Στὸ Ἐργαστήρι τῶν Χεριῶν τοῦ Κεραμέως
Εἶναι τόπος καὶ πράξη. Δὲν εἴμαστε στὸ θρόνο, οὔτε στὸ ὕψος· εἴμαστε στὸ ἐργαστήρι, ἐκεῖ ὅπου ἀκούγεται ὁ ἦχος τοῦ Τροχοῦ, καὶ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ μας πλάθουν ἀκόμη — ἂν δὲν ἔχουμε σκληρύνει.
Δὲν γεννήθηκα γιὰ νὰ ἐξηγῶ. Οὔτε γιὰ νὰ στέκομαι ὄρθιος μέσα στὴ λογικὴ τοῦ κόσμου. Γεννήθηκα γιὰ νὰ πλάθομαι. Κι ἂν αὐτὸ σημαίνει νὰ ραγίζω, νὰ λυγίζω, νὰ συντρίβομαι, τότε ἂς εἶναι — ἀρκεῖ νὰ εἶμαι στὰ χέρια Του. Στὴν ἐποχή μου ὅμως, ὅλα ἀλλάζουν μορφή. Ὁ πηλὸς θέλει νὰ γίνει ἐργαλεῖο. Τὸ πλάσμα θέλει νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ Πλάστη. Ὁ κόσμος μιλᾶ γιὰ αὐτοπραγμάτωση, γιὰ ὑπέρβαση, γιὰ ἐλευθερία. Ἀλλὰ ἐγώ, μέσα σὲ ὅλο αὐτό, δὲν νιώθω πιὸ ἐλεύθερος· νιώθω πιὸ ξεχασμένος. Ξέχασα Ποιός μὲ ἔπλασε. Ξέχασα Ποιός ἄγγιξε πρῶτος τὴν ὕπαρξή μου. Ξέχασα Ποιός μπορεῖ νὰ μὲ κρατήσει ἀκόμη κι ὅταν ραγίσω.
Κι ἦρθε μιὰ μέρα ποὺ ἄκουσα τὴ φωνή Του: ὄχι ἔξω, μὰ μέσα μου. Ὄχι μὲ λέξεις, ἀλλὰ μὲ κάλεσμα. Σὰν νὰ μὲ ρωτοῦσε: «Θέλεις νὰ γυρίσεις στὸ Ἐργαστήρι Μοῦ;» Δὲν ἦταν ἀπειλή. Ἦταν θρόϊσμα ἐλέους. Δὲν ἤμουν ἕτοιμος. Ἤμουν μπερδεμένος. Παγιδευμένος ἀνάμεσα σὲ πρόσωπα καὶ ἀριθμούς, ἀνάμεσα σὲ φωνὲς ποὺ μοῦ ἔλεγαν τί πρέπει νὰ εἶμαι. Ἀλλὰ καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς φωνὲς δὲν μὲ ἀγαποῦσε. Καμία δὲν ἤξερε ἀπὸ πηλό. Μόνο Ἐκεῖνος. Ὁ Κεραμέας. Ποὺ μὲ θυμόταν ὅταν ἤμουν ἀκόμη χῶμα. Ποὺ μὲ διαμόρφωνε χωρὶς νὰ μὲ καταπιέζει, καὶ μὲ ἄφηνε νὰ λυγίζω χωρὶς νὰ μὲ σπάει.
Κι ἔτσι ἄρχισε μέσα μου ἕνα κάλεσμα διαφορετικό. Ὄχι πρὸς αὐτοεπιβεβαίωση, ἀλλὰ πρὸς παράδοση. Ὄχι πρὸς γνώση, ἀλλὰ πρὸς ἀνάπαυση. Κι εἶπα μέσα μου: «Θέλω νὰ ἐπιστρέψω στὸν Τροχό Σου. Κάνε μὲ ὅ,τι θέλεις. Ἀρκεῖ νὰ εἶμαι στὰ χέρια Σου.» Δὲν θέλω πιὰ νὰ φτιάξω τὸν ἑαυτό μου. Θέλω νὰ παραδοθῶ. Νὰ πάψω νὰ εἶμαι ὁ δημιουργὸς τῆς εἰκόνας μου καὶ νὰ γίνω πάλι λάσπη μὲ μνήμη Πατέρα.
Πολλὲς φορὲς προσπάθησα νὰ σταθῶ δυνατός. Ἔχτισα γύρω μου τοίχους, ἔφτιαξα φράσεις, φόρεσα ρόλους. Ἔγινα “κάποιος”, γιὰ νὰ μὴ μὲ δοῦν ραγισμένο. Μὰ ὅσο πιὸ πολὺ προσπάθησα νὰ μὴν φανῶ εὔθραυστος, τόσο πιὸ πολὺ ἔχασα τὴν ψυχή μου. Στὴν ἐποχή μου, ἡ εὐθραυστότητα δὲν συγχωρεῖται. Ὅλα πρέπει νὰ λειτουργοῦν. Νὰ φαίνονται ὑγιῆ, καθαρά, ἄψογα. Ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται σὰν ἄθροισμα ἐπιδόσεων, καὶ τὸ πρόσωπο — σὰν προφίλ. Μὰ ἐγώ… ἐγὼ δὲν εἶμαι προφίλ. Εἶμαι ράγισμα ποὺ θυμᾶται.
Θυμᾶμαι τὴ φωνή Του. Ὄχι γιατί τὴν ἄκουσα μὲ τὰ αὐτιά μου, ἀλλὰ γιατί μὲ βρῆκε ἐκεῖ ποὺ εἶχα σπάσει. Δὲν μὲ μίσησε. Δὲν μὲ διόρθωσε. Μὲ σήκωσε ἁπαλά. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ἡ εὐθραυστότητά μου δὲν ἦταν ντροπὴ — ἦταν πρόσκληση. Ὄχι γιὰ νὰ φανῶ δυνατός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναγνωρίσω τὰ χέρια Τοῦ πάνω μου. Δὲν ξέρω πῶς νὰ γιατρέψω τὸν ἑαυτό μου. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος δὲν μὲ κάλεσε γιὰ νὰ γιατρευτῶ μόνος. Μὲ κάλεσε νὰ ἐπιστρέψω στὸν τροχό Του, καὶ νὰ Τὸν ἀφήσω νὰ μὲ πλάσει ξανά.
Κάθε ράγισμα τῆς καρδιᾶς μου εἶναι τόπος ποὺ Τὸν συνάντησα. Κάθε φορὰ ποὺ ἔνιωσα νὰ διαλύομαι, κάτι μέσα μου ψιθύριζε: «Ἐδῶ, μέσα στὸ θραῦσμα, σὲ περιμένει Ἐκεῖνος ποὺ σὲ θυμᾶται πρὶν σπάσεις.» Δὲν χρειάζεται νὰ εἶμαι ἀκέραιος γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκω. Χρειάζεται νὰ Τοῦ παραδοθῶ. Ὄχι ὅπως θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι, ἀλλὰ ὅπως εἶμαι τώρα. Μὲ ὅλα τὰ ἀδύναμα, τὰ ἀτελῆ, τὰ ἀσήμαντα. Γιατί Ἐκεῖνος δὲν λυπᾶται τὸ ἀγγεῖο ποὺ χάλασε. Τὸ ἀγαπᾶ. Καὶ τὸ πιάνει ξανὰ στὰ χέρια Του, ὄχι γιατί τὸ χρειάζεται — ἀλλὰ γιατί τὸ ποθεῖ.
Δὲν μίλησε μὲ βροντές. Δὲν κατέβηκε μὲ σάλπιγγες. Δὲν μὲ τρόμαξε γιὰ νὰ ἐπιστρέψω. Ἦρθε μὲ ἦχο τροχοῦ, μὲ τὸν ἁπαλό, ρυθμικὸ ἦχο τοῦ κεραμέα ποὺ ἐργάζεται σιωπηλὰ — ἐκεῖ, στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου. Δὲν Τὸν εἶδα. Ἀλλὰ ἔνιωσα ὅτι μὲ περίμενε. Κάθε περιστροφὴ τοῦ τροχοῦ ἦταν κι ἕνας χτύπος ἀγάπης. Σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ ἐργάζομαι γιὰ σένα. Ἀκόμα κι ὅταν ἐσὺ ἔφυγες ἀπὸ τὸ Ἐργαστήρι, ἐγὼ κρατοῦσα τὸν πηλό σου στὰ χέρια Μοῦ.»
Ἡ φωνή Του δὲν ἦταν ἐξωτερική. Ἦταν παροῦσα. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ψυχή μου βούλιαζε στὴ σιωπή, κάτι μέσα μου ἀναστέναζε. Κι αὐτὸς ὁ ἀναστεναγμὸς δὲν ἦταν δικός μου. Ἦταν ἡ φωνὴ Ἐκείνου ποὺ γύριζε τὸν τροχὸ καὶ περίμενε νὰ Τὸν ἐμπιστευθῶ ξανά. Στὸν κόσμο μου, οἱ φωνὲς εἶναι κραυγές. Διαταγές, ἀπαιτήσεις, συμβουλές, διαφημίσεις, προσδοκίες. Μὰ αὐτὴ ἡ φωνὴ — ἡ δική Του — δὲν ἤθελε τίποτα ἀπὸ μένα. Ἤθελε ἐμένα. Δὲν μοῦ ζήτησε νὰ ἀποδείξω. Οὔτε νὰ καταλάβω. Μόνο νὰ μείνω.
Μοῦ μίλησε καθὼς γύριζε ὁ τροχός. Μὲ κάθε περιστροφή, σὰν νὰ σβήνονταν λίγο λίγο ὅλα τὰ παλιά. Ὄχι γιὰ νὰ μὲ ξεχάσει — ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ πλάσει ξανά. Δὲν ἤξερα ποῦ πάει. Οὔτε πῶς θὰ εἶναι τὸ σχῆμα μου. Μὰ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου δὲν ἤθελα νὰ ξέρω. Ἤθελα ἁπλῶς νὰ ἀνήκω στὰ χέρια Του. Ἐκεῖ, στὸ κέντρο τοῦ τροχοῦ, ὑπάρχει φωνὴ ποὺ δὲν φωνάζει. Ὑπάρχει Λόγος ποὺ δὲν ἐξηγεῖ. Ὑπάρχει Παρουσία ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θέλει πιὰ νὰ πλάθεται
Κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἤξερε ὅτι ἦταν πηλός. Ἔσκυβε μπροστὰ στὸν Θεό του καὶ ἔλεγε: «Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ σκληρύνω. Πλάσε μὲ ὅπως Ἐσὺ θέλεις.» Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει πιὰ νὰ πλάθεται. Θέλει νὰ ὁρίσει μόνος του τὸ σχῆμα του. Δὲν θέλει νὰ εἶναι δημιουργία. Θέλει νὰ εἶναι κατασκευή. Νὰ φτιάξει τὸν ἑαυτό του ὅπως τὸν φαντάζεται. Νὰ διαλέξει φῦλο, ταυτότητα, σῶμα, τέλος καὶ ἀρχή. Νὰ γεννηθεῖ ψηφιακά, νὰ σβήσει βιολογικά, νὰ ὑπάρξει ὡς ἰδέα.
Κι ὅμως, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι πεισματωμένος πηλός. Ἔχει σκληρύνει ἔξω, κι ἔχει ραγίσει μέσα. Φοβᾶται νὰ ἐπιστρέψει στὸν τροχό, γιατί ἐκεῖ — πρέπει νὰ παραδοθεῖ. Ὁ Θεὸς ἀκόμη περιμένει. Ὁ Κεραμέας δὲν βιάζεται. Μὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀκούει πιά. Ἔχει γεμίσει τὰ αὐτιά του μὲ ἤχους, μὲ δεδομένα, μὲ ἐξουσίες. Κι ἂν Τοῦ μιλήσεις γιὰ Πλάστη, θὰ σοῦ ἀπαντήσει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἑαυτός μου. Δὲν χρειάζομαι κανέναν νὰ μὲ πλάσει.»
Μὰ δὲν εἶναι ἑαυτός. Εἶναι κατασκεύασμα ἄλλων κατασκευῶν. Εἶναι τὸ προϊὸν τοῦ φόβου του, τῆς ἀποκοπῆς του, τῆς μοναξιᾶς του. Εἶναι πλάσμα ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Πλάστη του. Κι ὅσο τὸ ἀρνεῖται, τόσο περισσότερο σπάει ἀπὸ μέσα. Γιατί ὁ πηλὸς ἔξω μπορεῖ νὰ σκληρύνει, μὰ μέσα, ἂν δὲν ἔχει νερό, στεγνώνει καὶ διαλύεται. Κι ἐκεῖ δὲν χρειάζεται χτύπημα γιὰ νὰ ραγίσει. Χρειάζεται σιωπή.
Σ’ αὐτὴ τὴ σιωπὴ γεννιέται ὁ πόνος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι γιατί ὁ ἄνθρωπος Τὸν ἀρνεῖται. Ἀλλὰ γιατί ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ θέλει νὰ Τὸν θυμηθεῖ. Καὶ τότε ὁ Κεραμέας στέκεται δίπλα στὸν τροχό Του καὶ ψιθυρίζει: «Παιδὶ Μοῦ, Ἐγὼ σὲ θυμᾶμαι πρὶν μάθεις νὰ μὲ ξεχνᾶς. Ἂν γυρίσεις, δὲν θὰ σὲ καταδικάσω. Θὰ σὲ πλάσω ξανά. Ἀλλὰ ἂν ἐπιμείνεις νὰ εἶσαι μόνος σου, θὰ γίνεις συντρίμμια — ἀπὸ τὴ δίψα ποὺ δὲν θὰ ὁμολογεῖς ποτέ.»
Ἡ σιωπὴ τῶν ποιμένων
Κάποτε οἱ ποιμένες φώναζαν. Ὄχι γιὰ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχή, ἀλλὰ γιὰ νὰ προφυλάξουν τὸ ποίμνιο. Δὲν μιλοῦσαν γιὰ νὰ γίνουν ἀρεστοί. Μιλοῦσαν γιὰ νὰ σώσουν. Μιλοῦσαν γιὰ νὰ δείξουν δρόμο, γιὰ νὰ χτυπήσουν καμπανάκι, γιὰ νὰ θυμίσουν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη Ποιμήν. Τώρα οἱ ποιμένες σιωποῦν. Στέκονται στὶς ἐξέδρες τῶν λόγων, μὰ δὲν φωνάζουν πιὰ γιὰ μετάνοια. Φωνάζουν γιὰ συμπερίληψη. Γιὰ εἰρήνη χωρὶς ἀλήθεια. Γιὰ ἀγάπη χωρὶς σταυρό.
Δὲν ὁδηγοῦν. Παρατηροῦν. Δὲν προσεύχονται μὲ πόνο. Συμβιβάζονται μὲ τὸν καιρό. Καὶ τὸ ποίμνιο; Διασκορπισμένο, συγχυσμένο, πεινασμένο. Δὲν ξέρει ποῦ νὰ στραφεῖ. Βλέπει σιωπὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ κλαῖνε γοερά, νὰ σκίζουν τὰ ἱμάτιά τους μπροστὰ στὴ σύγχυση, νὰ πέφτουν στὰ γόνατα καὶ νὰ φωνάζουν: «Ἐπιστρέψτε στὸν Κύριο!» Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνουν. Κι ἡ σιωπή τους γίνεται συνενοχή.
Γιατί ὅταν ὁ πηλὸς σκληραίνει, ὁ Κεραμέας ψάχνει ἕναν ποιμένα νὰ φωνάξει: «Ἀφῆστε Τὸν νὰ σᾶς πλάσει ξανά!» Ὅμως δὲν φωνάζει κανείς. Γιατί ἡ σιωπὴ εἶναι πιὸ ἄνετη ἀπὸ τὴν εἰλικρίνεια. Καὶ οἱ ποιμένες ἔγιναν διπλωμάτες. Ἔγιναν διαχειριστές. Ἔγιναν χαμηλόφωνοι ἐπαγγελματίες τῆς πίστης, ποὺ λένε αὐτὰ ποὺ “δὲν ἐνοχλοῦν”. Κι ὅμως, τὸ Εὐαγγέλιο ἐνοχλεῖ. Γιατί ἡ Ἀλήθεια ἀναστατώνει. Κι ὁ Σταυρὸς χωρίζει φῶς ἀπὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ ἂν δὲν ἀκουστεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ λαὸς δὲν θὰ ξέρει ὅτι εἶναι πηλός, οὔτε ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη Κεραμέας.
Ταυτότητα καὶ ἀριθμός
Δὲν μὲ φώναξαν μὲ τὸ ὄνομά μου. Μὲ φώναξαν μὲ ἀριθμό. Μὲ ἔβαλαν σὲ λίστες, σὲ καταλόγους, σὲ βάσεις δεδομένων. Μὲ μέτρησαν, μὲ ταξινόμησαν, μὲ ὁριοθέτησαν. Κι ἐγώ; Ἄρχισα νὰ τὸ πιστεύω. Ὅτι ἴσως τελικὰ εἶμαι ἕνας ἀριθμὸς μέσα σὲ ἕνα σύστημα. Ἡ ταυτότητά μου ἔγινε πλαστικό. Ἡ ὕπαρξή μου ἔγινε εἴσοδος σὲ ἐφαρμογή. Ὁ ἑαυτός μου — ἕνα σύνολο ἀπὸ ψηφία, δεδομένα, ρυθμίσεις. Καὶ ξέχασα ὅτι κάποτε ἤμουν πρόσωπο.
Ὁ Κεραμέας μὲ εἶχε πλάσει μὲ τὸ χέρι Του. Ὄχι ὡς μᾶζα, ἀλλὰ ὡς ἀγάπη. Δὲν ἤμουν ἀποτέλεσμα ἀριθμητικῆς. Ἤμουν καρπὸς βλέμματος. Ἤμουν πρόσωπο ποὺ μίλησε κατ’ εὐθεῖαν στὴν Καρδιά Του. Τώρα ὅμως, στὸν κόσμο ποὺ ζῶ, τὸ ὄνομα δὲν ἔχει ἀξία. Μόνο ὁ ἀριθμὸς εἶναι λειτουργικός. Τὸ ὄνομα θυμίζει πρόσωπο. Ὁ ἀριθμὸς θυμίζει μονάδα. Καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ μετατροπὴ κρύβεται ἡ μεγάλη πνευματικὴ ἀπώλεια: ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει πιὰ τὸν ἑαυτό του ὅπως τὸν βλέπει ὁ Θεός. Βλέπει τὸν ἑαυτό του ὅπως τὸν διαχειρίζεται τὸ σύστημα.
Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ ἀριθμό. Δὲν εἶπε ποτέ: «Ἀριθμὲ 357, ποῦ εἶσαι;» Εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;» Τὸ ὄνομα εἶναι σχέση. Τὸ ὄνομα δηλώνει μνήμη. Τὸ ὄνομα εἶναι κάλεσμα προσώπου σὲ Πρόσωπο. Ἂν χάσω τὸ ὄνομά μου, χάνω τὴν προσωπική μου ἀναφορὰ στὸν Θεό. Κι ἂν ἀντικαταστήσω τὸ ὄνομά μου μὲ ἕναν ἀριθμό, δὲν γίνομαι μόνο ἀπρόσωπος· γίνομαι εὔκολα ἀντικαταστάσιμος.
Τεχνητὴ νοημοσύνη καὶ ἡ ἐκδίωξη τοῦ Πνεύματος
Κάποτε ὁ ἄνθρωπος προσευχόταν γιὰ φώτιση. Περίμενε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ μιλήσει στὴν καρδιά του. Ἤξερε ὅτι δὲν κατανοοῦνται ὅλα. Ἀλλὰ ἤξερε πὼς ὅ,τι ἀξίζει νὰ σωθεῖ, ἔρχεται μέσα ἀπὸ ἀποκάλυψη, ὄχι ἀπὸ ἐπεξεργασία. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν προσεύχεται· προγραμματίζει. Δὲν περιμένει Πνεῦμα Ἅγιο· ζητᾶ τεχνητὴ κατανόηση. Δὲν σκύβει στὸ χῶμα γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀδυναμία του· σκύβει στὶς ὀθόνες γιὰ νὰ ἀντιγράψει τὸν ἑαυτό του.
Στὸν κόσμο μου, ἡ νοημοσύνη ἔγινε μηχανή. Κι ὁ Θεὸς ἔγινε περιττός. Γιατί ἂν ὅλα μποροῦν νὰ προβλεφθοῦν, ἂν ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ ἐπεκταθεῖ, ἂν τὸ συναίσθημα μπορεῖ νὰ ἀναπαραχθεῖ — τότε τί ρόλο παίζει πιὰ τὸ Πνεῦμα; Ἔτσι σκέφτονται. Καὶ ἐξορίζουν σιγά-σιγά τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Ἡ σιωπή Του μοιάζει ἀσύμφορη. Τὸ μυστήριο Τοῦ φαίνεται ἄχρηστο. Ἡ παρουσία Του δὲν χωρᾶ στοὺς ἀλγόριθμους.
Ἀλλὰ ὁ Πνευματικὸς Λόγος δὲν εἶναι πρόγραμμα. Δὲν προβλέπεται, δὲν αὐτοματοποιεῖται. Ἔρχεται ὅταν ἡ καρδιὰ συντρίβεται, ὄχι ὅταν τὸ σύστημα εἶναι ἕτοιμο. Ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη δὲν εἶναι τὸ πρόβλημα ἀπὸ μόνη της. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀμνησία ποὺ τὴ συνοδεύει. Ὅτι δὲν χρειαζόμαστε πιὰ Θεὸ — μόνο περισσότερη πληροφορία. Κι ὅμως, ἡ πληροφορία δὲν σώζει. Τὸ Πνεῦμα σώζει. Τὸ Ἅγιο, τὸ ἥσυχο, τὸ ἀνεξήγητο, ποὺ ἔρχεται ὄχι γιὰ νὰ ἀπαντήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε γιὰ νὰ σκέφτεται μόνο. Πλάστηκε γιὰ νὰ κατοικηθεῖ. Κι ἂν τὸ Πνεῦμα φύγει ἀπὸ μέσα του, ὅ,τι κι ἂν μείνει, θὰ εἶναι λειτουργικό, μὰ νεκρό.
Μετανθρωπισμός – ἡ ψευδαίσθηση τῆς αἰωνιότητας χωρὶς Θεό
Ἡ ἀρχαία ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιστρέφει. Νὰ μὴ χαθεῖ. Νὰ μὴ γεράσει. Νὰ μὴν πεθάνει. Νὰ γίνει κάτι πάνω ἀπὸ ἄνθρωπος, κάτι ἄλλο, κάτι μετά. Ὁ Μετανθρωπισμὸς τὸ ὑπόσχεται: παράταση ζωῆς, ψηφιακὴ συνείδηση, βιολογικὴ ἐπέμβαση, τεχνητὴ ἀθανασία. Κι ὅλα αὐτὰ — χωρὶς Θεό. Χωρὶς ταπείνωση. Χωρὶς μετάνοια. Χωρὶς Χριστό.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κάποτε ἔσκυβε μπροστὰ στὸν Τάφο καὶ ἔλεγε: «Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου», τώρα στέκεται μπροστὰ σὲ ὀθόνες καὶ λέει: «Γεννηθήτω τὸ θέλημά μου — καὶ γιὰ πάντα». Μὰ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν «αἰωνιότητα» δὲν εἶναι αἰωνιότητα. Εἶναι ἐπιμήκυνση τοῦ τρόμου. Εἶναι τεχνολογικὴ ἀναβολὴ τοῦ θανάτου, ὄχι νίκη ἐπάνω του. Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο μὲ σταυρό. Ὁ Μετανθρωπισμὸς προσπαθεῖ νὰ τὸν καθυστερήσει μὲ δεδομένα. Μὰ ὅσο κι ἂν τὸν ἀναβάλλει, δὲν μπορεῖ νὰ δώσει νόημα στὴν αἰωνιότητα.
Γιατί ἡ αἰωνιότητα χωρὶς Θεὸ εἶναι φυλακὴ χωρὶς τοίχους. Εἶναι χρόνος χωρὶς φῶς. Εἶναι ἐπιβίωση χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πηλὸς ποὺ φοβᾶται νὰ λιώσει. Μὰ δὲν καταλαβαίνει πὼς μόνο ὅταν λιώσει, ὁ Κεραμέας μπορεῖ νὰ τὸν ξαναπλάσει. Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀτέλειωτη. Εἶναι γεμάτη Χριστό. Καὶ τὸ σῶμα μου δὲν εἶναι ἐχθρός μου. Εἶναι ναός. Ποὺ θὰ πεθάνει, ναί, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ὅπως Ἐκεῖνος. Ὁ Μετανθρωπισμὸς ἀρνεῖται τὸν Σταυρό. Κι ὅ,τι ἀρνεῖται τὸν Σταυρό, ἀρνεῖται καὶ τὴν Ἀνάσταση.
Ἡ θρησκεία τοῦ δικαιώματος καὶ ἡ ἀποκαθήλωση τοῦ Χριστοῦ
Δὲν ζῶ πιὰ στὴν ἐποχὴ τῆς χάρης. Ζῶ στὴν ἐποχὴ τοῦ δικαιώματος. Δὲν μετρᾶ τὶ σοῦ χαρίστηκε, ἀλλὰ τί “σοῦ ἀνήκει”. Δὲν ὑπάρχει δωρεὰ· ὑπάρχει ἀπαίτηση. Ἡ μετάνοια ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἡ ἀλήθεια — ἀπὸ ἄποψη. Ἡ Ἐκκλησία — ἀπὸ δήλωση συμπερίληψης.
Κι ἐκεῖ, σιωπηλὰ καὶ σταδιακά, ὁ Χριστὸς ἀποκαθηλώνεται. Ὄχι ἀπὸ τὸν σταυρό Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιές. Δὲν εἶναι πιὰ τὸ κέντρο· εἶναι ἐμπόδιο. Ἡ νέα θρησκεία δὲν ἔχει εἰκονοστάσι, οὔτε Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔχει ἄρθρα, κινήσεις, διεκδικήσεις. Ἔχει ἠθικὴ ποὺ ἀλλάζει. Ἔχει ἀξίες ποὺ βασίζονται στὸ συναίσθημα. Ἔχει «ἀγάπη» ποὺ δὲν πληγώνει κανέναν — καὶ δὲν σώζει κανέναν.
Ὁ Χριστὸς ζητᾶ μετάνοια. Αὐτοὶ ζητοῦν ἐπιβεβαίωση. Ὁ Χριστὸς σταυρώνει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Αὐτοὶ ἀπαιτοῦν νὰ τὸν θεοποιήσουν. Ὅ,τι Τὸν θυμίζει, τὸ χαρακτηρίζουν “μισαλλοδοξία”. Ὅ,τι Τὸν ὁμολογεῖ, τὸ διώκουν ὡς «ρητορικὴ μίσους». Κι ὅποιος τολμήσει νὰ πεῖ «μετανοῆστε γιατί πλησίασε ἡ Βασιλεία», θὰ βρεθεῖ ἀπομονωμένος, λοιδορούμενος, ἢ ξεχασμένος. Ἡ Ἐκκλησία ἔγινε πολλὲς φορὲς χῶρος σιωπῆς, ὄχι γιατί δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ γιατί φοβᾶται νὰ τὴν πεῖ.
Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἔδωσε τὸ αἷμα Του γιὰ νὰ γίνουμε ὅλοι «ἀποδεκτοί». Τὸ ἔδωσε γιὰ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ὄχι γιατί τὸ ἀξίζαμε· ἀλλὰ γιατί μᾶς τὸ χάρισε. Καὶ χάρη σημαίνει: κάτι ποὺ δὲν ζητᾶς μὲ δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ δέχεσαι μὲ δάκρυ.
Πόλεμοι καὶ φῆμες πολέμων – Ὁ πόλεμος πίσω ἀπὸ τοὺς πολέμους
Ἀνοίγω τὰ μάτια μου καὶ βλέπω πολέμους. Φωνές, συρράξεις, ἔθνη ποὺ ὑψώνονται ἐναντίον ἐθνῶν. Χάρτες ποὺ ἀλλάζουν, κραυγὲς ποὺ πνίγουν τὶς σιωπές. Καὶ δίπλα σὲ ὅλα αὐτὰ — φῆμες. Προβλέψεις, ἀναλύσεις, ψευδεῖς εἰδήσεις, καὶ ἄνθρωποι ποὺ τρέμουν ἢ κοιτοῦν μὲ ἀδιαφορία. Μὰ ὁ Χριστὸς εἶχε προειδοποιήσει: «Θὰ ἀκούσετε πολέμους καὶ φῆμες πολέμων. Προσέξτε νὰ μὴν ταραχθεῖτε. Πρέπει νὰ γίνουν αὐτὰ· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ τέλος.» (Μάτθ. 24:6)
Γιατί δὲν εἶναι ὅλοι οἱ πόλεμοι ἴδιοι. Ὁ μεγαλύτερος δὲν φαίνεται στὶς ὀθόνες. Δὲν ἔχει στρατοὺς καὶ ὅπλα. Δὲν ἔχει ἐδάφη νὰ κατακτηθοῦν. Ἔχει ψυχὲς νὰ χαθοῦν. Ὁ πόλεμος πίσω ἀπὸ τοὺς πολέμους εἶναι πνευματικός. Εἶναι ὁ πόλεμος γιὰ τὴ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ ξεχάσει ποιός εἶναι, καὶ Ποιός τὸν ἔπλασε. Δὲν μάχεται μόνο ἡ Δύση τὴν Ἀνατολὴ· μάχεται το φῶς τὸ σκοτάδι. Μάχεται ὁ Χριστὸς τὴ λήθη. Καὶ τὸ πεδίο μάχης εἶμαι ἐγὼ — ἡ καρδιά μου, ἡ σκέψη μου, ἡ προσευχή μου.
Ὅσο κοιτῶ μόνο τὶς εἰδήσεις, θὰ νιώθω τρόμο ἢ θυμό. Μὰ ὅσο κοιτῶ βαθιά, θὰ νιώθω πόνο — καὶ εὐθύνη. Γιατί δὲν καλοῦμαι νὰ πολεμήσω μὲ ὅπλα. Καλοῦμαι νὰ σταθῶ, νὰ γίνω προσευχὴ μέσα σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἔχει ξεχάσει νὰ γονατίζει. Κάθε φορὰ ποὺ ξεχνῶ τὸν Χριστό, χάνω μιὰ μάχη. Κάθε φορὰ ποὺ φοβᾶμαι πιὸ πολὺ τὰ νέα παρὰ τὴν ἀπουσία Του ἀπ’ τὴν καρδιά μου, παραδίνομαι. Ὁ κόσμος καίγεται, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ στρατηγοὺς· ζητᾶ ἁγίους. Ὄχι ἐπαναστάτες μὲ λόγια, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ Τοῦ ἀνήκουν καὶ δὲν ταράζονται, γιατί μέσα τους ἔχει ἤδη νικήσει ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπήκοος ἑνὸς ζώου – Ἡ φιδίσια δυναμική
Στὴν ἀρχή, ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα Του». Τοῦ ἔδωσε πνοή, πρόσωπο καὶ ἐξουσία «ἐπὶ πάντων τῶν ζῴων». Ἦταν τὸ πλάσμα ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Δημιουργό του, ποὺ ἔστεκε ὄρθιο, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀγαπᾶ, νὰ ἐπιλέγει, νὰ δημιουργεῖ μὲ νόημα. Μὰ ἦρθε τὸ φίδι. Δὲν τὸν χτύπησε· τὸν ἔπεισε. Καὶ ὁ ἄνθρωπος — πειθώμενος — ἔσκυψε. Κι ἀπὸ τότε, κάτι μέσα του ἔγειρε πρὸς τὴ γῆ.
Στὶς μέρες μας, ἡ φωνὴ τοῦ φιδιοῦ δὲν ἀκούγεται μόνο στὸν κῆπο. Ἀκούγεται παντοῦ. Στὶς πλατφόρμες, στὶς ἀγορές, στὶς ταυτότητες, στὰ συστήματα ἐλέγχου, στὶς «καινοτομίες» τοῦ μέλλοντος. Τὸ φίδι μιλάει μὲ ἦχο μηχανῆς. Μὲ γλῶσσα ἐλευθερίας. Μὲ σχῆμα προόδου. Κι ὁ ἄνθρωπος — ὅπως τότε — πειθαρχεῖ. Καὶ τώρα δὲν ἐξουσιάζει πιὰ τὰ ζῶα. Εἶναι ὑπήκοος ἑνὸς ζώου. Ἑνὸς τρόπου ὕπαρξης χωρὶς πνεῦμα. Ἑνὸς ὄντος χωρὶς πρόσωπο, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας.
Ἡ φιδίσια δυναμικὴ εἰσχωρεῖ παντοῦ: κάνει τὸν λόγο πονηρό, τὸν ἔρωτα σάρκα, τὴν ταυτότητα σύγχυση, τὸν Θεὸ — ἀπουσία. Κι ὁ ἄνθρωπος, νομίζοντας πὼς εἶναι ἐλεύθερος, σέρνεται. Ἔχει πάψει νὰ κοιτάζει ψηλά. Ἔχει μάθει νὰ κοιτάζει μόνο ὀθόνες. Νὰ παρατηρεῖ, νὰ ὑπολογίζει, νὰ ἐπιβιώνει. Μὰ δὲν ζεῖ. Δὲν ἔχει φωνὴ· ἔχει σῆμα. Δὲν ἔχει πρόσωπο· ἔχει εἰκόνα. Δὲν ἔχει πνεῦμα· ἔχει πρόγραμμα.
Κι ἂν τοῦ πεῖς νὰ σηκωθεῖ, θὰ σοῦ πεῖ: «Ἐδῶ εἶναι ἡ θέση μου. Δὲν ξέρω ἄλλο τρόπο.» Μὰ ὁ Κεραμέας δὲν τὸν ἔπλασε γιὰ νὰ σέρνεται. Τὸν ἔπλασε νὰ στέκεται, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ προσκυνᾶ. Τοῦ ἔδωσε Λόγο — ὄχι συρισμό. Τοῦ ἔδωσε πρόσωπο — ὄχι προσωπεῖα. Τοῦ ἔδωσε Σταυρὸ — ὄχι σύμβολο.
Διδασκαλίες δαιμονίων καὶ ἡ πλάνη τοῦ μέσου
Ἡ γῆ γέμισε διδασκάλους. Ἀλλὰ σπάνια ἀκούγεται Λόγος Θεοῦ. Ὅλοι διδάσκουν — ψυχολόγοι, προφῆτες αὐτοανακηρυγμένοι, πνευματικοὶ «καθοδηγητές», εἰδικοὶ σὲ ὅλα, φωνὲς καλογυαλισμένες μὲ λόγια γλυκά, μὰ δίχως σταυρό. Καὶ μέσα στὸν θόρυβο, πέρασε ἀπαρατήρητο τὸ πιὸ φοβερὸ σημάδι: ὅτι οἱ διδασκαλίες ἔγιναν χωρὶς Πνεῦμα, χωρὶς δάκρυ, χωρὶς Χριστό.
Οἱ Γραφὲς τὸ εἶχαν προείπει: «Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, ἀλλὰ θὰ μαζεύουν γύρω τους δασκάλους, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους, γιὰ νὰ γαργαλοὺν τὴν ἀκοή τους…» (Β’ Τίμ. 4:3) Κι αὐτὸς ὁ καιρὸς ἦρθε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀναζητοῦν πλέον τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ τρόπου ζωῆς τους. Θέλουν λόγο ποὺ δὲν ἐλέγχει. Πίστη ποὺ δὲν σταυρώνεται. Ἐκκλησία ποὺ δὲν ξεχωρίζει. Κι ἔτσι, μέσα στὴ σιωπὴ τῶν Ἁγίων καὶ τὴν ἀποστασία τῶν ποιμένων, βρῆκαν χῶρο οἱ διδασκαλίες τῶν δαιμονίων.
Φορᾶνε μορφὴ φωτός. Μιλοῦν γιὰ ἀγάπη χωρὶς ἀλήθεια. Ὑπόσχονται ἐλευθερία, μὰ ὁδηγοῦν σὲ χειρότερη σκλαβιά. Εἶναι ὁ Λόγος ποὺ δὲν σπάει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ τὸν γιατρέψει. Εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ φιδιοῦ, ποὺ πλέον δὲν ψιθυρίζει, ἀλλὰ φωνάζει ἀπὸ παντοῦ. Κι ἐμεῖς, χωρὶς διάκριση, χωρὶς προσευχή, χωρὶς σιωπὴ ἐσωτερική, τὰ δεχόμαστε. Γιατί χάσαμε τὸ μέτρο. Καὶ τὸ μέτρο εἶναι ὁ Χριστός. Ὅ,τι δὲν ὁδηγεῖ στὸν Σταυρό Του, δὲν σώζει.
Ἡ πλάνη τοῦ μέσου εἶναι αὐτή: νὰ πιστέψεις ὅτι κάτι εἶναι καλὸ ἐπειδὴ «σὲ βοηθᾶ». Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει. Ἦρθε γιὰ νὰ μὲ σώσει.
Συμβιβασμὸς Ἐκκλησίας – ἀπὸ Σῶμα Χριστοῦ σὲ θεσμικὴ ἀνοχή
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀργανισμός. Δὲν εἶναι θεσμός, δὲν εἶναι δομὴ ἐξουσίας. Εἶναι Σῶμα Χριστοῦ. Ζωντανό, σταυρωμένο, ἀναστημένο. Εἶναι τόπος μυστικός, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τὸν Θεὸ καὶ γίνονται ἕνα μεταξύ τους διὰ τοῦ Πνεύματος. Ὅμως σήμερα, ἡ Ἐκκλησία πολλὲς φορὲς ἔπαψε νὰ εἶναι Σῶμα, κι ἔγινε χῶρος. Χῶρος συνάντησης, χῶρος λόγου, χῶρος κοινωνικῆς ἡσυχίας. Κι ἄρχισε νὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ θεσμὸ παρὰ μὲ μυστήριο.
Ἀπὸ φόβο νὰ μὴ διώξει κανέναν, σταμάτησε νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια. Ἀπὸ φόβο νὰ μὴν τὴν ποῦν “συντηρητική”, σταμάτησε νὰ κηρύσσει Χριστὸ Ἐσταυρωμένο. Σταμάτησε νὰ προφητεύει. Νὰ ὁμολογεῖ. Νὰ στέκεται κόντρα στὸ ρεῦμα. Ἔγινε ἀνεκτική… Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἁγία ἀνεκτικότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπομένει τὴν ἁμαρτία γιὰ νὰ τὴ λυτρώσει, ἀλλὰ μὲ τὴ θεσμικὴ ἀνοχὴ ποὺ σιωπᾶ γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει.
Κι ἔτσι, μέσα στὸ ἱερό, δὲν ἀκούγεται δάκρυ, οὔτε προσευχὴ ποὺ καίει. Μόνο λόγια ποὺ προσέχουν τὶς ἰσορροπίες. Καὶ τὸ Σῶμα — τὸ Ἅγιο — ἀραιώνει. Δὲν τραντάζεται πιὰ στὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν συγκλονίζεται στὸ “μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε”. Δὲν ἀναμένει τὴν Παρουσία, γιατί τὴν ἔχει συνηθίσει. Κι ὅμως, ὁ Χριστὸς παραμένει Κεφαλή. Μὰ τὸ σῶμα Του πάγωσε. Τὸ σῶμα Του θέλει νὰ εἶναι ἀρεστὸ στὸν κόσμο καὶ ὄχι στὸν Οὐρανό. Δὲν ζητᾶ νὰ μαρτυρήσει, ζητᾶ νὰ παραμείνει ἀνενόχλητο.
Ἠθικὸς σχετικισμὸς καὶ ἡ οὐδετερότητα ὡς δειλία
Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ποὺ ὅλα ἐπιτρέπονται, ἀρκεῖ νὰ μὴ λὲς ὅτι κάτι εἶναι λάθος. Δὲν ἀρνοῦνται τὸ καλὸ· ἀρνοῦνται νὰ ὑπάρχει κάτι κακό. Δὲν πολεμοῦν τὸν Χριστὸ μὲ ξίφος, τὸν σβήνουν μὲ διφορούμενα λόγια. Ἡ πιὸ ὕπουλη μορφὴ ἀποστασίας σήμερα εἶναι ὁ ἠθικὸς σχετικισμός: ὅλα ἐξαρτῶνται, ὅλα ἑρμηνεύονται, ὅλα εἶναι “δική σου ἀλήθεια”. Οὔτε σωστό, οὔτε λάθος — μόνο ἐπιλογή, μόνο συναίσθημα, μόνο γνώμη.
Κι ἔτσι, τὸ καλὸ χάνει τὴ φωτεινότητά του, καὶ τὸ κακὸ παρουσιάζεται ὡς διαφοροποίηση. Ἡ ἀλήθεια γίνεται “σκληρότητα”, ἡ σαφήνεια γίνεται “ἀποκλεισμός”, ἡ διάκριση γίνεται “μῖσος”. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ συμφωνήσει μὲ ὅλους. Ἦρθε νὰ χωρίσει το φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Κι Αὐτὸς ποὺ εἶπε «Ναί, ναὶ· ὄχι, ὄχι», σήμερα ἀκούγεται σκληρός, ἐπειδὴ ἔχουμε ἐθιστεῖ στὶς ἀποχρώσεις του γκρί.
Μαζὶ μὲ τὸν σχετικισμὸ ἦρθε καὶ ἡ οὐδετερότητα. Δὲν θέλουμε νὰ πάρουμε θέση. Φοβόμαστε νὰ μιλήσουμε. Δὲν λέμε “αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία”· λέμε “δὲν ξέρω, δὲν εἶναι δική μου δουλειά”. Ἀλλὰ ἡ οὐδετερότητα δὲν εἶναι ἀγάπη. Εἶναι δειλία. Καὶ ὁ φόβος δὲν εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος. Ὁ Κεραμέας δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι οὐδέτερος. Τὸν ἔπλασε γιὰ νὰ εἶναι ἅγιος. Ὄχι σκληρός. Ὄχι νὰ κατακρίνει. Ἀλλὰ σταθερός, ἐπειδὴ γνωρίζει Ποιός τὸν ἔπλασε.
Ὁ κόσμος δὲν σώζεται ἀπὸ πρόσωπα ποὺ δὲν λένε τίποτα. Σώζεται ἀπὸ φωνὲς ποὺ δὲν δέχονται νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν τοὺς κοστίσει.
Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ θανάτου
Δὲν πέθανε ὁ Θεὸς στὴν ἐποχή μας. Ξεχάστηκε. Ὄχι μὲ βία, οὔτε μὲ ἐχθρότητα. Ξεχάστηκε σιωπηλά. Μέσα στὴν εὐκολία, τὴν ταχύτητα, τὴν αὐτάρκεια. Μέσα στὶς ἐφαρμογές, στὶς ἀτζέντες, στὶς ὑποχρεώσεις. Ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ἀπὸ τὰ παιδιά Του, ἀπὸ τοὺς ποιμένες Του, ἀπὸ ἐμένα. Καὶ τὸ πιὸ τρομακτικὸ δὲν εἶναι ὅτι τὸν ἀπορρίψαμε. Εἶναι ὅτι μάθαμε νὰ ζοῦμε χωρὶς νὰ Τὸν σκεφτόμαστε.
Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ δὲν φωνάζει. Δὲν μοιάζει μὲ ἄρνηση. Μοιάζει μὲ ἀδιαφορία. Μὲ μία ζωὴ ὅπου δὲν χρειάζεται νὰ προσευχηθεῖς· ὅπου ὅλα ἐξηγοῦνται, ὅλα προσφέρονται, ὅλα ἀντικαθιστοῦν τὸ Ἅγιο. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴ λήθη, ξυπνᾶ μιὰ ἄλλη μνήμη. Ἡ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Μιὰ αἴσθηση κενοῦ ποὺ δὲν ἐξηγεῖται. Μιὰ θλίψη χωρὶς λόγο. Μιὰ κόπωση βαθιά, ποὺ δὲν θεραπεύεται μὲ ὕπνο.
Ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ νιώθει πὼς κάτι λείπει. Μὰ δὲν ξέρει τί. Καὶ ψάχνει ἀλλοῦ: στὶς διακοπές, στὶς σχέσεις, στὴν αὐτοβελτίωση, στὸ καινούργιο, στὸ ὡραῖο, στὸ διαφορετικό. Μὰ ἡ ψυχὴ θυμᾶται. Θυμᾶται Ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔπλασε. Καὶ πονᾶ. Κι αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι εὐλογία. Γιατί εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν εἰκόνα Του μέσα μας.
Ἡ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἶναι τὸ καμπανάκι τῆς ἐπιστροφῆς. Εἶναι ὁ ψίθυρος τῆς χαμένης πατρίδας. Εἶναι τὸ παράπονο τοῦ Πηλοῦ ποὺ ἔμεινε καιρὸ μακριὰ ἀπὸ τὰ Χέρια ποὺ τὸν ἀγάπησαν. Ὁ Κεραμέας δὲν μ’ ἔχει ξεχάσει. Ἐγὼ Τὸν ξέχασα. Μὰ ὁ τροχός Του γυρίζει ἀκόμη. Καὶ ἡ θέση μου ἐκεῖ μὲ περιμένει.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Πηλοῦ ποὺ θυμήθηκε
Κύριε, δὲν Σοῦ φέρνω ἐπιτεύγματα. Οὔτε θριάμβους, οὔτε βεβαιότητες. Σοῦ φέρνω λίγο πηλό, πλασμένο ἀπὸ δάκρυ καὶ χῶμα. Δὲν εἶμαι σίγουρος πότε Σὲ ξέχασα, μὰ θυμᾶμαι τώρα πὼς δὲν ἔφυγες ποτὲ ἀπὸ κοντά μου. Κι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση — αὐτὴ ἡ πνοὴ — γεννᾶ μέσα μου μιὰ προσευχὴ ποὺ δὲν ἔμαθα ἀπὸ κανέναν. Μιὰ προσευχὴ ποὺ βγῆκε ἀπὸ ράγισμα, ὄχι ἀπὸ γνώση.
«Κύριε, κάνε μὲ ξανὰ ὅπως ἤμουν ὅταν μὲ ἀγαποῦσες γιὰ πρώτη φορά. Ὅταν δὲν ἤξερα νὰ ἀπαντῶ, μὰ ἤξερα νὰ σιωπῶ μπροστά Σου. Ὅταν δὲν μὲ ἔνοιαζε ἂν ἀξίζω· μὲ ἔνοιαζε μόνο νὰ Σὲ κοιτῶ. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ γίνω ξανὰ σκληρός. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ στεγνώσω. Βάλε λίγο ἔλεος στὴν ψυχή μου καὶ βάλε μὲ πάλι στὸν τροχό.»
Εἶμαι ὁ Πηλὸς ποὺ θυμήθηκε. Ὄχι τί ἤθελε νὰ γίνει, ἀλλὰ Ποιός τὸν ἔπλασε. Καὶ αὐτὴ ἡ μνήμη δὲν εἶναι ἰδέα· εἶναι πληγὴ ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ἐλπίδα. Δὲν ζητῶ νὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸν κόσμο. Ζητῶ νὰ σώσω τὴν καρδιά μου μέσα στὸ Ἐργαστήρι Σου. Κι ἂν ἀκόμα λυγίσω πάλι — κι ἂν πάλι σπάσω — Σὲ παρακαλῶ, μὴν μὲ πετάξεις. Μόνο κράτησέ με στὰ χέρια Σου.
Ὄχι γιὰ νὰ φτιάξω κάτι. Ὄχι γιὰ νὰ γίνω κάποιος. Μόνο γιὰ νὰ Σοῦ ἀνήκω. Γιὰ νὰ εἶμαι σιωπηλὸ σκεῦος ποὺ θυμᾶται ποιός τὸ ἄγγιξε ὅταν ὅλα εἶχαν πιὰ σωπάσει. «Εἶμαι ἐδῶ, Κύριε. Ὄχι γιατί νίκησα, ἀλλὰ γιατί θυμήθηκα ποιός μὲ ἀγάπησε ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν ξεχάσει ὅτι εἶμαι πηλός.»
Ὁ Κεραμέας ποὺ δὲν παραιτήθηκε
Ἐγὼ παραιτήθηκα πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀκόμα κι ἀπὸ Σένα, Κύριε. Ὄχι φανερὰ· σιωπηλά, μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ κουρασμένη καρδιά. Ἔνιωσα πηλὸς ἄχρηστος, χωρὶς μορφή, χωρὶς σκοπό. Καὶ κάποιες φορὲς σὲ κοίταξα — ὄχι μὲ πίστη, ἀλλὰ μὲ ντροπὴ· νομίζοντας πὼς ἴσως, αὐτὴ τὴ φορά, Θὰ μὲ ἄφηνες στὴν ἄκρη.
Μὰ Ἐσὺ — δὲν παραιτήθηκες ποτέ. Δὲν ἄφησες τὸν τροχὸ νὰ σταματήσει. Δὲν ἔπαψες νὰ περιμένεις τὴ μετάνοιά μου. Δὲν κουράστηκες νὰ βάζεις τὰ χέρια Σου στὸν ἴδιο πηλό. Ὅταν ἐγὼ στέγνωνα, Ἐσὺ ἔριχνες νερό. Ὅταν ἐγὼ γινόμουν συντρίμμια, Ἐσὺ τὰ συνέλεγες προσεκτικά. Ὅταν ἤθελα νὰ φύγω, Ἐσὺ δὲν ἔκανες πίσω.
Ὁ Κεραμέας μου — Ἐσὺ — δὲν εἶσαι Θεὸς ποὺ ζητᾶ ἀποτελέσματα. Εἶσαι Πατέρας ποὺ ζητᾶ καρδιὰ πρόθυμη νὰ παραδοθεῖ. Ποιός ἄλλος θὰ μὲ κρατοῦσε τόσες φορές; Ποιός θὰ μὲ ἔπλαθε ξανὰ καὶ ξανὰ μὲ τὴν ἴδια τρυφερότητα, μὲ τὴν ἴδια σιωπηλὴ ὑπομονή; Δὲν Σοῦ ἔδωσα τελειότητα. Σοῦ ἔδωσα ραγίσματα. Κι Ἐσὺ τὰ ἔκανες τόπους συνάντησης. Δὲν Σοῦ πρόσφερα ἔργα. Σοῦ πρόσφερα κουρασμένες προσευχές. Κι Ἐσὺ τὶς δέχτηκες σὰν θυμίαμα.
Ὁ Κεραμέας ποὺ δὲν παραιτήθηκε εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Γιατί Αὐτὸς δὲν ἐργάζεται ἀπὸ ἀνάγκη· ἐργάζεται ἀπὸ ἀγάπη. Κι ὅταν ὅλοι μὲ θεωροῦν χαμένο, Ἐσὺ μὲ ὀνομάζεις «Εἶσαι δικὸς Μοῦ».
Ὁ Χριστὸς ποὺ περιμένει νὰ Τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς πλάσει ξανά
Δὲν σταμάτησες ποτὲ νὰ περιμένεις. Ὅταν ἐγὼ ἄλλαζα δρόμους, ὅταν ἔχτιζα γύρω μου τὰ δικά μου εἴδωλα, ὅταν νόμιζα πὼς μπορῶ νὰ ὁρίσω μόνος μου τὸ ποιός εἶμαι — Ἐσὺ περίμενες. Ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία. Ἀπὸ ἀγάπη. Ὄχι μὲ ἀπειλή. Ἀλλὰ μὲ σιωπηλὴ σταθερότητα.
Δὲν ἔσπασες τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μου· στάθηκες ἁπλῶς ἀπ’ ἔξω, καὶ χτύπησες. Ὄχι μία φορὰ — μὰ κάθε φορὰ ποὺ ξέχασα ποιός εἶμαι καὶ Ποιός Εἶσαι. Καὶ τώρα ξέρω: ἡ σωτηρία μου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν λειτουργῶ σωστά, οὔτε ἀπὸ τὸ ἂν εἶμαι δυνατός, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἂν Σοῦ ἐπιτρέψω νὰ μὲ πλάσεις ξανά. Κι αὐτὸ θέλει ταπείνωση. Θέλει παραδοχή. Θέλει νὰ πάψω νὰ σὲ διορθώνω, καὶ νὰ παραδοθῶ στὸ ἄγγιγμά Σου.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεὸς ποὺ σὲ πλάθει ἀπὸ μακριά. Εἶναι Κεραμέας ποὺ σὲ ἀγγίζει μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια. Ποὺ λερώνει τὶς παλάμες Του γιὰ νὰ σὲ καθαρίσει. Ποὺ γέρνει ἐπάνω στὸν τροχὸ γιὰ νὰ σὲ διαμορφώσει μὲ φροντίδα. Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός μου: ὄχι ἀφηρημένος, ὄχι ἀπρόσωπος, ὄχι θεωρητικός. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ πλάθει πρόσωπα καὶ τὰ σηκώνει ἀπὸ τὸ χῶμα μὲ σκοπό, ὄχι μὲ ἐξαναγκασμό.
Δὲν μὲ κρατᾶ γιὰ νὰ μὲ ἐλέγξει. Μὲ κρατᾶ γιατί δὲν θέλει νὰ μὲ χάσει. Κι ἐγώ; Μπορῶ νὰ κάνω ἕνα πρᾶγμα: νὰ πῶ, ὄχι μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ μὲ τὴ ζωή μου: «Πλάσε μὲ ξανά, Κύριε. Ὄχι ὅπως θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι, ἀλλὰ ὅπως Μὲ θέλεις Ἐσύ. Ὄχι μὲ βάση τὶς πληγές μου, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀγάπη Σου. Δὲν Σοῦ ζητῶ νὰ φτιάξεις κάτι τέλειο — Σοῦ ζητῶ νὰ μὴ μὲ ἀφήσεις χωρὶς νὰ μὲ πλάσεις.»
Κατακλεῖδα – Ἀναφορὰ Ψυχῆς
Αὐτὸ ποὺ διάβασες δὲν ἦταν ἕνας λόγος. Ἦταν ἕνας ἀναστεναγμός. Ἦταν ἡ διαδρομὴ ἑνὸς Πηλοῦ ποὺ θυμήθηκε. Μιᾶς ψυχὴ ποὺ ἔφτασε νὰ ξεχάσει Ποιός τὴν ἔπλασε, μὰ μέσα στὴ λήθη της, κάτι τὴ γύρισε πίσω — στὸ Ἐργαστήρι τῶν Χεριῶν Του. Δὲν ἦρθα νὰ ἐξηγήσω· ἦρθα νὰ ψιθυρίσω ζωή. Νὰ ἀνοίξω μέσα μου ἕναν χῶρο, ὄχι γιὰ νὰ ἀκουστῶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ περάσει Ἐκεῖνος — ὁ Χριστὸς ποὺ ἀκόμη ἐργάζεται στὸν τροχό.
Ἔγραψα μὲ καρδιὰ ποὺ τρέμει καὶ μὲ τὰ μάτια ποὺ εἶδαν γύρω τους ἕναν κόσμο ποὺ δὲν θέλει πιὰ νὰ πλάθεται. Ἕναν κόσμο ποὺ θεοποίησε τὸ δικαίωμα, ἀρνήθηκε τὴ Μετάνοια, ἀπέκλεισε τὸν Σταυρό, καὶ κάλεσε τὸ φίδι νὰ τὸν σώσει. Μὰ ἐγὼ δὲν ἀνήκω σ’ αὐτὸ τὸ φίδι. Δὲν ἀνήκω στὴν τεχνητὴ λογική, στὴ θρησκεία τῆς οὐδετερότητας, οὔτε στὴν ἡσυχία ποὺ ἀποσιωπᾶ τὴν ἀλήθεια. Ἀνήκω στὰ Χέρια Ἐκείνου ποὺ μὲ ἔπλασε γιὰ νὰ Τὸν κοιτῶ. Ἀνήκω στὸ ἄγγιγμα, στὸ φῶς ποὺ διαμορφώνει, στὸ νερὸ ποὺ μαλακώνει τὴν καρδιά μου ὅταν σκληραίνει ἀπὸ φόβο.
Αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ κρατᾶς — εἶναι προσευχή. Εἶναι ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ντρέπεται πιὰ νὰ πεῖ: «Δὲν εἶμαι κάτι. Εἶμαι πηλός. Ἀλλὰ Τοῦ ἀνήκω.» Ἂν σὲ ἄγγιξε, δὲν ἦταν ἀπὸ τεχνικὴ ἢ ἱκανότητα. Ἦταν ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα μίλησε μέσα ἀπὸ μιὰ ρωγμή. Ἐκεῖ ὅπου δὲν φαίνομαι δυνατὸς· φαίνομαι ἀληθινός.
Κι ἂν ἔχεις νιώσει ὅτι ξεχάστηκες, ὅτι λύγισες, ὅτι δὲν χωρᾶς πιὰ οὔτε στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ σου — νὰ θυμᾶσαι: Ὁ Κεραμέας εἶναι ἀκόμη στὸ Ἐργαστήρι. Ὁ τροχὸς γυρίζει. Ἡ Παλάμη Του ἁπλώνεται. Καὶ δὲν περιμένει νὰ γίνεις κάτι. Περιμένει νὰ Τοῦ πεῖς: «Εἶμαι ἐδῶ. Πλάσε μὲ ξανά.»
Κύριε, αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ πῶ τὸ εἶπα. Ὄχι μὲ τελειότητα· ἀλλὰ μὲ δάκρυ. Ὄχι μὲ δογματισμὸ· ἀλλὰ μὲ καρδιὰ ποὺ ξέρει ὅτι μόνο στὰ χέρια Σου μπορῶ νὰ ζῶ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τῆς ψυχῆς μου. Καὶ Σοῦ τὴ δίνω, σὰν πηλὸς ποὺ ἄρχισε νὰ θυμᾶται τὸ πρῶτο του ὄνομα: Πρόσωπο.
«Κύριε, εἶμαι ὁ πηλός. Ὄχι αὐτὸς ποὺ προσφέρει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ θυμᾶται ὅτι στὰ χέρια Σου ὑπάρχει ἀκόμη μορφή, ἀκόμη νόημα, ἀκόμη ἐλπίδα.»
Ἂν ἡ καρδιά σου ραγίζει, μὴν τὴ μαζέψεις μόνος σου. Μὴν τὴ χτίσεις πάλι ὅπως ἦταν. Ἄφησὲ τὴν στὸ Ἐργαστήρι Του. Γιατί ἐκεῖ — καὶ μόνο ἐκεῖ — ἡ εὐθραυστότητα γίνεται μνήμη Θεοῦ.
Πηγή
0 Σχόλια