ καλεῖ: μὴ χάσεις τὸ Ὄνομά σου. Μὴν ἀποδεχθεὶς τὸ Χάραγμα χωρὶς ἀγῶνα. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἀναζητᾶ Ἀριθμούς. Ἀναζητᾶ Πρόσωπα ποὺ Τὸν γνωρίζουν, καὶ Τοὺς γνωρίζει κατ’ Ὄνομα.

Ὑπάρχει ἕνας λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ δὲν ἀκούστηκε ποτὲ στὰ μέσα ἐνημέρωσης, οὔτε γράφτηκε σὲ κάποιο νομοσχέδιο· κι ὅμως ἔχει περισσότερη ἰσχὺ ἀπ’ ὅλα τὰ διατάγματα τοῦ κόσμου: «Δὲ θὰ σὲ λησμονήσω ποτέ. Σὲ ἔχω ζωγραφίσει ἐπάνω στὶς παλάμες Μοῦ.» Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν εἶναι ποιητικός. Εἶναι θεολογικὰ πραγματικός. Σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ ὄνομά σου, τὸ βλέμμα σου, τὸ τραῦμα σου, καὶ ἀρνεῖται νὰ σὲ ἀριθμήσει· ἀρνεῖται νὰ σὲ ἀποδεχθεῖ ὡς «μία μονάδα τοῦ συστήματος».

Καὶ τώρα; Ζοῦμε τὴν ἐποχὴ ὅπου τὸ «ὄνομα» θεωρεῖται ἀστάθμητο μέγεθος, ἐνῷ ὁ ἀριθμὸς ἀναδεικνύεται σὲ ἀπόλυτη πύλη ταυτοποίησης. Ἡ ταυτότητα μετατρέπεται σὲ QR, τὸ πρόσωπο σὲ δεδομένο, καὶ ὁ βίος σὲ ἀρχεῖο. Ὁ «Προσωπικὸς Ἀριθμὸς» παρουσιάζεται ὡς βελτιστοποίηση, ἀλλὰ λειτουργεῖ ὡς ἀκύρωση τῆς μυστικῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου. Καὶ ὅσο κι ἂν ὁρισμένοι λένε: «εἶναι ἁπλῶς μιὰ τεχνικὴ ἀντικατάσταση», ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀπαντήσει μὲ πνευματικὴ ὀξυδέρκεια: «Μήπως τελικὰ δὲν εἶναι; Μήπως τὸ “τεχνικὸ” γίνεται σιγά-σιγά “ὀντολογικό”;»

Τὸ Χάραγμα τῆς Ἀποκάλυψης δὲν εἶναι ἀριθμὸς μόνο. Εἶναι λογική. Εἶναι κοσμοθεωρία. Εἶναι ἡ πλήρης ἔνταξη σὲ ἕνα σύστημα ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει Χριστό, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ πρόσωπο, ποὺ προχωρᾶ ὄχι μὲ βάση τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ βάση τὴ διαχείριση τῆς πληροφορίας.

Δὲν ζοῦμε πλέον ἁπλῶς σὲ ψηφιακὴ ἐποχή. Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ψηφιακοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ ἡ μετάβαση συντελεῖται, δυστυχῶς, χωρὶς πνευματικὰ ἀναχώματα. Οἱ Ποιμένες σωπαίνουν ἀπὸ φόβο μήπως θεωρηθοῦν «ἀντιδραστικοί». Οἱ πιστοὶ διχάζονται ἀνάμεσα στὸν τεχνολογικὸ ρεαλισμὸ καὶ τὸν πνευματικὸ πόθο. Καὶ τὸ Ποίμνιο, χωρὶς ποιμαντικὴ φωνή, πηγαίνει σιωπηλὰ ἀπὸ τὸ Βάπτισμα στὸ barcode.

Ἂς τὸ ποῦμε καθαρά: Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει κάποιος «Ἀντίχριστος» γιὰ νὰ ἀπωλέσεις τὸν Χριστό. Φτάνει νὰ μὴν τὸν θυμᾶσαι. Νὰ μὴν φέρεις τὸ ὄνομά Του. Νὰ τὸν ἀνταλλάξεις γιὰ εὐκολία, γιὰ γαλήνη, γιὰ λειτουργικότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀπώλεια. Ὄχι ἡ βία, ἀλλὰ ἡ ἤρεμη ἀποδοχή της ἀριθμοποίησης.

Ὁ Χριστὸς ἔγραψε τὸ ὄνομά σου στὸν Οὐρανό. Μὴ δεχτεῖς, ἔτσι ἁπλᾶ, νὰ σβηστεῖ ἀπ’ τὴν ψυχή σου, καὶ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἕναν ἀριθμὸ ποὺ σὲ ἀναγνωρίζει — ἀλλὰ δὲν σὲ ἀγαπᾶ.

Τί χάνεται, λοιπόν, ὅταν ὁ ἀριθμὸς ὑποκαθιστᾶ τὸ ὄνομα; Χάνεται ἡ προσωπικὴ κλήση, ἡ σχέση, τὸ μυστήριο. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀπὸ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ, καθίσταται ἀναγνώσιμο σχῆμα, μητρῶο, στατιστικὸ πεδίο. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ἀρθρώσει Λόγο τώρα, θὰ κληθεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ αἷμα ἀργότερα.

Γιατί ἡ Ἱστορία δὲν συγχωρεῖ τὴ σιωπὴ τῶν ποιμένων. Ἡ κάθε ἐποχὴ ἔχει τὴ δική της Βαβυλῶνα, τὸν δικό της Καιάδα καὶ τὸν δικό της Καιάφα. Καὶ σὲ κάθε ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ μιλήσει ὄχι γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ κράτος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ πρόσωπο. Ὄχι γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει τὴ νομιμότητα ἑνὸς ἀριθμοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ θυμίσει τὸ ἀνεπανάληπτο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν δίνει ἀριθμοὺς· δίνει δῶρα, πρόσωπα, διακονίες, ζωή. Ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπική. Μιλάει γιὰ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη, τὴ Μαγδαληνή, τὴ Σαμαρείτιδα, τὸν ληστὴ στὸ σταυρό. Δὲν τοὺς εἶπε ποτὲ «μονάδα 54321» ἢ «πολίτη Α.Φ.Μ. ΧΧΧ». Τοὺς ἀποκάλεσε μὲ τὸ ὄνομά τους. Καὶ αὐτοί, ἄλλαξαν. Ἀναστήθηκαν. Ἔγιναν ἅγιοι. Γιατί μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ καλέσει μὲ τρόπο ποὺ νὰ σοῦ θυμίσει ποιός εἶσαι.

Ἐδῶ εἶναι τὸ κρίσιμο: Ὅταν ὁ κόσμος ἀρχίζει νὰ σοῦ μιλᾶ μόνο μὲ ἀριθμούς, σιγά-σιγά ξεχνᾶς ὅτι ἔχεις ὄνομα. Ξεχνᾶς τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ. Ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι υἱὸς καὶ ὄχι ἀντικείμενο. Ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι κληρονόμος τῆς Βασιλείας καὶ ὄχι καταναλωτὴς τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς ἐφορίας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σιωπᾶ. Δὲν ζητᾶμε κραυγές, ἀλλὰ δάκρυα. Δὲν ἐπιδιώκουμε ἀντιστάσεις, ἀλλὰ Λόγο. Λόγο ποὺ νὰ ἀναγεννᾶ. Ποὺ νὰ λέει: “Ἂν ὅλα γύρω σου σὲ ἀποκαλοῦν ἀριθμό, ἐγὼ — Ἐκκλησία Χριστοῦ — σὲ θυμᾶμαι μὲ τὸ Ὄνομα ποὺ σοῦ ἔδωσε Ἐκεῖνος.”

Αὐτὸ εἶναι τὸ Προοίμιο ἑνὸς λόγου ποὺ δὲν ἔρχεται νὰ ἐναντιωθεῖ σὲ κανέναν, ἀλλὰ νὰ θυμίσει σὲ ὅλους ὅτι πρὶν ἀπ’ ὅλα ἤμασταν πρόσωπα, καὶ θὰ κριθοῦμε ὄχι ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ ποὺ φέραμε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ φανερώσαμε. Καὶ ἡ Ἀγάπη, ἀδελφέ μου, δὲν ἀναγνωρίζει barcode. Ἀναγνωρίζει μόνο καρδιές.

ΜΕΡΟΣ Α’ — Ὁ Ἄνθρωπος Πρὶν τὸ Σύστημα

Πρὶν ὑπάρξει Ἀριθμός, ὑπῆρξε Ὄνομα. Πρὶν καταγραφεῖ ὁ ἄνθρωπος σὲ ληξιαρχεῖο, ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν γεννήθηκε ὡς ἐγγραφή, ἀλλὰ ὡς ἀγαπημένος υἱός. Δὲν ταυτοποιήθηκε μὲ κωδικούς, ἀλλὰ κληρονόμησε τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἀνθρώπινης Ὑπόστασης: ὅτι δὲν εἶναι προϊὸν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Οὐρανοῦ.

Τὸ Ὄνομα, στὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ σκέψη, δὲν εἶναι συμβατικὸ σημεῖο. Εἶναι ταυτότητα μεταφυσική, φορέας ἀποκαλύψεως, μυστήριο τοῦ προσώπου. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Πέτρος, ἡ Μαρία — ὅλοι ἀναγνωρίστηκαν, εὐλογήθηκαν, μεταμορφώθηκαν μέσῳ τοῦ Ὀνόματός τους. Ὅταν ὁ Θεὸς καλεῖ, δὲν φωνάζει «πολίτη 34527». Λέει: «Ἰακώβ, Ἰακώβ», «Μωυσῆ, Μωυσῆ», «Μαρία». Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ κάλεσμα, ἀνοίγει ἡ καρδιά.

Ὁ κόσμος, ἀντίθετα, ἔχει ἄλλη γλῶσσα. Γιὰ νὰ λειτουργήσει, πρέπει νὰ ἀριθμεῖ. Ἀλλιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει, νὰ ὀργανώσει, νὰ διαχειριστεῖ. Ὁ ἀριθμὸς δὲν ἐμπεριέχει μνήμη, οὔτε σχέση. Εἶναι οὐδέτερος, ἀπρόσωπος, ἀναλώσιμος. Εἶναι ἐργαλεῖο τοῦ Συστήματος, ὄχι τῆς Ἀγάπης.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μεγαλώνει μαθαίνοντας πρῶτα τὸν ΑΜΚΑ του καὶ τὸν ΑΦΜ του, καὶ μετὰ ἀνακαλύπτει — ἂν ποτὲ — τὸ ὄνομά του. Ἡ πνευματική του ταυτότητα δὲν εἶναι ἀναγνωρίσιμη στὸ σύστημα. Δὲν χρειάζεται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ταυτοποιηθεὶς μὲ τὸ κράτος. Ἀλλὰ χωρὶς τὸν Θεό, παύεις νὰ θυμᾶσαι ποιός εἶσαι.

Ἡ Ἐκκλησία, ἐδῶ, ἔχει χρέος νὰ ὀρθώσει φωνή. Ὄχι φωνὴ καταγγελίας ἢ νομικισμοῦ· ἀλλὰ φωνὴ ὑπενθύμισης: «Μὴν ξεχάσεις ὅτι ἔχεις Ὄνομα. Μὴν ἐπιτρέψεις τὸ πρόσωπό σου νὰ ἐξαφανιστεῖ πίσω ἀπὸ ἕναν ἀριθμό. Δὲν εἶσαι ἁπλῶς πολίτης. Εἶσαι εἰκῶν Θεοῦ, προορισμένος γιὰ τὴ Βασιλεία.»

Καὶ ἂς μὴν βιαστεῖ κάποιος νὰ πεῖ: «Ὑπερβολή! Τί σημασία ἔχει ἂν λέγεσαι ΑΜΚΑ ἢ Δημήτριος;» Ἔχει σημασία, γιατί ὅ,τι δὲν ὀνομάζεται σωστά, δὲν ὑπάρχει ἀληθινά. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάψει νὰ ὑπάρχει ὡς πρόσωπο, τότε ὁ κόσμος δὲν εἶναι πλέον ἀνθρώπινος — ἀλλὰ προθάλαμος τῆς ἐρήμωσης.

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ Ὄνομά Του. Ὁ Ἀντίχριστος, λέει ἡ Ἀποκάλυψη, θὰ ἀριθμήσει ὅσους δὲν ἔχουν τὸ Ὄνομά Του.

Αὐτὸ εἶναι τὸ στοίχημα τῆς ἐποχῆς μας: Νὰ διατηρήσουμε τὸ πρόσωπο μᾶς — γιατί ἐκεῖ κατοικεῖ το Φῶς. Καὶ τὸ Φῶς, ἀκόμη καὶ μέσα στὰ μητρῶα τοῦ σκότους, δὲν σβήνει.

Ὁ κόσμος μᾶς ζητᾶ νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὴν πρόοδο. Νὰ δεχθοῦμε πὼς ἡ ταυτότητα δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἱερὸ μυστήριο, ἀλλὰ ἁπλῶς ἕνα ἑνιαῖο ψηφιακὸ ἀποτύπωμα. Ἕνα «προσωπικὸ» νούμερο γιὰ κάθε χρήση, ποὺ διευκολύνει τὶς ὑπηρεσίες, μειώνει τὰ λάθη, καὶ ἐξοικονομεῖ χρόνο.

Κι ὅμως, τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι τεχνικό, ἀλλὰ ὑπαρξιακό: Τί σημαίνει γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ χωρὶς ὄνομα, χωρὶς μνήμη, χωρὶς σχέση, μόνο μὲ ἕνα ψυχρὸ ἀριθμητικὸ σύστημα ἀναγνώρισης;

Γιατί τὸ ὄνομα δημιουργεῖ ἱστορία. Τὸ παιδὶ ποὺ βαπτίζεται, λαμβάνει ὄνομα — ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη μητρώου, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, στὸ Γένος, στὴν Οὐράνια Πολιτεία. Τὸ ὄνομά του καταγράφεται στὸ βιβλίο τῆς Ζωῆς, ὄχι στὸ κεντρικὸ πληροφοριακὸ σύστημα.

Ὁ ἀριθμὸς ὅμως δὲν ἔχει μνήμη οὔτε πατρίδα. Δὲν μαρτυρὰ ποιός σὲ ἀγάπησε, ποιός σὲ γέννησε, ποιός σὲ λύτρωσε. Εἶναι ψυχρός, ἀδιάφορος, χωρὶς πρόσωπο. Ἂν αὔριο κάποιος ἄλλος πάρει τὸν ἀριθμό σου, τὸ σύστημα δὲν θὰ θυμᾶται ἐσένα. Θὰ συνεχίσει νὰ λειτουργεῖ σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα.

Ἐδῶ ἀναδεικνύεται τὸ θεμελιῶδες χάσμα: Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ σὲ ἀντικαταστήσει. Ὁ Χριστὸς ὄχι. Στὸν κόσμο, ἡ ἀξία σου εἶναι συναρτημένη μὲ τὴ χρήση σου. Στὸν Χριστό, ἡ ἀξία σου εἶναι ἀπόλυτη, ἀνεπανάληπτη, αἰώνια.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ προστατεύσει ὄχι τὰ προσωπικὰ δεδομένα, ἀλλὰ τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου. Νὰ φωνάξει ὄχι γιὰ «δικαιώματα», ἀλλὰ γιὰ μυστήρια. Νὰ θυμίσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι οὔτε μητρῶο οὔτε ἐπιβαρυντικὸς παράγοντας. Εἶναι θαῦμα. Καὶ τὸ θαῦμα δὲν ψηφιοποιεῖται.

Ὅταν λοιπὸν ἡ Πολιτεία ἀνακοινώνει ἕναν νέο, «ἁπλοποιημένο» προσωπικὸ ἀριθμό, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντᾶ μὲ τὴ φράση: «Εἶναι ἁπλῶς ἀντικατάσταση ὑφιστάμενων ἀριθμῶν, ἄρα δὲν ἐγείρεται θεολογικὴ ἐπιφύλαξη.» Γιατί ἡ θεολογικὴ ἐπιφύλαξη δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸν ἀριθμό. Ἀφορᾶ τὴν προοπτικὴ ποὺ αὐτὸς ἐμπεριέχει. Ἀφορᾶ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ ὡς στοιχεῖο καὶ ὄχι ὡς εἰκῶν. Ἀφορᾶ τὴ σταδιακή, ἀνεπαίσθητη μετάβαση ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ταυτότητα στὴν ψυχρὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀπώλειας.

Μά, ὅ,τι δὲν πονᾶς νὰ τὸ χάσεις, ἤδη τὸ ἔχεις χάσει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πονᾶ γιὰ τὸ πρόσωπό του, ἔχει ἤδη ἀποδεχθεῖ νὰ γίνει σκιὰ τοῦ ἀριθμοῦ του.

ΜΕΡΟΣ Β’ — Τὸ Σύστημα Ποὺ Δὲν Θυμᾶται τὸ Πρόσωπο

Ὁ κόσμος ποὺ ἔρχεται — ἢ μᾶλλον, ποὺ ἤδη ἦρθε — δὲν εἶναι κόσμος προσώπων. Εἶναι κόσμος δομῶν, μεταδεδομένων, ἑνοποιημένων πλατφορμῶν, κόσμος στὸν ὁποῖο δὲν ἔχεις φωνή, παρὰ μόνο ἂν μπορεῖς νὰ ἀποδειχθεῖς. Καὶ γιὰ νὰ ἀποδειχθείς, δὲν ἀρκεῖ νὰ λὲς τὸ ὄνομά σου — πρέπει νὰ δίνεις τὸν ἀριθμό σου.

Ἂν σήμερα χαθεῖ τὸ ὄνομά σου, κανεὶς δὲν θὰ ἀνησυχήσει. Ἂν ὅμως χαθεῖ ὁ ἀριθμός σου, δὲν θὰ μπορεῖς νὰ νοσηλευτεῖς, νὰ φορολογηθεῖς, νὰ ταξιδέψεις, νὰ ἐργαστεῖς.

Αὐτὸ λέγεται ἀντικατάσταση ὑπαρξιακῆς βάσης. Τὸ θεμέλιο τῆς ταυτότητας μετατίθεται ἀπὸ τὸ «ποιός εἶσαι» στὸ «ποιός σὲ ἀναγνωρίζει τὸ σύστημα ὅτι εἶσαι». Καὶ ἂν τὸ σύστημα ἀποσυνδεθεῖ, ἐσὺ παύεις νὰ ὑπάρχεις — ὄχι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου.

Πολλοὶ σπεύδουν νὰ καθησυχάσουν: «Δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ χάραγμα. Δὲν πρόκειται γιὰ πνευματικὴ σφραγῖδα.» Ἴσως ὄχι ἀκόμη. Ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ χαράγματος εἶναι ἤδη ἐδῶ: εἶναι ἡ νοοτροπία ποὺ μεταφέρει τὴν πηγὴ τῆς ταυτότητας ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν μηχανισμό.

Στὴν Ἀποκάλυψη, τὸ Θηρίο δίνει ἀριθμό. Στὴν Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς δίνει ὄνομα. Τὸ ἕνα ὑπόσχεται λειτουργικότητα καὶ ἐνσωμάτωση. Τὸ ἄλλο χαρίζει αἰωνιότητα καὶ σχέση. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιό εἶναι πρακτικότερο, ἀλλὰ ποιό σὲ κρατᾶ ἄνθρωπο — καὶ ὄχι γρανάζι.

Τὸ πιὸ ἐφιαλτικὸ στοιχεῖο τῆς ἐποχῆς μας δὲν εἶναι ἡ τεχνολογία — εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀπουσία διάκρισης. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει πλέον πότε ἡ διευκόλυνση γίνεται ὑποδούλωση. Δὲν καταλαβαίνει πότε ἀπὸ πολίτης γίνεται ψηφιακὸ ἀντικείμενο. Καὶ κυρίως: δὲν ἀντιλαμβάνεται πότε ἡ Ἐκκλησία παύει νὰ εἶναι φωνὴ τῆς Ἐρήμου καὶ γίνεται ἀποδέκτης τῆς σιωπῆς.

Γιατί ὅταν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετεῖ τὸ ὕφος τῶν διοικητικῶν ἀνακοινώσεων, χάνεται τὸ προφητικό της χνάρι. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ θεολογικὰ μόνο ὅταν τὸ κράτος τὴν ρωτήσει, τότε δὲν εἶναι Ἐκκλησία Ἀποστόλων, ἀλλὰ ὑπηρεσία πνευματικῆς διαμεσολάβησης.

Ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε ποτὲ ἄδεια γιὰ νὰ φωνάξει. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος δὲν περίμενε πράξη νομοθετικοῦ περιεχομένου. Οἱ Πατέρες δὲν ρώτησαν τὴν ἐξουσία ἂν ἐπιτρέπεται νὰ ἀγωνιοῦν. Ἁπλῶς μίλησαν. Γιατί ἤξεραν ποιός εἶναι ὁ Θεὸς — καὶ ποιός δὲν εἶναι.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὐδέτερος παρατηρητὴς τῆς Ἱστορίας. Δὲν εἶναι θεατὴς τῶν ἐξελίξεων, οὔτε ἀποδέκτης ἀνακοινώσεων. Εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ — καὶ τὸ Σῶμα δὲν μένει σιωπηλὸ ὅταν κάποιος τραυματίζει τὸ πρόσωπο. Κι ὅμως, ὅταν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ἀπειλεῖται μὲ βαθμιαία ἀπρόσωπη ἀντικατάσταση, ὅταν τὸ ὄνομα χάνεται καὶ ἀναγνωριζόμαστε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀλφαριθμητικοὺς κωδικούς, ἡ Ἐκκλησία ἀντὶ νὰ δακρύσει, ἁπλῶς ἀνακοινώνει: «Δὲν συντρέχει λόγος θεολογικῆς ἐπιφύλαξης.»

Κι ἐδῶ ἀρχίζει ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος συμβιβασμός: ἡ θεολογία νὰ περιορίζεται στὴ νομικὴ κατοχύρωση, ἡ πνευματικὴ διάκριση νὰ ὑποβιβάζεται σὲ ἐπιφανειακὴ παρατήρηση, καὶ τὸ ποίμνιο νὰ ἐκπαιδεύεται ὄχι στὴν ἀγρυπνία, ἀλλὰ στὴν ἀδράνεια.

Ἂς τολμήσουμε νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια μὲ ταπεινὴ παρρησία: Δὲν εἶναι τὸ σύστημα ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ ὅσο ἡ σιωπὴ τῶν ποιμένων. Δὲν εἶναι ὁ ἀριθμὸς ποὺ μᾶς σφραγίζει, ἀλλὰ ἡ ἀπουσία λόγου ποὺ δὲν σφραγίζει τίποτα.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀπέφυγαν ποτὲ τὶς μεγάλες ἐρωτήσεις: Ποῦ πάει ὁ ἄνθρωπος ὅταν παύει νὰ εἶναι πρόσωπο; Πότε ἡ εὐκολία γίνεται προδοσία τοῦ μυστηρίου; Πῶς μιλᾶ ὁ Χριστὸς ὅταν ἡ ἐξουσία φορᾶ τὸ προσωπεῖο τῆς λογικῆς;

Σήμερα, οἱ περισσότεροι θὰ ἀπαντήσουν: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μπαίνει σὲ πολιτικὰ ζητήματα.» Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν ἔχουμε πολιτικὴ ἀπόφαση. Ἔχουμε κοσμολογικὴ μετατόπιση. Μιὰ ἀνθρωπολογία ποὺ δὲν ἑδράζεται στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸ Κράτος. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι οὐδέτερο — εἶναι πνευματικὰ κρίσιμο.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν καταγγέλλει τοὺς θεσμούς. Δὲν στρέφεται ἐναντίον τῆς Πολιτείας. Ἀλλὰ ὀφείλει νὰ θυμίζει στοὺς ἀνθρώπους τί δὲν πρέπει νὰ ξεχάσουν. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται μὲ γραφειοκρατικὲς διαβεβαιώσεις. Γίνεται μὲ προφητικὸ θρῆνο καὶ ἀναστάσιμο λόγο.

Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἐπίσκοπος ποὺ θὰ πεῖ στοὺς νέους: «Πρὶν φορέσεις τὸ ψηφιακό σου βραχιόλι, θυμήσου ποιός σὲ βάπτισε.» «Πρὶν δεχθεῖς νὰ εἶσαι μονάδα συστήματος, θυμήσου ὅτι εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ.» «Πρὶν ἀπαντήσεις μὲ ἀριθμό, φώναξε: “Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄνθρωπος, ὃν ὁ Χριστὸς ἀγάπησε.”»

Γιατί στὸ τέλος, δὲν θὰ κριθοῦμε ἐπειδὴ μάθαμε τὸν ἀριθμό μας. Θὰ κριθοῦμε ἐπειδὴ ξεχάσαμε τὸ ὄνομά Του. Καὶ τὸ ὄνομά μας μέσα στὸ ὄνομά Του.

ΜΕΡΟΣ Γ’ — Τὸ Ὄνομα Ποὺ Διαγράφεται

Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, τότε κάθε τι ποὺ ἐπιδιώκει νὰ τὸν καταστήσει ἀριθμό, εἶναι μορφὴ πνευματικῆς ἔκπτωσης. Καὶ ὅταν αὐτὴ ἡ μετάβαση συντελεῖται σιωπηλά, χωρὶς δάκρυ, χωρὶς προφητεία, χωρὶς πόνο, τότε δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ μεμονωμένη τεχνολογικὴ ἐφαρμογὴ· πρόκειται γιὰ ἀρχὴ μιᾶς ἐσχατολογικῆς ἀλλοίωσης.

Τὸ προσωπικὸ ὄνομα, στὸ ὁποῖο ἡ ψυχή μας ἔχει ἐγγραφεῖ μὲ βάπτισμα, εἶναι σφραγῖδα αἰώνια. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος λέει: «Καθένας ποὺ βαπτίζεται φέρει ἀνεξίτηλη τὴ σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω του.» Ὅμως πόσοι ἀπ’ ἐμᾶς γνωρίζουν σήμερα τὸ ὄνομα ποὺ τοὺς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ πόσοι τὸ ἔχουν ἀνταλλάξει, ἄθελά τους, μὲ ἕνα ὄνομα διαχειριστὴ χρήστη, μὲ ἕναν ἀριθμὸ μητρώου, μὲ μία ταυτότητα ποὺ δὲν γνωρίζει τίποτε γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι τῆς καρδιᾶς;

Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς θέμα ἀντίληψης· εἶναι ζήτημα σωτηρίας. Διότι ἂν κάποτε ὁ Διάβολος προσπάθησε νὰ ἀποπλανήσει τὸν ἄνθρωπο μὲ λόγια, σήμερα προσπαθεῖ νὰ τὸν ξεχάσει μέσα στὴν πληροφορία. Τὸν πείθει πὼς εἶναι «ἕνα τίποτα ὀργανωμένο καλὰ»· πὼς ἀρκεῖ νὰ ἔχει ἕναν κωδικὸ πρόσβασης, μιὰ ἐνεργὴ καρτέλα, ἕνα στοιχεῖο ποὺ τὸν κάνει νὰ “ὑπάρχει” σὲ κάποιο σύστημα.

Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαθε Πάθη γιὰ ἀριθμούς. Ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ γιὰ πρόσωπα ποὺ φωνάζουν, ποὺ ἁμαρτάνουν, ποὺ κλαῖνε, ποὺ ἐπιστρέφουν, ποὺ φέρουν ὄνομα ἀνεξίτηλο, ὄχι ἀριθμὸ ἀποδείξιμο.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν σώζει διὰ τῆς ταυτοποίησης, ἀλλὰ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν λειτουργεῖ μὲ barcode· λειτουργεῖ μὲ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν ζητᾶ τὸν ἀριθμό σου γιὰ νὰ κοινωνήσεις, ἀλλὰ τὴν μετάνοιά σου. Καὶ δὲν διαχειρίζεται ὑποθέσεις, ἀλλὰ ψυχὲς ποὺ στάθηκαν μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ζήτησαν ζωή.

Ἑπομένως, κάθε ἀπαξίωση τοῦ ὀνόματος, κάθε ἀδιαφορία πρὸς τὴν ἱερότητα τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης, εἶναι εὐθεῖα ἄρνηση τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐργάζεται μέσα στὴν Ἱστορία. Δὲν ἐργάζεται μὲ συστήματα. Ἐργάζεται μὲ σχέσεις. Μὲ πρόσωπα. Μὲ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο.

Ἡ ἀπώλεια τοῦ ὀνόματος δὲν εἶναι τεχνική. Εἶναι ὀντολογική. Καὶ ὅταν πάψει νὰ μᾶς πονᾶ αὐτὴ ἡ ἀπώλεια, θὰ σημαίνει πὼς τὸ Χάραγμα ἔχει ἤδη χαραχθεῖ — ὄχι στὸ χέρι ἢ στὸ μέτωπο, ἀλλὰ στὴν καρδιά μας.

Στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει μία λέξη ποὺ καμία ἐξουσία δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήσει: Λειτουργία. Καὶ στὴ Λειτουργία, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀριθμός. Εἶναι προσφορά. Εἶναι σῶμα. Εἶναι Χριστός. Ἀνέβηκε στὴν Ἁγία Πρόθεση μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ θυσιάζεται μυστικὰ κάθε Κυριακή, ὄχι γιὰ νὰ ταυτοποιηθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ.

Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει, δὲν λέει: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀριθμοῦ ΑΜΚΑ 123456.» Ἀλλὰ λέει: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου σου Ἰωάννου, ἢ τῆς δούλης σου Μαρίας.» Γιατί τὸ ὄνομα δὲν εἶναι φορμαλισμὸς — εἶναι πνευματικὴ ὑπόσταση. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ξεχνᾶμε τὸ ὄνομα, ξεχνᾶμε καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σωζόμαστε.

Στὸ Ἅγιο Ὅρος, οἱ μοναχοὶ ἀφήνουν πίσω τὰ κοσμικά τους ὀνόματα καὶ λαμβάνουν νέα, ὄχι γιὰ νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν ταυτότητά τούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν σὲ μία νέα Βασιλεία, ὅπου κάθε ὄνομα εἶναι προσευχή. Δὲν εἶναι διακριτικό. Εἶναι σημάδι Ἀναστάσεως.

Σήμερα ὅμως, στὸν «προοδευμένο» κόσμο μας, τὸ ὄνομα παύει νὰ σημαίνει. Δὲν προσεύχονται πιὰ γιὰ μᾶς μὲ τὸ ὄνομά μας, ἀλλὰ μᾶς καλοῦν μὲ εἰδοποιήσεις, μὲ κωδικοὺς ἐπιβεβαίωσης, μὲ ἀλγόριθμους ταυτοποίησης.

Καὶ τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι τὸ ἀποδεχόμαστε. Ὄχι γιατί μᾶς τὸ ἐπέβαλαν βίαια, ἀλλὰ γιατί μᾶς τὸ ὑπέδειξαν ὡς πρόοδο. Κι ἐμεῖς, μὴ θέλοντας νὰ φανοῦμε “ὀπισθοδρομικοί”, παραιτηθήκαμε ἀπὸ τὴ μνήμη.

Ἡ μνήμη ὅμως, στὴν Ἐκκλησία, εἶναι σωτηριολογική. Ὁ Χριστός, στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, δὲν εἶπε: «Ἀνανεῶστε τὰ στοιχεῖα σας.» Ἀλλὰ εἶπε: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.»

Ὁ Δεξιὸς Ληστὴς σώθηκε μὲ μία φράση: «Μνήσθητί μου, Κύριε…» Ἡ μνήμη, λοιπόν, εἶναι κρίση καὶ κρίσιμο σημεῖο. Μνήμη τοῦ Θεοῦ = σωτηρία. Λήθη τοῦ Θεοῦ = πτώση.

Καὶ σήμερα, ἡ λήθη δὲν ἔρχεται πιὰ μὲ βαρβαρότητα, ἀλλὰ μὲ ἄψογο γραφειοκρατικὸ σχεδιασμό. Μὲ νέο ΦΕΚ. Μὲ ἕναν ἀριθμὸ ποὺ ἀντικαθιστᾶ ὅλους τοὺς ἄλλους.

Αὐτὸ τὸ ἄρθρο δὲν πολεμᾶ ἕναν θεσμό. Ἀλλὰ θρηνεῖ μία ἀπώλεια. Ὄχι τὴν ἀπώλεια ἑνὸς ἀριθμοῦ, ἀλλὰ τὴν ὑποκατάσταση τοῦ βαπτισματικοῦ ὀνόματος μὲ τὸν ἀριθμὸ τοῦ κράτους.

Κι ἂν τὸ δεχθοῦμε ὡς φυσιολογικό, τότε δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ μᾶς κυνηγήσει τὸ Θηρίο. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ἔχουμε ἤδη λησμονήσει τὸν Νυμφίο.

ΜΕΡΟΣ Δ’ — Ἡ Σιωπὴ τῶν Ποιμένων

Ὑπάρχει μιὰ σιωπὴ ποὺ δὲν εἶναι ταπείνωση. Ὑπάρχει μιὰ σιωπὴ ποὺ δὲν εἶναι διάκριση. Ὑπάρχει μιὰ σιωπὴ ποὺ δὲν ἔχει Χριστὸ μέσα της. Εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ φόβου, τῆς ἀμηχανίας, τῆς βολικῆς οὐδετερότητας. Καὶ αὐτὴ ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς παθητικὴ· εἶναι συνένοχη στὴν ἀπώλεια τοῦ προσώπου.

Ὅταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ψάχνει νὰ ἀκούσει τὸν Ποιμένα του καὶ ὁ Ποιμένας ἀπαντᾶ μὲ διοικητικὲς διευκρινίσεις, τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία ποὺ ποιμαίνει· ἔχουμε γραφεῖο τύπου τῆς λήθης. Καὶ ὁ λαὸς παραδίνεται στὰ κύματα τοῦ καιροῦ, χωρὶς βράχο, χωρὶς φωνή, χωρὶς κάποιον νὰ τοῦ θυμίσει ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς δεδομένο σὲ μητρῶο, ἀλλὰ ὁ ἀγαπημένος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ΔΙΣ δὲν κάλεσε σὲ προσευχή, δὲν ζήτησε διάκριση, δὲν ἔκλαψε μπροστὰ στὸν κίνδυνο τῆς ἐκμηδένισης τοῦ ὀνόματος. Ἀντιθέτως, ἀνακοίνωσε πὼς δὲν ὑπάρχει θεολογικὸ πρόβλημα. Κι ὅμως — δὲν εἶναι τὸ πρόβλημα τὸ χαρτὶ· εἶναι ἡ λογικὴ ποὺ ἀλλάζει πίσω ἀπὸ τὸ χαρτί. Εἶναι ἡ ὀντολογία ποὺ μετασχηματίζεται χωρὶς θεολογικὴ ἐπίγνωση.

Οἱ Πατέρες μιλοῦσαν, ἀκόμα κι ὅταν δὲν ἦταν ἀσφαλὲς νὰ μιλήσουν. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς δὲν σώπασε, ὅταν ἡ πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία τοῦ καιροῦ του εἶχε συμφωνήσει σὲ μιὰ αἵρεση γιὰ χάρη τῆς εἰρήνης. Καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα. Ἀλλὰ ὁ λόγος του δὲν κόπηκε.

Τί ζητοῦμε σήμερα ἀπὸ τοὺς Ποιμένες μας; Ὄχι νὰ φωνάξουν καταγγελίες, οὔτε νὰ γίνουν ἀντιδραστικοί. Ζητοῦμε νὰ ἔχουν δάκρυ καὶ φλόγα. Νὰ ποῦν στὸν λαό: «Ἀδελφοί μου, προσοχή. Ὁ ἀριθμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἐργαλεῖο, ἀλλὰ ἂν ἀντικαταστήσει τὸ πρόσωπο, τότε χάνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐμεῖς ὑπάρχουμε γιὰ νὰ διακονήσουμε αὐτὴ τὴν εἰκόνα — ὄχι νὰ τὴ διαγράψουμε.»

Ἂν ὁ Ποιμένας δὲν πονάει ὅταν τὸ πρόσωπο διαλύεται, τότε δὲν εἶναι Ποιμένας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ποιμένας ὁ Καλὸς ποὺ «τὴν ψυχὴν Αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων.»

Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν σωπαίνει στὴν ὥρα τῆς κρίσεως, δὲν σώζει τὴν εἰρήνη — χάνει τὸν ἑαυτό της. Γιατί δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ συμμορφωθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρατήσει το Φῶς, ἀκόμα κι ὅταν ὅλα γίνονται ἀριθμοὶ καὶ σκιά.

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ποὺ ἡ Ἐκκλησία σιωπᾶ ὅταν ὁ κόσμος ἀλλάζει. Κάθε φορὰ ποὺ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ ἐπιλέξει: θὰ εἶναι μάρτυρας ἢ διαχειριστής;

Σήμερα, δὲν ζητεῖται ἀπὸ τοὺς Ποιμένες νὰ ἀνεβοῦν στὸν σταυρό. Ζητεῖται ἁπλῶς νὰ μὴ μιλοῦν. Νὰ ἀποδέχονται τὴν ἀντικατάσταση τοῦ προσώπου ὡς φυσιολογική, νὰ εὐλογοῦν σιωπηλὰ τὸν ἀριθμό, νὰ ἀποφεύγουν κάθε ρήξη, νὰ διαχειρίζονται τὴν πίστη σὰν νὰ ἦταν διοικητικὸς φάκελος.

Κι ὅμως, ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωσε καμία ἐντολὴ νὰ σωπάμε ὅταν καταστρέφεται τὸ πρόσωπο. Μᾶς εἶπε: «Ἐὰν ταῦτα σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.» Ἂν οἱ Ποιμένες σιωπήσουν, οἱ πέτρες θὰ μιλήσουν, οἱ ψυχὲς τῶν μικρῶν θὰ φωνάξουν, οἱ ταπεινοὶ θὰ κλάψουν — καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἀναζητήσει στόματα καθαρά.

Ἡ σιωπὴ τῶν ποιμένων δὲν εἶναι ἀπουσία λόγου· εἶναι παραχώρηση τοῦ Λόγου στὸν κόσμο. Εἶναι σὰν νὰ λένε: «Δὲν ἔχει πλέον σημασία πῶς ἀναγνωρίζεται ὁ ἄνθρωπος. Σημασία ἔχει νὰ μὴν ἔχουμε προβλήματα μὲ τὸ κράτος.» Ἀλλὰ τότε, τί Ἐκκλησία εἴμαστε; Ποιόν Κύριο ἀκολουθοῦμε; Τὸν Ἐσταυρωμένο ἢ τὸν συναινετικό;

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει εὐθύνη νὰ βλέπει πνευματικά, ὄχι ἐπιφανειακά. Δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἂν ὁ ἀριθμὸς εἶναι «τεχνικός». Τὴν ἐνδιαφέρει ἂν ἡ ψυχὴ ἀρχίζει νὰ θεωρεῖ φυσιολογικὸ νὰ ζεῖ χωρὶς μνήμη Θεοῦ.

Κάθε σιωπὴ μπροστὰ σ’ αὐτό, εἶναι πνευματικὴ ἐγκατάλειψη. Εἶναι σὰν νὰ λέμε: «Ἂς περάσει αὐτὸ τὸ κῦμα. Θὰ ἔρθει κάτι χειρότερο καὶ τότε θὰ μιλήσουμε.» Μὰ ὅταν περάσει τὸ κῦμα καὶ δὲν ἔχει μείνει οὔτε ἡ λέξη “πρόσωπο”, τότε θὰ εἶναι ἀργά.

Καὶ ἴσως, τότε, ὁ κόσμος νὰ πεῖ: «Ὅταν σᾶς χρειαστήκαμε νὰ θυμηθεῖτε τὸν Χριστό, τὸν θυμηθήκατε σὰν γραμματέας, ὄχι σὰν Ἀπόστολος. Μιλήσατε μὲ ὅρους διοικητικούς, ὄχι μὲ λόγια φωτιᾶς καὶ Δακρύων.»

Τὸ χάραγμα δὲν θὰ ἔρθει ὡς βία, ἀλλὰ ὡς ἀπόφαση ποὺ δὲν ἀντιστάθηκε κανείς. Κι ὅταν ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὴ σιωπή της, τότε ἡ ἐσχάτη προδοσία δὲν θὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἔξω — ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς μέσα.

ΜΕΡΟΣ Ε’ — Τὸ Μυστήριο τοῦ Προσώπου

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀριθμούς. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πρόσωπα ποὺ κοινωνοῦν. Πρόσωπα ποὺ φέρουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἀναγνωρίζονται ἁπλῶς, ἀλλὰ σώζονται. Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι διοικητικὴ διαδικασία. Εἶναι ἀναγέννηση μέσῳ τοῦ Ὀνόματος.

Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι μονάδα πληροφορίας. Εἶναι σχέση. Εἶναι ἱκανότητα κοινωνίας. Εἶναι τὸ “καθ’ ὁμοίωσιν” ποὺ καλεῖται νὰ ζήσει. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ὑπάρχουμε μόνο· μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ γνωρίσουμε Ἐκεῖνον.

Τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου ἀρχίζει ἐκεῖ ὅπου τελειώνει ὁ ἔλεγχος. Στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, ὅπου τὸ πρόσωπο δὲν ἀποδεικνύεται ἀλλὰ φανερώνεται. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης λέει: «Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.» Πῶς νὰ προσευχηθεῖς γιὰ ἕναν ἀριθμό;

Ἂν λοιπὸν ἀποδεχθοῦμε τὴ λογικὴ πὼς ὅλα μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν σ’ ἕναν ἀριθμὸ — ὁ ΑΔΤ, ὁ ΑΦΜ, ὁ ΑΜΚΑ — ποιός θὰ μᾶς ἐγγυηθεῖ ὅτι κάποια στιγμὴ δὲν θὰ προστεθεῖ καὶ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως σὲ αὐτὸ τὸ μητρῶο; Ὅτι δὲν θὰ σοῦ ζητηθεῖ ὄχι μόνο ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου, ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἔχεις ὁμολογήσει. Ὄχι ποιός εἶσαι γιὰ τὸ κράτος, ἀλλὰ ἂν ἀνήκεις σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὸ κράτος δὲν ἀντέχει.

Τὸ Χάραγμα, δὲν εἶναι μόνο ἐργαλεῖο τεχνολογίας. Εἶναι λογικὴ ζωῆς χωρὶς Χριστό. Εἶναι ὑποκατάσταση τοῦ Προσώπου μὲ τὴν ἀπόδοση λειτουργικότητας. Ὁ ἄνθρωπος τότε, παύει νὰ εἶναι πρόσωπο — καὶ γίνεται φορέας ἀριθμητικῆς ὑπόστασης.

Καὶ δὲν θὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχει διωγμὸς· θὰ ἀρκεῖ ἡ συναίνεση. Θὰ ἔχουμε συνηθίσει τόσο πολὺ νὰ ζοῦμε χωρὶς τὸ ὄνομα, ποὺ ὅταν μᾶς ζητηθεῖ νὰ ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα σὲ πρόσωπο καὶ χρήση, θὰ προτιμήσουμε τὸ λειτουργικὸ καὶ ὄχι τὸ ἐσχατολογικό.

Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς εἶπε: «Νὰ εἶστε χρήσιμοι.» Μᾶς εἶπε: «Νὰ εἶστε ἅγιοι.» Κι ἡ ἁγιότητα δὲν μετριέται. Δὲν ψηφιοποιεῖται. Δὲν ἀποθηκεύεται σὲ μητρῶο. Φωτίζει — καὶ φανερώνει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Ὅτι ὁ σκοπός του δὲν εἶναι νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ κράτος, ἀλλὰ νὰ κοινωνεῖ τὸν Θεό.

Τὸ πρόσωπο εἶναι εἰκόνα Θεοῦ. Ὄχι ἀναλογία. Ὄχι ἁπλῆ ἀπόδοση. Εἰκόνα. Καὶ ἡ εἰκόνα, στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δὲν εἶναι σύμβολο — εἶναι παρουσία. Ὅταν χάνεται τὸ πρόσωπο, δὲν ἔχουμε ἁπλῶς ἀπώλεια κοινωνίας, ἔχουμε ἀπώλεια θείας φανέρωσης.

Ὁ ἀριθμὸς δὲν μπορεῖ νὰ φέρει παρουσία. Ὁ ἀριθμὸς δὲν ἀγαπᾶ, δὲν μετανοεῖ, δὲν ἀνασταίνεται. Ὁ ἀριθμὸς λειτουργεῖ. Τὸ πρόσωπο ὅμως συμμετέχει στὸ Αἰώνιο. Ὁ ἀριθμὸς μπορεῖ νὰ διαγραφεῖ· τὸ ὄνομα, ἐὰν εἶναι γραμμένο στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς, δὲν διαγράφεται.

Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ προσώπου μὲ τὸν ἀριθμὸ δὲν εἶναι ἠθικὸ ἢ κοινωνικὸ πρόβλημα. Εἶναι θεολογικὴ ἀπόπειρα ἐκθρόνισης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἐπίκεντρο τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ τραγικὸ εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ διαδικασία δὲν ἐμφανίζεται μὲ μορφὴ ἐχθρική. Δὲν σοῦ ζητοῦν νὰ ἀρνηθεῖς τὸν Χριστὸ· σοῦ ζητοῦν ἁπλῶς νὰ ἀγνοήσεις ὅτι κάποτε ὑπῆρξε. Νὰ δεχθεῖς μιὰ ταυτότητα ποὺ δὲν ἐμπεριέχει μνήμη Βαπτίσματος, ποὺ δὲν ἐμπεριέχει ὄνομα Θεοῦ, οὔτε τὸν Σταυρό Του, οὔτε τὴ θυσία Του.

Σὲ καλοῦν νὰ κινηθεῖς μέσα σὲ ἕνα σύστημα, ὅπου τὸ «ποιός εἶσαι» θὰ καθορίζεται ἀπὸ τὸ «πῶς λειτουργεῖς». Καὶ ἡ Ἐκκλησία — ἂν δὲν μιλήσει τώρα — θὰ ὑποχρεωθεῖ ἀργότερα νὰ ἀπαντᾶ στὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Γιατί σωπάσατε ὅταν ξεχνούσαμε ποιοί εἴμαστε;

Γιατί δὲν εἴπατε στὸν λαὸ ὅτι ἡ ἀντικατάσταση τοῦ προσώπου εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ ἀποπροσωποποιημένου κόσμου, ὅπου ὅλα θὰ εἶναι χρήσιμα ἀλλὰ τίποτε ἅγιο.

Στὴν Ἀποκάλυψη, τὸ Θηρίο δὲν διώκει μὲ πόλεμο· διώκει μὲ σύστημα. Μὲ ἀριθμό, μὲ οἰκονομικὴ σχέση, μὲ ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὸ ἐμπόριο. Ἀλλὰ τὸ βαθύτερο δὲν εἶναι οἰκονομικὸ· εἶναι μυστηριακό: ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἀνήκει· μπορεῖ μόνο νὰ καταχωρεῖται.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ κρατήσει τὸ ὄνομα. Νὰ μὴν τὸ παραδώσει στὸν ρυθμιστικὸ σχεδιασμό. Νὰ φωνάξει: «Ἐμεῖς δὲν μνημονεύουμε ἀριθμοὺς στὴν Προσκομιδή. Μνημονεύουμε πρόσωπα. Ζωντανά. Σταυρωμένα. Ἀναστημένα.»

Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν τώρα, τοὐλάχιστον νὰ μὴν ντραποῦμε ὅταν μᾶς ζητηθεῖ λόγος. Καὶ τότε νὰ ποῦμε: «Δὲν σᾶς σφραγίσαμε — σᾶς θυμηθήκαμε.»

ΜΕΡΟΣ ΣΤ’ — Τὸ Ὄνομα Ποὺ Μένει

Ὑπάρχει μιὰ μνήμη ποὺ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ διαγράψει. Μιὰ μνήμη ποὺ δὲν ἀποθηκεύεται σὲ μητρώα, οὔτε σὲ κωδικοὺς πρόσβασης· μιὰ μνήμη ποὺ γράφεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. «Ἰδόὺ, ἐπὶ τῶν παλαμῶν μου σὲ ζωγράφισα· τὰ τείχη σου εἶναι πάντοτε ἐνώπιόν μου.» (Ἠσ. 49,16)

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ μητρῶο. Ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεὸς δὲν θυμᾶται ἀριθμούς, ἀλλὰ πρόσωπα ποὺ Τὸν φώναξαν μὲ δάκρυ.

Τὸ ὄνομα, στὸν Θεό, εἶναι κάλεσμα σχέσης. Δὲν εἶναι ἐργαλεῖο ἀρχειοθέτησης. Ὁ Ἀδὰμ ὀνόμασε τὴν Εὔα «Μητέρα πάντων τῶν ζώντων». Ὁ Ἰακὼβ ὀνομάστηκε Ἰσραὴλ — ὄχι ἐπειδὴ ἄλλαξε ταυτότητα πολιτική, ἀλλὰ ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νίκησε.

Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν συνάντησε τὸν Πέτρο, τοῦ εἶπε: «Σὺ εἶ Σίμων… ἀλλὰ θὰ λέγεσαι Πέτρος.» Τοῦ ἔδωσε νέο ὄνομα, ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐνσωματώσει σὲ κάποιο σύστημα, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὁρίσει μέσα στὸ Ἅγιο Σχέδιό Του.

Σήμερα, μᾶς δίνουν ἀριθμό. Καὶ λένε: «Δὲν πειράζει. Εἶναι μόνο γιὰ διευκόλυνση.» Ἀλλὰ κανεὶς δὲν σκέφτεται τί συμβαίνει ὅταν ἡ διευκόλυνση ἐκτοπίζει τὴν προσευχὴ· ὅταν ἡ ταχύτητα ἀντικαθιστᾶ τὴ μνήμη τοῦ προσώπου· ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει νὰ σκέφτεται μὲ ὅρους διοίκησης καὶ ὄχι μυσταγωγίας.

Τὸ μεγάλο ψέμα εἶναι πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι “οὐδέτερα”. Ὅτι ὁ ἀριθμὸς εἶναι ἁπλῶς πρακτικός. Ἀλλὰ ἡ Ἱστορία μᾶς διδάσκει: τὸ οὐδέτερο γίνεται ἐπικίνδυνο ὅταν δὲν ὑπάρχει διάκριση.

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ σῆμα δὲν θὰ εἶναι ἀπαραιτήτως βίαιο. Μπορεῖ νὰ εἶναι λειτουργικό, εὔκολο, ἀποδεκτό. Καὶ τὸ πνευματικὸ πρόβλημα δὲν θὰ εἶναι ἡ τεχνολογία, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος δὲν θὰ ποθεῖ πιὰ τὸ ὄνομα.

Ὁ ἀληθινὸς πιστὸς δὲν φοβᾶται τὸν ἀριθμὸ· φοβᾶται μήπως ξεχάσει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου του. Μήπως συμβιβαστεῖ μὲ μιὰ ζωὴ δίχως Προσευχή, δίχως Πρόσωπο, δίχως Εὐχαριστία.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ ἀκολουθεῖ τὶς κρατικὲς φόρμες. Ὑπάρχει γιὰ νὰ θυμίζει στοὺς ἀνθρώπους τὸ Ὄνομα Του. Αὐτὸ ποὺ τοὺς κρατᾶ στὴν ὕπαρξη, ἀκόμη κι ὅταν ὅλος ὁ κόσμος σβήνει τὰ ἴχνη τους.

Καὶ ὅταν τὸ φωνάξεις στὸ τέλος τῆς ἱστορίας — ὅταν πεῖς: «Μνήσθητί μου, Κύριε…» τότε θὰ φανεῖ ἂν ἔχεις γραφτεῖ στὸ σύστημα ἢ στὸν Παράδεισο.

Στὸ τέλος κάθε ἐποχῆς, δὲν σώζουν οἱ ἐξηγήσεις. Σώζει τὸ Ὄνομα. Ὄχι αὐτὸ ποὺ γράφτηκε σὲ ἔγγραφα, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ψιθυρίστηκε στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ ὄνομα ποὺ χαράχθηκε ὅταν γεννήθηκε ἡ ψυχή, καὶ βαπτίστηκε μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα.

Σήμερα, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ βαδίζει πρὸς τὴν ἀπόλυτη ὁμοιομορφία, ὅπου ὅλοι θὰ εἶναι ἀναγνωρίσιμοι ἀλλὰ κανεὶς ἀναγνωρισμένος, τὸ μόνο ποὺ μένει εἶναι νὰ θυμηθοῦμε ποιοί εἴμαστε. Ὄχι γιατί μᾶς τὸ εἶπε τὸ κράτος, ἀλλὰ γιατί μᾶς τὸ μαρτύρησε ὁ Σταυρός.

Εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ. Εἴμαστε φορεῖς Ὀνόματος. Καὶ δὲν ἀνήκουμε σὲ καμία βάση δεδομένων. Ἀνήκουμε στὸν Ἀμνὸ ποὺ γράφει τὰ ὀνόματα στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς — ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ Αἷμα.

Μπορεῖ οἱ ποιμένες τῆς ἐποχῆς νὰ σιώπησαν. Μπορεῖ οἱ ναοὶ νὰ μὴν ἔκλαψαν ὅπως ὄφειλαν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαψε νὰ δακρύζει. Ὄχι γιὰ τὶς πολιτικὲς ἀποφάσεις· ἀλλὰ γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ ξέχασε ὅτι ἀγαπήθηκε μὲ Ὄνομα.

Ἡ πιὸ φοβερὴ φράση τῆς Ἀποκάλυψης δὲν εἶναι ἡ ἀπειλὴ τοῦ Θηρίου. Εἶναι τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ: «Ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σοῦ τὴν πρώτην ἀφῆκας.» Καὶ ἡ πρώτη ἀγάπη δὲν εἶναι συναίσθημα. Εἶναι ἡ μνήμη ὅτι σὲ φώναξε Ἐκεῖνος — μὲ τὸ Ὄνομά σου.

Ὁ κόσμος ποὺ ἔρχεται εἶναι κόσμος χωρὶς ρίζες. Χωρὶς προσευχή. Χωρὶς ἱερὸ δέος. Ἀλλὰ ἐκεῖ, στὸ περιθώριο τῆς Ἱστορίας, θὰ ὑπάρχει πάντα ἕνας ποὺ θὰ λέει: «Θυμήθηκα τὸ Ὄνομα. Δὲν τὸ ἀντάλλαξα. Τὸ κράτησα σὰν φλόγα κρυφή. Καὶ Τὸν περίμενα.»

Αὐτὸς ὁ ἕνας — ἀρκεῖ. Γιατί δὲν σώζει ὁ ὄγκος. Σώζει ἡ πίστη ποὺ ἐπιμένει ὅταν ὅλα ἐκμηδενίζονται.

Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπιστρέψει, δὲν θὰ ζητήσει ἀριθμό. Δὲν θὰ ἀπαιτήσει κωδικὸ ἢ ἀποδεικτικό. Θὰ σταθεῖ, μὲ τὰ Πληγωμένα Τοῦ Χέρια, καὶ θὰ πεῖ μόνο: «Μαρία.» «Ἰωάννη.» «Γεώργιε.» «Ψυχή μου.»

Καὶ τότε θὰ ξέρεις πὼς τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε, δὲν ἦταν νὰ ἐπιβεβαιωθεῖς, ἀλλὰ νὰ γνωρίζεσαι ἀπὸ Αὐτόν.

ΜΕΡΟΣ Ζ’ — Ἡ Ἐπιστροφὴ στὸ Ὄνομα

Φτάσαμε στὴν ἄκρη τοῦ λόγου. Καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, ἕνα ἐρώτημα παραμένει νὰ καίει: Ποιός θὰ μᾶς θυμηθεῖ, ὅταν ἐμεῖς ξεχάσουμε τὸν ἑαυτό μας;

Ὅταν δὲν ἔχουμε πιὰ ὄνομα, ὅταν δὲν ξέρουμε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε, ὅταν δὲν θυμόμαστε πότε μᾶς βάπτισαν, ὅταν κρατᾶμε στὸ χέρι μας μιὰ ταυτότητα ποὺ γράφει τὰ πάντα — ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ὅτι ὑπάρχουμε;

Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς στὴ Δευτέρα Παρουσία, δὲν θὰ ἐρωτηθοῦμε γιὰ ἀριθμούς. Θὰ ἀκουστεῖ μία φωνὴ ποὺ λέει: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς.» Ἤ: «Εὖγε, δοῦλε ἀγαθέ…» Δὲν ὑπάρχει οὐδέτερο βλέμμα στὸν Χριστό. Εἴτε σὲ γνωρίζει, εἴτε δὲν σὲ γνωρίζει.

Κι ἡ γνώση αὐτὴ δὲν εἶναι πληροφοριακὴ· εἶναι βαθιὰ σχέση. Σχέση μὲ τὸ Φῶς. Σχέση μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία Του, ὄχι ὡς ὀργανισμό, ἀλλὰ ὡς οἰκεία ἀγάπη.

Ἡ σημερινὴ ἐποχὴ δὲν θὰ ἔρθει νὰ σοῦ πάρει τὸν Χριστὸ βίαια. Ἀλλὰ θὰ σοῦ δώσει τόσα ὑποκατάστατα, ὥστε νὰ ξεχάσεις ὅτι Τὸν εἶχες ποτέ. Θὰ σὲ βολέψει, θὰ σὲ ὀργανώσει, θὰ σὲ προγραμματίσει. Θὰ σοῦ πεῖ: «Ἔχεις ἕναν ἀριθμό. Εἶσαι ἀσφαλής.» Ἀλλὰ ἡ ἀσφάλεια δὲν εἶναι σωτηρία.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἦρθε νὰ ἀσφαλίσει τοὺς ἀνθρώπους· ἦρθε νὰ τοὺς ἐλευθερώσει. Ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς λήθης.

Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς καταγράφει· μᾶς χαράζει ἐπάνω Του. Τὸ Ὄνομα κάθε ψυχῆς ποὺ μετανοεῖ, τὸ γράφει μὲ τὸ Αἷμα Του.

Ἂν σβήσει αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπ’ τὴν καρδιά σου, τότε κανένα ληξιαρχεῖο δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει. Ὅμως, ἂν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ζεῖ μέσα σου, τότε κανένας ἀριθμὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σβήσει.

Δὲν ὑπάρχει πιὸ τραγικὴ ἀλλοίωση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀπ’ το νὰ νομίζει πὼς ὑπάρχει χωρὶς σχέση. Νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι πλήρης, ἐνῷ ἔχει χάσει τὸν Λόγο ποὺ τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι διαχειριστὴς στοιχείων. Εἶναι Μνήμη Ζώντων καὶ Κεκοιμημένων. Εἶναι τὸ μυστικὸ βιβλίο ὅπου γράφονται τὰ ὀνόματα αὐτῶν ποὺ δὲν χάθηκαν στὴν ἀριθμητικὴ τάξη τοῦ κόσμου. Εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὅπου ὁ κάθε ἕνας εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος.

Κι ἂν ἔφτασε ἡ ὥρα ποὺ τὸ κράτος ὁρίζει ἕνα «ἑνιαῖο ἀναγνωριστικό», ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ σιωπήσει ἀπὸ σεβασμὸ στὴν τάξη, ἀλλὰ νὰ μιλήσει ἀπὸ πόνο γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς σχέσης. Νὰ κλάψει γιὰ κάθε ὄνομα ποὺ παύει νὰ ἀκούγεται στὴν Ἐκκλησία, γιὰ κάθε πρόσωπο ποὺ ἀντικαθίσταται ἀπὸ διαχειρίσιμη μονάδα.

Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει νὰ κάνει μὲ ὀντότητες προσώπων, ὄχι μὲ ἐπαληθευμένα πεδία. Καὶ ἡ ταυτοποίηση ποὺ ζητᾶ ὁ Χριστός, δὲν εἶναι μὲ στοιχεῖα ληξιαρχικὰ· εἶναι μὲ θυσία, πίστη, δάκρυ καὶ μετάνοια.

Ἂν οἱ Ποιμένες σωπάσουν, ἂν οἱ Ναοὶ δὲν κλάψουν γι’ αὐτὴ τὴ σιωπηλὴ μετάλλαξη, τότε ἡ Ἐκκλησία θὰ μοιάσει σὲ διοικητικὸ θεσμὸ· θὰ μιλᾶ γιὰ «ἐγκυκλίους» καὶ «πρακτικὰ»· θὰ χάσει τὴ φωνὴ τοῦ Προφήτη καὶ θὰ κρατήσει τὸ ὕφος τοῦ ὑπαλλήλου.

Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔγραψε ΦΕΚ. Ἔγραψε μὲ τὸ Αἷμα Τοῦ ἐπὶ τῆς καρδίας μας.

Κι ἡ Ἐκκλησία δὲν σώζει γιατί εἶναι νόμιμη, ἀλλὰ γιατί εἶναι πονεμένη καὶ σταυρωμένη.

Τὸ πρόσωπο εἶναι ρίσκο· δὲν μπαίνει σὲ πλαίσιο. Ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε γιὰ μιὰ ἀνθρωπότητα ἀριθμῶν, ἀλλὰ γιὰ συγκεκριμένους ἀνθρώπους. Γιὰ τὸν ληστή, γιὰ τὴ Μαγδαληνή, γιὰ τὸν Πέτρο, γιὰ μένα, γιὰ σένα.

Καὶ ὅταν τὸ κράτος σου πεῖ: «Δὲν χρειάζεται νὰ ἔχεις ὄνομα· ἔχεις ἀριθμό.» κι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπαντήσει, τότε ὁ θάνατος τῆς Μνήμης ἔχει ἀρχίσει.

Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν τὸ μέτρο εἶναι «συνταγματικὰ ὀρθό». Μᾶς νοιάζει ἂν εἶναι πνευματικὰ θανατηφόρο.

Καὶ δὲν θὰ σωθοῦμε μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «ὅλοι τὸ δέχτηκαν». Γιατί στὸ τέλος, θὰ σταθοῦμε μόνοι. Κι Ἐκεῖνος θὰ ρωτήσει: «Σὲ ποιό ὄνομα βαπτίστηκες; Σὲ ποιό ὄνομα ζήτησες ἔλεος;»

Τί μένει, λοιπόν, ὅταν ὅλα σβήσουν; Ὅταν καταργηθοῦν οἱ ἀριθμοί, ὅταν καεῖ ἡ τεχνολογία, ὅταν διαλυθοῦν τὰ μητρῶα καὶ οἱ βάσεις δεδομένων; Τί ἀπομένει ὅταν ὁ κόσμος καταρρεύσει;

Τὸ Ὄνομα. Τὸ Ὄνομα ποὺ προσευχήθηκε ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδί του. Τὸ Ὄνομα ποὺ ἔγραψε ἡ μάνα μὲ δάκρυ στὸ προσκεφάλι τοῦ ἄρρωστου. Τὸ Ὄνομα ποὺ ἀκούστηκε τὴ νύχτα τοῦ Βαπτίσματος, ὅταν τὸ νερὸ συνάντησε το Φῶς.

Τὸ Ὄνομα ποὺ ψιθυρίζει ἡ ψυχὴ στὸν θάνατο, λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.»

Αὐτὸ τὸ Ὄνομα δὲν σβήνεται. Δὲν ἀντικαθίσταται. Δὲν ξεπερνιέται. Γιατί δὲν εἶναι λέξη· εἶναι σχέση μὲ τὸν Ζῶντα Θεό.

Ὁ κόσμος ζητᾶ νὰ σὲ ἀριθμήσει. Ὁ διάβολος νὰ σὲ πείσει ὅτι εἶσαι τίποτα. Τὸ κράτος νὰ σὲ βολέψει στὴν ἀρχειοθέτηση. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς σὲ φωνάζει μὲ τὸ ὄνομά σου.

Καὶ δὲν σὲ φωνάζει γιὰ νὰ σὲ ἐλέγξει. Σὲ φωνάζει γιὰ νὰ σὲ ἀναστήσει. Ὅπως εἶπε ὁ ἄγγελος στὸν τάφο: «Μαρία!» Κι ἐκείνη ἀμέσως Τὸν ἀναγνώρισε. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐμφανίζεται σὲ ἀριθμοὺς· ἐμφανίζεται στὸ κάλεσμα τῆς Ἀγάπης.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ τελευταία ἀποστολή. Νὰ κρατήσει τὸ Ὄνομα. Νὰ μὴν ντραπεῖ. Νὰ μὴν τὸ παραδώσει στὴ σιωπή, οὔτε στὴν εὐκολία.

Ἂς μὴ γίνουμε οἱ ἱερεῖς ἐκεῖνοι ποὺ ρώτησαν τὸν Πιλάτο: «Δὲν ἔχουμε βασιλέα, εἰμὴ Καίσαρα.» Ἂς μὴ ποῦμε: «Δὲν ἔχουμε ταυτότητα, εἰμὴ τὸν προσωπικὸ ἀριθμό.» Ἂς μὴ ντραποῦμε γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ντράπηκε νὰ ἀνεβεῖ στὸν Σταυρὸ γιά μας.

Γιατί δὲν ὑπάρχει Χάραγμα ποὺ νὰ μὴ σβήνεται ἀπὸ δάκρυ. Οὔτε ἀριθμὸς ποὺ νὰ μὴ διαλύεται ἀπὸ μία προσευχὴ μὲ πίστη.

Ὅσο ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνας ποὺ φωνάζει «Κύριε», ἡ Ἀνάσταση δὲν ἔχει σταματήσει. Κι ὅσο ὑπάρχει Ἐκκλησία ποὺ ὁμολογεῖ τὸ Ὄνομα, τὸ Φῶς δὲν θὰ σβήσει.

Κι ὅταν ὅλα τελειώσουν κι ὁ Κύριος ἔρθει μὲ δόξα, θὰ πεῖ σὲ κάθε ἕναν ποὺ Τὸν ἀγάπησε μὲ ὄνομα καὶ ὄχι μὲ ἀριθμό:

«Ἐγὼ εἰμι ὁ Ποιμὴν ὁ καλός·
σὲ γνωρίζω·
σὲ φώναξα·
καὶ σὲ κράτησα.»

Στὸ τέλος κάθε ἐποχῆς, δὲν σώζουν οἱ ἐξηγήσεις.
Σώζει τὸ Ὄνομα.
Ὄχι αὐτὸ ποὺ γράφτηκε σὲ ἔγγραφα,
ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ψιθυρίστηκε στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ ὄνομα ποὺ χαράχθηκε ὅταν γεννήθηκε ἡ ψυχή,
καὶ βαπτίστηκε μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα.

Σήμερα, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ βαδίζει πρὸς τὴν ἀπόλυτη ὁμοιομορφία,
ὅπου ὅλοι θὰ εἶναι ἀναγνωρίσιμοι ἀλλὰ κανεὶς ἀναγνωρισμένος,
τὸ μόνο ποὺ μένει εἶναι νὰ θυμηθοῦμε ποιοί εἴμαστε.
Ὄχι γιατί μᾶς τὸ εἶπε τὸ κράτος,
ἀλλὰ γιατί μᾶς τὸ μαρτύρησε ὁ Σταυρός.

Εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ.
Εἴμαστε φορεῖς Ὀνόματος.
Καὶ δὲν ἀνήκουμε σὲ καμία βάση δεδομένων.
Ἀνήκουμε στὸν Ἀμνὸ ποὺ γράφει τὰ ὀνόματα στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς —
ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ Αἷμα.

Μπορεῖ οἱ ποιμένες τῆς ἐποχῆς νὰ σιώπησαν.
Μπορεῖ οἱ ναοὶ νὰ μὴν ἔκλαψαν ὅπως ὄφειλαν.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαψε νὰ δακρύζει.
Ὄχι γιὰ τὶς πολιτικὲς ἀποφάσεις·
ἀλλὰ γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ ξέχασε ὅτι ἀγαπήθηκε μὲ Ὄνομα.

Ἡ πιὸ φοβερὴ φράση τῆς Ἀποκάλυψης δὲν εἶναι ἡ ἀπειλὴ τοῦ Θηρίου.
Εἶναι τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ:

«Ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σοῦ τὴν πρώτην ἀφῆκας.»
Καὶ ἡ πρώτη ἀγάπη δὲν εἶναι συναίσθημα.
Εἶναι ἡ μνήμη ὅτι σὲ φώναξε Ἐκεῖνος — μὲ τὸ Ὄνομά σου.

Ὁ κόσμος ποὺ ἔρχεται εἶναι κόσμος χωρὶς ρίζες.
Χωρὶς προσευχή.
Χωρὶς ἱερὸ δέος.
Ἀλλὰ ἐκεῖ, στὸ περιθώριο τῆς Ἱστορίας,
θὰ ὑπάρχει πάντα ἕνας ποὺ θὰ λέει:

«Θυμήθηκα τὸ Ὄνομα.
Δὲν τὸ ἀντάλλαξα.
Τὸ κράτησα σὰν φλόγα κρυφή.
Καὶ Τὸν περίμενα.»

Αὐτὸς ὁ ἕνας — ἀρκεῖ.
Γιατί δὲν σώζει ὁ ὄγκος.
Σώζει ἡ πίστη ποὺ ἐπιμένει ὅταν ὅλα ἐκμηδενίζονται.

Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπιστρέψει,
δὲν θὰ ζητήσει ἀριθμό.
Δὲν θὰ ἀπαιτήσει κωδικὸ ἢ ἀποδεικτικό.
Θὰ σταθεῖ, μὲ τὰ Πληγωμένα Τοῦ Χέρια,
καὶ θὰ πεῖ μόνο:

«Μαρία.»
«Ἰωάννη.»
«Γεώργιε.»
«Ψυχή μου.»

Καὶ τότε θὰ ξέρεις πὼς τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε,
δὲν ἦταν νὰ ἐπιβεβαιωθεῖς,
ἀλλὰ νὰ γνωρίζεσαι ἀπὸ Αὐτόν.

 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ
«ΓΙΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΜΟΥ»
(Μαρτυρία Πίστης γιὰ τὶς Ἡμέρες ποὺ Ἔρχονται)

Ἐμεῖς, ταπεινοὶ προσκυνητὲς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰκόνες Του καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του,
ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μᾶς ἐν μέσῳ καιροῦ συγχύσεως, σιωπῆς καὶ ἀριθμητικῆς ταυτοποίησης τοῦ προσώπου,
καὶ δηλώνουμε, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων:

1. Δὲν εἴμαστε ἀριθμοί.

Δὲν ἤρθαμε στὸν κόσμο γιὰ νὰ εἴμαστε στοιχεῖα σὲ μιὰ βάση δεδομένων,
οὔτε γιὰ νὰ μᾶς γνωρίζει ἡ Πολιτεία ἀπὸ τὸν ἀριθμό μας.

Ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε γιὰ τὸν ΑΜΚΑ, τὸν ΑΦΜ ἢ τὸν «Προσωπικὸ Ἀριθμό».
Πέθανε γιὰ τὸ Ὄνομά μας,
γιὰ τὸ πρόσωπό μας,
γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

2. Δὲν ἀρνούμαστε τὴν τεχνικὴ πρόοδο — ἀρνούμαστε τὴν πνευματικὴ ὑποκατάσταση.

Δὲν πολεμᾶμε τὸ διοικητικὸ σύστημα.
Ἀρνούμαστε ὅμως τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ποὺ μετατρέπει τὴν ὕπαρξη σὲ δεδομένο, τὴν καρδιὰ σὲ μητρῶο, τὴν πίστη σὲ ὑποσημείωση.

Ἐπιζητοῦμε μιὰ Ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀπαντᾶ νομικά, ἀλλὰ θεολογικά.

3. Δὲν ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ τρομοκρατήσει — ἀλλὰ νὰ μιλήσει.

Ὄχι μὲ φανατισμό.
Ὄχι μὲ πολιτικὰ κριτήρια.
Ἀλλὰ μὲ φωνὴ Ἁγίου Ἰωάννου,
μὲ λόγο διάκρισης, ὄχι συμβιβασμοῦ.
Μὲ δάκρυ καὶ πένθος, ὅπως οἱ Πατέρες.

4. Ὁ Προσωπικὸς Ἀριθμός

εἶναι βῆμα πρὸς τὸν ἀφανισμὸ τοῦ προσώπου.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν βλέπει νὰ πληθαίνουν τὰ βήματα,
δὲν σωπαίνει — προειδοποιεῖ μὲ ἀγάπη.

5. Δηλώνουμε ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει ἐξουσία νὰ μᾶς σφραγίσει.

Ἀρνούμαστε κάθε δύναμη ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἀφαιρέσει τὴν πνευματική μας ταυτότητα,
νὰ ἐλέγξει, νὰ ἐπιβάλει, νὰ μεταμορφώσει τὴν ψυχή μας σὲ ἀντικείμενο.

Δεχόμαστε μόνο τὴ Σφραγῖδα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.

6. Δὲν φοβόμαστε.

Ἀγαπᾶμε.
Δὲν καταγγέλλουμε.
Μαρτυροῦμε.
Δὲν ὑψώνουμε σημαῖες.
Ὑψώνουμε τὸν Σταυρό.

Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ δύναμη μᾶς δὲν εἶναι στὴ νίκη ἐπὶ τοῦ συστήματος,
ἀλλὰ στὴ μαρτυρία τῆς ἀγάπης ποὺ δὲν προδίδει τὴν Ἀλήθεια.

7. Καλοῦμε ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴν σκανδαλίζονται οὔτε νὰ ἐπαναστατοῦν.

Ἀλλὰ νὰ προσεύχονται, νὰ ἐξετάζουν τὰ πάντα καὶ νὰ κρατοῦν τὸ ἀγαθό.

Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἰδεολογία.
Εἶναι Σταύρωση.
Εἶναι Λόγος ποὺ μένει ζωντανὸς ὅταν ὁ κόσμος ἀλλάζει ὄνομα, γλῶσσα καὶ πρόσωπο.

8. Προσευχόμαστε γιὰ τοὺς Ποιμένες μας.

Δὲν τοὺς κατακρίνουμε.
Ἀλλὰ τοὺς παρακαλοῦμε:
νὰ μιλήσουν μὲ Λόγο ποὺ σώζει,
ὄχι μὲ λόγο ποὺ ἐφησυχάζει.
Ὁ λαὸς δὲν ζητᾶ προφητεῖες.
Ζητᾶ διάκριση.

9. Δὲν ξέρουμε τί μέλλει γενέσθαι.

Ἀλλὰ ξέρουμε ποιός ἔρχεται.
Καὶ σὲ Αὐτὸν ἀνήκουμε.

Ὄχι στὸν ἀριθμό.
Ὄχι στὸ σύστημα.
Ὄχι στὸ φόβο.

10. «Εἰ τις ἔχει οὖς ἀκουσάτω»

Γιατί ὅποιος χάνει τὸ ὄνομά του,
κινδυνεύει νὰ μὴν γραφεῖ στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς.

Καὶ ἐμεῖς,
δὲν φοβόμαστε τὴν ταλαιπωρία,
ἀλλὰ τρέμουμε νὰ χάσουμε τὸν Χριστό.

Στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
γιὰ τὴν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,
γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι Σῶμα καὶ ὄχι μητρῶο,

ὑπογράφουμε αὐτὴ τὴ μαρτυρία — ὄχι μὲ πολιτικὴ πρόθεση, ἀλλὰ μὲ ἱερὴ ἀγάπη.
Ὄχι γιὰ νὰ τρομάξουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουμε σὲ Ποιόν ἀνήκουμε.

Πηγή

Ανακοινώσεις

1 Σχόλιο

  1. ΕΥΤΥΧΙΑ ΧΙΟΥ - ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ

    Αρχίσατε έναν Ιερό Πόλεμο!
    Ο Θεός να σας βοηθήσει να τον φέρετε εις πέρας.
    Σας χρειαζόμαστε, να μπείτε μπροστά …. ακολουθεί κόσμος πολύς, φοβισμένος, ανήμπορος να αντιδράσει… περιμένει τον καθοδηγητή του, αλλά δυστυχώς η επίσημη Εκκλησία σιωπά …

    Απάντηση

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Άρθρα

Ἐκπομπή: Ἑλληνικὸ Ρωμαίικο Ὀρθόδοξο Σχολεῖο Ε.Ρ.Ο.Σ. Ἀπὸ τὸ Ὄνομα στὸ Χάραγμα. Ἡ Μεγάλη Ἀντικατάσταση τοῦ Προσώπου καὶ ἡ Σιωπὴ τῶν Ποιμένων. ​  Τρίτη 17 Ἰουνίου 2025 9:30 μ.μ.

Ἐκπομπή: Ἑλληνικὸ Ρωμαίικο Ὀρθόδοξο Σχολεῖο Ε.Ρ.Ο.Σ. Ἀπὸ τὸ Ὄνομα στὸ Χάραγμα. Ἡ Μεγάλη Ἀντικατάσταση τοῦ Προσώπου καὶ ἡ Σιωπὴ τῶν Ποιμένων. ​ Τρίτη 17 Ἰουνίου 2025 9:30 μ.μ.

Ἑλληνικὸ Ρωμαίικο Ὀρθόδοξο Σχολεῖο Ε.Ρ.Ο.Σ. Ἀπὸ τὸ Ὄνομα στὸ Χάραγμα.   Ἡ Μεγάλη Ἀντικατάσταση τοῦ...