Ὁ Κόσμος ὡς Σχιζοφρενικὸς Ναός – Πῶς ὁ κόσμος ἔγινε δαιμονικὸς ναός
Προοίμιο
1. Ἡ Σάλπιγγα τῆς Ἀρχῆς
Ὁ κόσμος στέκεται μπροστά μου σὰν σκηνὴ θεάτρου, γεμάτη ἤχους, φῶτα καὶ χειροκροτήματα. Μὰ πίσω ἀπὸ τὰ παρασκήνια, ἐκεῖ ποὺ δὲν φτάνει τὸ βλέμμα τοῦ πλήθους, κρύβεται ὁ ἀληθινὸς σκηνοθέτης. Ἄλλοτε εἶναι ὁ Θεός, κι ἄλλοτε ὁ ἐχθρός. Κι αὐτὸ θέλω νὰ τὸ φωνάξω ἀπὸ τὴν ἀρχή: ὁ κόσμος δὲν εἶναι οὐδέτερος. Δὲν εἶναι ἕνα κενὸ πεδίο στὸ ὁποῖο ἁπλῶς κινούμαστε. Εἶναι ναός. Καὶ κάθε ναὸς ἔχει λατρεία, ἔχει ἱερέα, ἔχει θυσία.
Γράφω αὐτὸ τὸ κείμενο ὄχι σὰν θεωρητικὸς ποὺ ἀποστασιοποιεῖται, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε καὶ μάτωσε μέσα στοὺς ψευδο-ναούς. Δὲν μιλῶ γιὰ ἀφηρημένα σχήματα, ἀλλὰ γιὰ πληγὲς ποὺ ἔφεραν τὴ δική μου ψυχὴ στὸ χεῖλος τῆς ἀπώλειας. Τὸ λέω καθαρά: ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἔζησα δὲν ἦταν ποτὲ ἁπλὸς κόσμος. Ἦταν πάντα ναός. Καὶ χωρὶς τὸν Χριστό, ἦταν πάντοτε ναὸς σχιζοφρενικὸς· τόπος ὅπου ὅλα τὰ νοήματα μπερδεύονται, ὅπου ὁ ἄνθρωπος διχάζεται, ὅπου ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη κατακερματίζεται.
Ἡ φωνή μου θέλει νὰ γίνει σάλπιγγα. Ὄχι γιὰ νὰ ἀκουστῶ ἐγώ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήσει ἡ μνήμη ποὺ ἔχουμε ὅλοι βαθιὰ μέσα μας: ἡ μνήμη τοῦ ἀληθινοῦ Ναοῦ. Γιατί προτοῦ στηθοῦν οἱ ψευδο-ναοί, ὑπῆρχε ὁ Παράδεισος· ὑπῆρχε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ· ὑπῆρχε ἡ ἁγνὴ κοινωνία τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Δημιουργό της. Ἐκεῖνο χάθηκε μὲ τὴν πτώση. Κι ἀπὸ τότε ὁ ἄνθρωπος, ξεχασμένος καὶ σαστισμένος, χτίζει ναοὺς ὑποκατάστασης: ἰδεολογίες, θρησκεῖες, ἐπιστῆμες, κράτη, οἰκονομίες, ἀκόμη καὶ οἰκογένειες ποὺ δὲν ἔχουν τὸ Χριστὸ στὸ κέντρο τους. Ὅλα αὐτὰ μοιάζουν δομές, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ναοί.
Ἡ πτώση δὲν ἦταν ἁπλᾶ ἀνυπακοὴ· ἦταν τελεσιουργία. Ὁ ὄφις στάθηκε σὰν ἱερέας μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο, ἡ συνείδηση ἔγινε ἅγια τράπεζα, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ὑποβολὴ σκεύη, κι ὁ καρπὸς ἀντίδωρο θανάτου. Ἀπὸ τότε κάθε ψευδο-ναὸς τοῦ κόσμου εἶναι παραλλαγὴ τῆς πρώτης ἐκείνης δαιμονικῆς λειτουργίας. Γι’ αὐτὸ ὀνομάζω τὸν κόσμο «σχιζοφρενικὸ ναό»: γιατί διαιρεῖ τὴν ψυχή, τὴν κάνει νὰ λατρεύει καὶ νὰ καταστρέφεται ταυτόχρονα.
Τὸ κείμενο ποὺ ξεκινῶ ἐδῶ δὲν εἶναι ψυχρὴ ἀνάλυση. Εἶναι ὁμολογία. Θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς ναοὺς ποὺ μὲ πλάνησαν: γιὰ τὶς θρησκεῖες ποὺ ἔπαιξαν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὶς ἰδεολογίες ποὺ μεθοῦσαν μὲ ὑποσχέσεις δικαιοσύνης, γιὰ τὴν ψυχολογία ποὺ ὑποσχόταν θεραπεία μὰ ἔσκαβε πιὸ βαθιὰ τὴν πληγή, γιὰ τὴν ἐπιστήμη ποὺ θεοποίησε τὸν ἑαυτό της, γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ θεώρησα σωτηρία καὶ μὲ πούλησε στὴ βία.
Θὰ μιλήσω ἀκόμη πιὸ προσωπικά: γιὰ τὸ πῶς λάτρεψα τὰ εἴδωλά τους, πῶς μὲ ἀπορρόφησε ἡ γοητεία τους, πῶς γεύτηκα τὴν ὑποτιθέμενη δύναμή τους. Καὶ πῶς στὸ τέλος μὲ κατέστρεψαν, μὲ γύμνωσαν, μὲ ἄφησαν στὸ κενό. Μόνο μέσα σὲ αὐτὴ τὴ γύμνωση μπόρεσα νὰ ἀκούσω ξανὰ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴ μόνη σάλπιγγα ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴ σχιζοφρένεια, ἀλλὰ στὴν Ἀνάσταση.
Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι κάλεσμα. Δὲν εἶναι κάλεσμα νὰ ἀπορρίψεις ἁπλῶς, ἀλλὰ νὰ θυμηθεῖς· νὰ θυμηθεῖς ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ναὸς καὶ νὰ βγεῖς ἀπὸ τοὺς ψευδο-ναούς. Εἶναι ἡ μαρτυρία μου πὼς ὁ κόσμος, μὲ ὅλη του τὴν ποικιλία καὶ τὴν ἐπίφαση ἐλευθερίας, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μιὰ τεράστια θεατρικὴ σκηνή, ἕνας ναὸς ψευδοῦς λατρείας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι προσφέρουν θυσίες στὸν ἑαυτό τους καὶ στοὺς δαίμονες. Μὰ ὁ Χριστός, μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἔστησε τὸν μόνο Ναὸ ποὺ σώζει.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Σάλπιγγα τῆς Ἀρχῆς. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινᾶμε. Ἀπὸ τὴν ὁμολογία ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι κόσμος, ἀλλὰ ναός. Κι ὅτι χωρὶς τὸν Χριστό, εἶναι πάντοτε ναὸς σχιζοφρενικός.
2. Ἡ Πτώση ὡς Δαιμονικὴ Τελεσιουργία
Γιὰ νὰ καταλάβεις τὸν κόσμο ὡς σχιζοφρενικὸ ναό, πρέπει νὰ γυρίσεις στὴν ἀρχή. Στὴν Ἐδὲμ δὲν διαδραματίστηκε ἁπλῶς μιὰ ἱστορία ἀνυπακοῆς, ἀλλὰ μιὰ λειτουργία, μιὰ τελεσιουργία — καὶ μάλιστα ὄχι θεία, ἀλλὰ δαιμονική. Ὁ ὄφις στάθηκε σὰν ἱερέας, ἔστησε τὴ δική του “λειτουργία” καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀποδέχτηκε. Ἀπὸ τότε, ὅλα ὅσα χτίζει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ εἶναι παραλλαγὲς αὐτῆς τῆς πρώτης σκοτεινῆς τελετῆς.
Ἂς τὸ δοῦμε βῆμα-βῆμα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε πλαστεῖ κοινωνὸς θείας φύσεως. Ὁ Θεὸς περπατοῦσε μαζί του, καὶ ἡ ζωή του ἦταν λατρεία χωρὶς μεσολαβήσεις. Δὲν ὑπῆρχε ψευδαίσθηση, δὲν ὑπῆρχε σχίσμα. Ἡ ψυχή του ἦταν ἑνιαῖα, στραμμένη πρὸς τὸν Δημιουργό. Σ’ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔρχεται ὁ ὄφις, ὄχι ἁπλῶς μὲ ἕναν πειρασμό, ἀλλὰ μὲ μιὰ πρόταση λατρείας.
Ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση γίνεται ἅγια τράπεζα. Ἐκεῖ προσφέρεται ὁ ψίθυρος: “Θὰ γίνετε σὰν θεοί.” Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ὑποβολὴ λειτουργοῦν ὡς σκεύη. Ὁ καρπὸς προσφέρεται σὰν ἀντίδωρο — ὄχι πρὸς ζωή, ἀλλὰ πρὸς θάνατο. Ὅλη ἡ πράξη εἶναι μιὰ ἀντι-λειτουργία, μιὰ δαιμονικὴ λειτουργία ποὺ μιμεῖται τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸν Δημιουργό, προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν ψευδαίσθηση.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου διχάζεται. Ὁ κοινωνὸς γίνεται ἄτομο. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σχίσμα, ἡ πρώτη σχιζοφρένεια. Δὲν μιλᾶμε γιὰ ἀσθένεια ψυχολογικὴ· μιλᾶμε γιὰ ὑπαρξιακὴ διάρρηξη. Ἡ ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ διακόπηκε, καὶ ἡ ψυχὴ ἄρχισε νὰ ζεῖ μέσα σὲ διχασμό: θέλει τὸν Θεό, ἀλλὰ φοβᾶται, ἀναζητᾶ το φῶς, ἀλλὰ τρέχει στὸ σκοτάδι, διψᾶ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἐπιλέγει τὸ ψεῦδος.
Κι ἐδῶ μπαίνει ἡ ρίζα ὅλων τῶν “ναῶν” ποὺ θὰ ἐμφανιστοῦν ἀργότερα. Κάθε θρησκεία, κάθε ἰδεολογία, κάθε ἐπιστήμη ποὺ στήνεται χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι ἀπόηχος αὐτῆς τῆς πρώτης τελετῆς. Ἔχουν ἱερεῖς (ἡγεσίες, γκουροῦ, ἐπιστήμονες, πολιτικούς), ἔχουν θυσίες (ἀνθρώπινες ζωές, συνειδήσεις, ἐλευθερίες), ἔχουν σκεύη (τεχνολογίες, συστήματα, μυστικισμοὺς) καὶ πάντα ἔχουν ἕναν καρπὸ ποὺ ὑπόσχεται ζωή, ἀλλὰ χαρίζει θάνατο.
Ἡ πτώση εἶναι τὸ ἀρχέτυπο. Ἂν δὲν τὸ δεῖς ἔτσι, ὁ κόσμος μοιάζει ἁπλῶς μὲ χαῶδες πεδίο. Ἂν ὅμως τὸ δεῖς ὡς τελεσιουργία, τότε καταλαβαίνεις γιατί ὅλα μοιάζουν μὲ λατρεία. Δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς λατρεία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ προσφέρει, νὰ δοξάζει, νὰ ὑψώνει. Ἂν δὲν τὸ κάνει στὸν Θεό, θὰ τὸ κάνει ἀλλοῦ. Καὶ τὸ ἀλλοῦ εἶναι πάντα μίμηση, πάντα παραχάραξη, πάντα δαιμονικὴ λειτουργία.
Τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι πὼς ἡ πτώση μοιάζει μὲ νίκη ἐλευθερίας. “Θὰ γίνετε σὰν θεοί.” Ὁ ἄνθρωπος νόμισε ὅτι αὐτονομεῖται, ὅτι θὰ σταθεῖ ὄρθιος χωρὶς τὸν Θεό. Μὰ αὐτὸ ποὺ ἦρθε δὲν ἦταν ἐλευθερία, ἀλλὰ ἡ πιὸ βαριὰ σκλαβιά: ἡ ὑποδούλωση στὸ ψεῦδος. Ἀπὸ τότε, κάθε ἐξουσία, κάθε δόγμα, κάθε θεωρία ποὺ ὑπόσχεται “θεοποίηση” χωρὶς Χριστό, ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια ὑπόσχεση τοῦ ὄφεως.
Γι’ αὐτὸ ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός. Γιατί κουβαλᾶ πάντα τὸ ἴδιο: ὑπόσχεται φῶς, δίνει σκοτάδι· μιλᾶ γιὰ ζωή, φέρνει θάνατο· μιλᾶ γιὰ ἐλευθερία, σὲ δένει πιὸ σφιχτά. Ἡ τελεσιουργία τῆς Ἐδὲμ ἦταν ἡ πρώτη λειτουργία τῆς σχιζοφρένειας. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, κάθε τι ποὺ χτίζει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ εἶναι ἕνα ἀκόμα παρακλάδι της.
Ὅταν τὸ καταλάβεις αὐτό, ὅλα μπαίνουν σὲ πλαίσιο. Δὲν χρειάζεται νὰ χαθεῖς μέσα στὶς ἀμέτρητες θεωρίες. Ὅλες, στὴν οὐσία, εἶναι παραλλαγὲς τοῦ πρώτου ψεύδους. Καὶ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει γιὰ νὰ σπάσει ὁ κύκλος: ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἀληθινὸ Ναό, στὸν Χριστό. Ἐκεῖ ὅπου ἡ τελεσιουργία δὲν εἶναι μίμηση, ἀλλὰ ἀλήθεια· ἐκεῖ ὅπου τὸ ἀντίδωρο δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.
Ἡ πτώση ὡς δαιμονικὴ τελεσιουργία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἱστορικὸ γεγονὸς· εἶναι τὸ θεμέλιο ποὺ ἐξηγεῖ γιατί ὁ κόσμος εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι. Εἶναι τὸ πρῶτο σχίσμα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σχίσμα ξεκινάει ἡ μεγάλη περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου: νὰ βρεῖ ξανὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Ναοῦ, νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τοὺς ψευδο-ιερεῖς στὸν ἀληθινὸ Ἀρχιερέα, τὸν Χριστό.
3. Ὁ Ἄνθρωπος ἀπὸ κοινωνὸς θείας φύσεως ἔγινε ἄτομο
Ἡ πιὸ μεγάλη τραγωδία τῆς πτώσης δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Εἶναι ὅτι ἔχασε τὴν ταυτότητά του. Ἀπὸ κοινωνὸς θείας φύσεως, ἔγινε ἄτομο. Ἀπὸ πρόσωπο ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔγινε μονάδα ἀποκομμένη, αὐτονομημένη, κλεισμένη στὸν ἑαυτό της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ ρῆγμα, ἡ πρώτη σχιζοφρένεια ποὺ διαπερνᾶ ὅλη τὴν ἱστορία.
Στὴν Ἐδὲμ ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Ἡ σχέση του ἦταν κοινωνία· μιὰ ζωὴ δοσμένη, ἀνοιχτή, φωτεινή. Ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶχε “ἐγὼ” ποὺ ὀχυρώνεται. Ἦταν “ἐμεῖς”: Θεὸς καὶ ἄνθρωπος σὲ κοινωνία ἀγάπης. Τὸ “εἶναι” του δὲν εἶχε νὰ ἀποδείξει τίποτα· ἦταν δῶρο, ἦταν χάρη.
Μὲ τὴν πτώση ὅμως, ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὸ ψέμα τῆς αὐτοθέωσης. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ γεννήθηκε μέσα του ἦταν ἡ ἀπομόνωση. Φοβήθηκε, κρύφτηκε, κατηγόρησε τὸν ἄλλον. Τὸ “ἐμεῖς” ἔγινε “ἐγώ”. Ἔτσι, γεννήθηκε τὸ ἄτομο. Καὶ τὸ ἄτομο εἶναι ἡ ρίζα ὅλων των ψευδο-ναῶν. Γιατί κάθε ψευδο-ναὸς στηρίζεται σὲ ἄτομα ποὺ λατρεύουν τὸν ἑαυτό τους ἢ τὰ εἴδωλά τους.
Τὸ ἄτομο ζεῖ μὲ αὐταπάτη ἐλευθερίας, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι σκλάβος. Σκλάβος τοῦ φόβου, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς αὐτοεπιβεβαίωσης. Ὅταν δὲν ὑπάρχει κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἡ ψυχὴ γίνεται κομμάτια: ἄλλα θέλει τὸ σῶμα, ἄλλα τὸ μυαλό, ἄλλα ἡ καρδιά. Γι’ αὐτὸ μιλῶ γιὰ σχιζοφρένεια: ὄχι σὰν ἰατρικὴ διάγνωση, ἀλλὰ σὰν πνευματικὴ κατάσταση διάσπασης.
Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα τὰ συστήματα τοῦ κόσμου. Ἡ φιλοσοφία, ἡ πολιτική, ἡ ἐπιστήμη, ἡ οἰκονομία, ὅλες χτίζονται πάνω σὲ ἄτομα ποὺ ζητοῦν νὰ αὐτονομηθοῦν, νὰ θεοποιήσουν τὴ δική τους λογικὴ ἢ δύναμη. Ἔτσι χτίζονται ναοί: ναοὶ γνώσης, ναοὶ ἐξουσίας, ναοὶ πλούτου. Ὅλοι ὅμως ἔχουν τὸ ἴδιο θεμέλιο: τὸν ἄνθρωπο-ἄτομο ποὺ ξεκόπηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι σκληρή: τὸ ἄτομο δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ ψάχνει ἀπεγνωσμένα νὰ συνδεθεῖ, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸν Θεὸ· μὲ ψευδοκοινότητες, μὲ ἰδεολογίες, μὲ θρησκεῖες ποὺ δὲν σώζουν. Κι ἐκεῖ παίζεται ξανὰ τὸ ἴδιο δρᾶμα: μιὰ μᾶζα ἀπὸ ἄτομα ποὺ φτιάχνουν ναοὺς ψεύδους, καὶ μέσα σὲ αὐτοὺς πνίγουν τὴ δίψα τους γιὰ τὴν ἀληθινὴ κοινωνία.
Ἐγὼ τὸ ἔζησα στὸ πετσί μου. Ἔτρεξα πίσω ἀπὸ ἰδέες ποὺ ὑπόσχονταν ἑνότητα, ἀπὸ συστήματα ποὺ φώναζαν γιὰ ἀδελφοσύνη. Μὰ στὸ τέλος βρῆκα τὸν ἑαυτό μου πιὸ μόνο, πιὸ διχασμένο, πιὸ ἄτομο ἀπὸ ποτέ. Γιατί τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶχε τὸν Χριστό. Ἦταν ὅλα παραλλαγὲς τῆς πρώτης πτώσης: ψευδο-λειτουργίες ποὺ μὲ ἔκαναν νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου στὸ κενό.
Ἡ τραγωδία τοῦ ἀτόμου εἶναι ὅτι δὲν ξέρει ποιός εἶναι. Ψάχνει ταυτότητα σὲ πράγματα ποὺ φθείρονται. Θέλει νὰ ἀνήκει, ἀλλὰ ἀνήκει σὲ ψεύτικους ναούς. Θέλει νὰ ἀγαπηθεῖ, ἀλλὰ λατρεύει εἴδωλα ποὺ δὲν ἀγαποῦν. Καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ χάος, ἡ ψυχὴ διχάζεται, σχίζεται, ἀρρωσταίνει. Αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος ὡς σχιζοφρενικὸς ναός: ἕνα σύστημα ποὺ παράγει ἄτομα καὶ τὰ φυλακίζει σὲ ψευδαισθήσεις.
Μόνο μὲ τὸν Χριστὸ ξαναβρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀληθινή του φύση: ὄχι ἄτομο, ἀλλὰ πρόσωπο. Ὄχι μόνος, ἀλλὰ σὲ κοινωνία. Στὴν Ἐκκλησία, στὸ Σῶμα Τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι ἄτομο. Γίνεται μέλος ζωντανό, ἑνωμένο, ὁλοκληρωμένο. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα: ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ρήγματος, ἡ θεραπεία τῆς σχιζοφρένειας.
Ἂν δὲν καταλάβουμε αὐτὴ τὴ μετάβαση ἀπὸ κοινωνὸς Θείας φύσης σὲ ἄτομο, δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν κόσμο. Γιατί ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἱστορία τοῦ ἀτόμου ποὺ λατρεύει τὸν ἑαυτό του. Καὶ κάθε ναὸς χωρὶς Χριστὸ εἶναι ἁπλῶς μνημεῖο αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς.
4. Ἡ Μνήμη τοῦ Ναοῦ
Μέσα στὸν θόρυβο τοῦ κόσμου, μέσα στὴ σχιζοφρένεια τῶν ψευδο-ναῶν, ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν σβήνει: ἡ μνήμη τοῦ ἀληθινοῦ Ναοῦ. Εἶναι βαθιὰ χαραγμένη μέσα μας, σὰν ἴχνος ποὺ οὔτε ἡ πτώση δὲν κατάφερε νὰ διαγράψει ὁλοκληρωτικά. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος λατρεύει εἴδωλα, ὅσο κι ἂν πνίγεται μέσα σὲ ψευδοθεότητες, ὑπάρχει μιὰ σιωπηλὴ νοσταλγία ποὺ τὸν κατατρώει. Εἶναι ὁ καημὸς γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχασε.
Αὐτὸ τὸ ἴχνος εἶναι ἡ μεγαλύτερη μαρτυρία πὼς δὲν πλαστήκαμε γιὰ τὸν κόσμο ὅπως εἶναι. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἦταν φτιαγμένος γιὰ νὰ ζεῖ ὡς ἄτομο μέσα σὲ ψευδο-ναούς, θὰ ἦταν εὐτυχισμένος. Δὲν θὰ πονοῦσε τόσο βαθιά, δὲν θὰ ἔνιωθε τόσο ἔντονα τὸ κενό. Μὰ τὸ κενὸ ὑπάρχει, καὶ τὸ ξέρει καλὰ ὅποιος δοκίμασε νὰ χορτάσει τὴ δίψα του μὲ ἰδεολογίες, πλοῦτο, δόξα, ἐξουσία, ἢ ἀκόμη καὶ θρησκευτικὰ σχήματα χωρὶς τὸν Χριστό. Τὸ κενὸ δὲν γεμίζει, γιατί ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ δὲν ξεχνιέται.
Ἐγὼ τὴν ἔνιωσα αὐτὴ τὴ μνήμη σὰν πληγὴ καὶ σὰν κάλεσμα μαζί. Ὅταν ἔτρεχα ἀπὸ ναὸ σὲ ναό, ἀπὸ σύστημα σὲ σύστημα, πάντα ὑπῆρχε κάτι μέσα μου ποὺ φώναζε: «Δὲν εἶναι αὐτό! Δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ ἀλήθεια!» Ἐκείνη ἡ φωνὴ δὲν ἦταν δική μου. Ἦταν τὸ ἴχνος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔμενε ζωντανὸ ἀκόμη καὶ μέσα στὴ σκοτεινὴ σχιζοφρένεια τοῦ κόσμου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ εἶναι ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη δύναμη γιὰ τοὺς ψευδο-ναούς. Γιατί ὅσο ὑπάρχει αὐτή, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς κρατήσουν αἰχμάλωτους ὁλοκληρωτικά. Μπορεῖ νὰ μᾶς τυφλώνουν, νὰ μᾶς παραπλανοῦν, νὰ μᾶς γοητεύουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ σβήσουν ἐκείνη τὴν αἴσθηση ὅτι κάτι ἄλλο μᾶς περιμένει. Ὅτι ὑπάρχουμε γιὰ κάτι ἀνώτερο, ἀληθινό, αἰώνιο.
Κι ὅμως, οἱ ψευδο-ναοὶ προσπαθοῦν νὰ μιμηθοῦν τὴ μνήμη αὐτή. Γι’ αὐτὸ τόσες θρησκεῖες ὑπόσχονται “ἐπιστροφὴ” σὲ ἕναν χαμένο παράδεισο· γι’ αὐτὸ οἱ ἰδεολογίες μιλοῦν γιὰ “οὐτοπία”· γι’ αὐτὸ ἡ ψυχολογία μιλᾶ γιὰ “ὁλότητα”. Ὅλα εἶναι ἀπόπειρες νὰ καλύψουν τὴν πληγὴ τῆς μνήμης μὲ ψεύτικες θεραπεῖες. Ἀλλὰ ἡ πληγὴ δὲν κλείνει ἔτσι· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὴ θεραπεύσει, γιατί μόνο Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ναός.
Ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ μας κάνει ἀνήσυχους. Δὲν βολευόμαστε πουθενά. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε, πάντα κάτι λείπει. Μπορεῖ νὰ ἔχουμε τὰ πάντα, ἀλλὰ μέσα μας νὰ φωνάζουμε πὼς εἴμαστε ἄδειοι. Αὐτὴ ἡ ἀνησυχία εἶναι εὐλογία, ὄχι κατάρα. Εἶναι τὸ σκοινὶ ποὺ μᾶς τραβάει πίσω στὴν ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ὑπενθύμιση ὅτι δὲν φτιαχτήκαμε γιὰ τοὺς ψευδο-ναούς, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστό.
Γι’ αὐτὸ λέω πὼς ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ εἶναι ἡ κρυφή μας κληρονομιά. Εἶναι τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Ἀκόμη κι ἂν ὅλα κατέρρευσαν, ἀκόμη κι ἂν ἡ πτώση μας βύθισε στὴ σχιζοφρένεια, Ἐκεῖνος ἄφησε μέσα μας μιὰ σπίθα ποὺ θυμᾶται. Κι αὐτὴ ἡ σπίθα εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἀνάψει φωτιά, ἂν τὴν ἀφήσουμε.
Στὸν κόσμο τῶν σχιζοφρενικῶν ναῶν, ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ εἶναι σὰν ἠχῶ. Μπορεῖ νὰ χάνεται μέσα στὶς φωνές, ἀλλὰ ἐπιμένει. Μπορεῖ νὰ τὴν καλύπτουν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀκυρώνουν. Εἶναι τὸ μυστικὸ σημεῖο ἀναγνώρισης: ἐκεῖ ὅπου ἡ ψυχὴ καταλαβαίνει ὅτι δὲν χωρᾶ σὲ τίποτα λιγότερο ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἂν ξεκινᾶμε αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ τὴ σάλπιγγα καὶ τὴν πτώση, εἶναι γιὰ νὰ φτάσουμε ἐδῶ: νὰ θυμηθοῦμε. Γιατί χωρὶς μνήμη, ὁ ἄνθρωπος συμβιβάζεται. Μὲ τὴ μνήμη, ὅμως, ξέρει ὅτι ὑπάρχει δρόμος ἐπιστροφῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ναὸς ποὺ καλεῖ τὴ μνήμη μας νὰ ἀναστηθεῖ, νὰ θυμηθεῖ τὴν πρώτη ἀγάπη, νὰ ξαναβρεῖ τὸ πρόσωπό της.
5. Ὁ Κόσμος δὲν εἶναι οὐδέτερος
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψέματα ποὺ μᾶς ταΐζει ὁ κόσμος εἶναι ὅτι εἶναι «οὐδέτερος». Ὅτι ὑπάρχει ἁπλῶς σὰν σκηνικό, σὰν πεδίο, κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κινούμαστε μέσα του χωρὶς νὰ ἐπηρεαζόμαστε. Μᾶς μαθαίνουν νὰ τὸν βλέπουμε σὰν χῶρο οὐδέτερης ἐλευθερίας: «Ἐσὺ ἀποφασίζεις, ἐσὺ ὁρίζεις, ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ σένα.» Μὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη ψευδαίσθηση. Γιατί ὁ κόσμος δὲν εἶναι ποτὲ οὐδέτερος. Εἶναι πάντοτε ναὸς· ἄλλοτε τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε τῶν δαιμόνων.
Ἡ πτώση ἔκανε τὸν κόσμο νὰ γίνει πεδίο δίψυχης λατρείας. Κάθε πράξη, κάθε δομή, κάθε σύστημα κρύβει μέσα του ἕναν προσανατολισμό: ἢ πρὸς τὸν Χριστὸ ἢ πρὸς τὸ ψεῦδος. Δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός. Ὅ,τι μοιάζει «οὐδέτερο» εἶναι ἁπλῶς καμουφλαρισμένος ναός. Ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη, ἡ πολιτική, ἡ οἰκονομία, οἱ σχέσεις, ὅλα φέρουν μέσα τους ἕναν χαρακτῆρα λατρείας. Εἴτε λατρεία στὸν ἀληθινὸ Θεὸ εἴτε σὲ ψεύτικα εἴδωλα.
Τὸ καταλαβαίνεις ὅταν ἀρχίσεις νὰ παρατηρεῖς. Τὸ πανεπιστήμιο ποὺ διακηρύσσει ἐλευθερία γνώσης ἔχει κι αὐτὸ τὸ ἱερατεῖο του: καθηγητές, θεωρίες, δοξασίες ποὺ δὲν ἐπιδέχονται ἀμφισβήτηση. Τὸ κράτος ποὺ ὑπόσχεται ἀσφάλεια λειτουργεῖ μὲ τελετουργίες ἐξουσίας, μὲ θυσίες πολιτῶν, μὲ πίστη σὲ σύμβολα καὶ σημαῖες. Ἡ ἀγορά, ἡ διαφήμιση, τὸ χρῆμα, ὅλα ἔχουν τὰ δικά τους ἱερά, τὰ δικά τους θυσιαστήρια. Ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἱερὲς γλῶσσες, δοξολογίες, λειτουργίες· μόνο ποὺ δὲν εἶναι πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ πρὸς ψεύτικες θεότητες.
Ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ ψυχολογία — ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἐπιστήμη «οὐδέτερη», χωρὶς θρησκευτικὸ χαρακτῆρα — δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνας ψευδο-ναός. Ἔχει τὸ δικό της ἱερατεῖο, τὰ δικά της ἱερὰ βιβλία, τὶς δικές της ὁμολογίες πίστης (διαγνώσεις, θεωρίες, δόγματα). Κι ἂν παρατηρήσεις καλά, θὰ δεῖς ὅτι κάθε «θεραπεία» χωρὶς Χριστὸ μοιάζει μὲ ἐξομολόγηση χωρὶς ἄφεση, μὲ τελετουργία χωρὶς Χάρη.
Δὲν ὑπάρχει οὐδέτερη γνώση. Δὲν ὑπάρχει οὐδέτερη ἐξουσία. Δὲν ὑπάρχει οὐδέτερη ἐπιστήμη. Δὲν ὑπάρχει οὐδέτερη τέχνη. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζει τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁδηγεῖ εἴτε πρὸς τὸν Θεὸ εἴτε πρὸς τὸν ἐχθρό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε, γιατί μᾶς τρομάζει. Προτιμᾶμε τὸ παραμύθι τῆς οὐδετερότητας, γιατί μᾶς ἀφήνει νὰ πιστεύουμε πὼς μποροῦμε νὰ παίζουμε μὲ ὅλα χωρὶς κόστος.
Μὰ ὁ κόσμος εἶναι ναός. Καὶ κάθε ναὸς ἀπαιτεῖ λατρεία. Ὅταν μπαίνεις μέσα του, εἴτε τὸ θὲς εἴτε ὄχι, γίνεσαι λειτουργός. Ἂν δὲν ὑψώνεις τὸν Χριστό, τότε ὑψώνεις κάτι ἄλλο: τὸ ἐγώ σου, μιὰ θεωρία, μιὰ ἰδεολογία, μιὰ ἐξουσία. Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ «οὐδέτερη». Ὅσο ἀναπνέει, λατρεύει. Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν θὰ λατρέψεις· τὸ ἐρώτημα εἶναι ποιόν θὰ λατρέψεις.
Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ κειμένου: νὰ ξεσκεπάσει αὐτὴν τὴν ἀπάτη. Νὰ δείξει ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἕνας κῆπος γεμᾶτος ἐπιλογές, ἀλλὰ ἕνας χῶρος ναῶν ποὺ ἀνταγωνίζονται γιὰ τὴν ψυχή μας. Καὶ ὅτι ἂν δὲν στραφοῦμε στὸν ἀληθινὸ Ναό, θὰ βρεθοῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ ψευδο-θυσιαστήρια.
Τὸ ἔνιωσα αὐτὸ ὅταν στάθηκα μέσα σὲ ναοὺς γνώσης, σὲ ναοὺς ἐξουσίας, σὲ ναοὺς πλούτου. Ὅλοι ἀπαιτοῦσαν κάτι ἀπὸ μένα. Ὅλοι ζητοῦσαν θυσίες: χρόνο, ψυχή, πίστη, σάρκα. Κι ἐγώ, νομίζοντας ὅτι παίζω σὲ οὐδέτερο ἔδαφος, πρόσφερα θυσίες σὲ δαίμονες χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω. Ἡ οὐδετερότητα μὲ ἐξαπάτησε, μέχρι ποὺ μὲ κατέστρεψε.
Ὁ κόσμος δὲν εἶναι οὐδέτερος. Καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ πρέπει νὰ τὸ καταλάβει αὐτό. Νὰ διακρίνει ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε δομὴ ὑπάρχει ἕνα ἱερατεῖο. Ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε σύστημα ὑπάρχει μιὰ λατρεία. Κι ὅτι ἡ μόνη σωτηρία εἶναι νὰ στραφοῦμε στὸν Ναὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ λατρεία εἶναι ἀλήθεια καὶ ζωή.
6. Τὸ Σημάδι τῆς Ἑρμηνείας
Ἂν ὅλο αὐτὸ τὸ κείμενο πρόκειται νὰ σταθεῖ σὰν ναὸς γραπτός, χρειάζεται τὸ σημάδι του· τὸ στίγμα ποὺ θὰ μᾶς προσανατολίζει κάθε φορὰ ποὺ ἐπιστρέφουμε. Γιατί χωρὶς σημάδι, ὁ κόσμος μᾶς παρασύρει ξανὰ στὸν θόρυβο καὶ στὶς ψευδαισθήσεις του. Τὸ σημάδι εἶναι ἡ Σάλπιγγα ποὺ μᾶς θυμίζει: ἐδῶ δὲν μιλᾶμε ἁπλῶς γιὰ κεφάλαια, γιὰ ἰδέες, γιὰ ἱστορίες· ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὸν κόσμο ὡς ναό.
Τὸ κλειδὶ εἶναι αὐτό: κάθε ἑρμηνεία τοῦ κόσμου εἶναι θεολογική. Ἀκόμη κι ἐκεῖνες ποὺ παριστάνουν πὼς δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Θεό. Ὅταν ἡ ψυχολογία μιλᾶ γιὰ τὸ ἀσυνείδητο, κάνει θεολογία· ὅταν ἡ πολιτικὴ μιλᾶ γιὰ τὸν “λαό”, χτίζει θεολογία· ὅταν ἡ ἐπιστήμη μιλᾶ γιὰ τὴν “ἐξέλιξη”, θεολογεῖ. Ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες εἶναι λειτουργίες, ὅλες ἔχουν ναούς, ὅλες ἔχουν ἱερεῖς. Μόνο ποὺ οἱ περισσότερες εἶναι παραχαράξεις.
Τὸ σημάδι μας εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχή: στὴν Ἐδέμ. Ἡ πτώση ἦταν δαιμονικὴ τελεσιουργία. Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινάει τὸ νῆμα. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι παραλλαγὲς τῆς ἴδιας πράξης. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοιτάζουμε τὸν κόσμο, πρέπει νὰ θυμόμαστε αὐτό: δὲν βλέπουμε φαινόμενα, βλέπουμε ναούς. Δὲν βλέπουμε θεωρίες, βλέπουμε λατρεῖες. Δὲν βλέπουμε ἰδέες, βλέπουμε θυσιαστήρια.
Ἂν κρατήσουμε αὐτὸ τὸ σημάδι, δὲν θὰ χαθοῦμε. Γιατί θὰ ξέρουμε νὰ ξεχωρίζουμε τὸ ψεύτικο ἀπὸ τὸ ἀληθινό. Θὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ μέσα μας δὲν ψεύδεται. Ὅτι ὅσο κι ἂν ὁ κόσμος στήνει σχιζοφρενικοὺς ναούς, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Ναὸς ποὺ σώζει.
Τὸ σημάδι εἶναι καὶ προσωπικό. Γιατί δὲν γράφω θεωρητικά, ἀλλὰ ἐξομολογητικά. Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι ἡ δική μου ὁμολογία: πῶς ἔζησα σὲ αὐτοὺς τοὺς ναούς, πῶς κατέρρευσα, πῶς γύμνωσα τὸν ἑαυτό μου μέχρι ποὺ ἄκουσα ξανὰ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημάδι μου εἶναι ἡ ἐμπειρία μου. Εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσα μέσα στοὺς ψευδο-ναούς. Εἶναι τὸ ὅτι γνώρισα τὸ ψεῦδος τους ἐκ τῶν ἔσω, καὶ τώρα μπορῶ νὰ πῶ: ὅλα εἶναι παραλλαγὲς τῆς ἴδιας πρώτης τελετῆς.
Χωρὶς σημάδι, τὸ ἔργο θὰ γίνει ἁπλῆ ἀνάλυση, μιὰ ἀκόμη φιλοσοφικὴ ἀπόπειρα. Μὲ τὸ σημάδι, γίνεται ὁμολογία. Γίνεται σάλπιγγα. Δὲν γράφω γιὰ νὰ ἐξηγήσω ἁπλῶς· γράφω γιὰ νὰ μαρτυρήσω. Ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός. Καὶ ὅποιος δὲν τὸ δεῖ ἔτσι, θὰ συνεχίσει νὰ τρέχει μέσα στοὺς ψευδο-λαβύρινθους, νομίζοντας ὅτι πατᾶ σὲ οὐδέτερο ἔδαφος.
Τὸ σημάδι εἶναι τὸ ἑξῆς:
Θὰ μιλήσω γιὰ τὸν κόσμο ὄχι ὡς σύνολο πραγμάτων, ἀλλὰ ὡς δίκτυο ναῶν. Καὶ κάθε ναὸς ποὺ δὲν ἔχει Χριστὸ εἶναι σχιζοφρενικός.
Αὐτὸ θὰ μᾶς προσανατολίζει. Δὲν ἀναλύουμε ἁπλῶς φαινόμενα, ἀλλὰ ἀποκαλύπτουμε ψευδο-λατρεῖες. Κι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι το φῶς μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τὶς ξεσκεπάζουμε.
Ἔτσι τὸ προοίμιο κλείνει μὲ τὸ ἴδιο ποὺ ἄρχισε: μὲ μιὰ σάλπιγγα. Ἡ πρώτη ἦταν γιὰ νὰ ξεκινήσουμε· ἡ τελευταία γιὰ νὰ κρατήσουμε τὸν δρόμο. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, θὰ βαδίσουμε μέσα στὸ κυρίως κείμενο μὲ σταθερὸ σημάδι. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι κόσμος· εἶναι ναός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη μας Ἔξοδος.
Κυρίως Κείμενο
1. Οἱ Θρησκεῖες ὡς Σχιζοφρενικοὶ Ναοί
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ θρησκεία, πολλοὶ σκέφτονται κάτι ἱερό, κάτι σεβαστό, ἕναν δρόμο ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ σκληρή: οἱ περισσότερες θρησκεῖες, ἂν ὄχι ὅλες, δὲν εἶναι δρόμοι πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ψευδο-ναοί. Ναοὶ ποὺ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν οὐσία τὴν παραχαράσσουν. Ναοὶ ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὴ νοσταλγία τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν ἀληθινὸ Ναό, ἀλλὰ τὴν ἐγκλωβίζουν σὲ σχιζοφρένεια.
Ἂν δοῦμε τὴν ἱστορία, θὰ καταλάβουμε πὼς ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι παραλλαγὲς τῆς πτώσης. Ὅπως ὁ ὄφις στὴν Ἐδὲμ ὑποσχέθηκε “θεοποίηση” χωρὶς τὸν Θεό, ἔτσι καὶ κάθε θρησκεία ὑπόσχεται σωτηρία χωρὶς Χριστό. Ὀνομάζουν θεοὺς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, τὰ εἴδωλα ποὺ ἔφτιαξαν τὰ χέρια τους. Ὀνομάζουν “θεότητα” τὴν ἴδια τήν ψυχή, τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, τὴν ἐνέργεια. Μὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ ἴδιο ψεῦδος: θὰ γίνετε σὰν θεοὶ χωρὶς τὸν Θεό.
Οἱ θρησκεῖες ἔχουν ὅλα τὰ γνωρίσματα ἑνὸς ναοῦ: ἔχουν ἱερεῖς, ἔχουν τελετές, ἔχουν δόγματα, ἔχουν σκεύη. Ἔχουν ἀκόμη καὶ “θυσίες”: αἷμα, νηστεῖες, προσφορές, κανόνες. Μὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀντίγραφα, σκιὲς τῆς ἀλήθειας. Στὴν οὐσία τους, δὲν ὁδηγοῦν στὴ ζωή, ἀλλὰ στὴ δέσμευση. Ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι λατρεύει τὸν Θεό, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα λατρεύει κατασκευάσματα, πνεύματα πλάνης, φαντάσματα τοῦ νοῦ.
Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ θρησκεῖες μιλοῦν γιὰ τὸν Χριστό, συχνὰ τὸν διαστρεβλώνουν. Τὸν κάνουν “δάσκαλο”, “προφήτη”, “γιατρὸ ψυχῆς”, ἀλλὰ ὄχι τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀναστημένο. Τὸν μετατρέπουν σὲ κομμάτι ἑνὸς συστήματος, σὲ κρίκο μιᾶς ἁλυσίδας θρησκευτικῶν μορφῶν. Ἔτσι ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομά Του χρησιμοποιεῖται σὰν ἐργαλεῖο γιὰ νὰ στηθεῖ ἕνας νέος ψευδο-ναός.
Γι’ αὐτὸ ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος θρησκεῖες καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἄδειος ἀπὸ ἀλήθεια. Οἱ θρησκεῖες δὲν ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ· τὸν κρατοῦν σὲ σχιζοφρένια: λατρεύει καὶ πνίγεται, προσεύχεται καὶ δὲν βρίσκει ἀνάπαυση, θυσιάζει καὶ μένει μόνος. Εἶναι σὰν νὰ διψᾶς καὶ νὰ πίνεις ἁλμυρὸ νερό. Ἀντὶ νὰ ξεδιψάσεις, διψᾶς περισσότερο.
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Ἔτρεξα σὲ ναούς, σὲ θρησκευτικὲς παραδόσεις, σὲ τελετὲς ποὺ ὑπόσχονταν “φῶς”. Ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα γιὰ νὰ βρῶ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ σχήματα. Μὰ στὸ τέλος βρέθηκα πιὸ μόνος, πιὸ χαμένος, πιὸ διχασμένος. Ἡ θρησκεία μου ἔδωσε σύμβολα, ἀλλὰ ὄχι Ζωή. Μοῦ ἔδωσε νόμους, ἀλλὰ ὄχι συγχώρεση. Μοῦ ἔδωσε κοινότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀγάπη ποὺ σώζει.
Οἱ θρησκεῖες εἶναι σχιζοφρενικοὶ ναοὶ γιατί διχάζουν τὴν ψυχή: τὴ βάζουν νὰ ζεῖ σὲ μιὰ διπλῆ πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ὑπόσχονται οὐρανό, ἀπὸ τὴν ἄλλη σὲ κρατοῦν στὴ γῆ. Ἀπὸ τὴ μιὰ μιλοῦν γιὰ ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπαιτοῦν ὑποταγὴ σὲ ἀνθρώπινες ἐξουσίες. Ἀπὸ τὴ μιὰ δείχνουν εἰκόνα Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη σὲ δένουν μὲ φόβο. Ἡ ψυχὴ κομματιάζεται, ἀντὶ νὰ θεραπεύεται.
Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ ἱδρύσει “θρησκεία”. Ἦρθε νὰ δώσει Ζωή. Ἡ Ἐκκλησία Του δὲν εἶναι θρησκεία· εἶναι Σῶμα. Δὲν εἶναι σύστημα· εἶναι Ναὸς ἀληθινός. Ὅπου ὑπάρχει Ἐκκλησία, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι ἄτομο καὶ γίνεται πρόσωπο, μέλος ζωντανό. Ἐκεῖ ἡ λατρεία δὲν εἶναι μίμηση, ἀλλὰ κοινωνία· δὲν εἶναι ψεύτικος καρπός, ἀλλὰ Σῶμα καὶ Αἷμα ποὺ χαρίζουν Ἀνάσταση.
Οἱ θρησκεῖες θὰ συνεχίσουν νὰ γεμίζουν τὸν κόσμο. Θὰ ὑπόσχονται, θὰ γοητεύουν, θὰ μιμοῦνται. Μὰ ὅποιος ἔχει μνήμη τοῦ Ναοῦ θὰ καταλάβει: ὅλα αὐτὰ εἶναι παραλλαγὲς τῆς πρώτης πτώσης. Μόνο στὸν Χριστὸ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια. Μόνο Ἐκεῖνος εἶναι Ναὸς ποὺ δὲν ὁδηγεῖ σὲ σχιζοφρένεια, ἀλλὰ σὲ πληρότητα.
2. Ἡ Φιλοσοφία καὶ οἱ Ἰδεολογίες
Ἡ φιλοσοφία ξεκίνησε μὲ τὴ δίψα γιὰ ἀλήθεια. Οἱ πρῶτοι στοχαστὲς ἀναρωτήθηκαν γιὰ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης, γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Μὰ αὐτὴ ἡ δίψα, χωρὶς τὸν Θεό, κατέληξε νὰ γίνει ναὸς ψευδαισθήσεων. Ἕνας ναὸς ὅπου ὁ ἄνθρωπος λατρεύει τὸν ἴδιο του τὸν νοῦ.
Ἡ φιλοσοφία μοιάζει εὐγενὴς· μιλᾶ γιὰ σοφία, γιὰ ἀρετή, γιὰ ἀλήθεια. Ἀλλὰ στὸ βάθος της κρύβει τὸ ἴδιο ψεῦδος τῆς Ἐδέμ: «Θὰ γίνετε σὰν θεοί.» Μόνο ποὺ ἐδῶ τὸ δόλωμα δὲν εἶναι ὁ καρπός, ἀλλὰ ἡ λογική. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε ὅτι μὲ τὴ σκέψη του μπορεῖ νὰ ἀγγίξει τὸ θεῖο, νὰ ὁρίσει μόνος του τὴν ἀλήθεια, νὰ χαράξει τὸ μέτρο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἔτσι, ἡ φιλοσοφία ἔγινε ναὸς σχιζοφρενικός: ὑπόσχεται σοφία, ἀλλὰ δίνει ἀλαζονεία.
Ἀπὸ τὴ φιλοσοφία γεννήθηκαν οἱ ἰδεολογίες. Κάθε ἰδεολογία εἶναι ἕνας ναὸς χτισμένος πάνω σὲ μιὰ ἰδέα ποὺ παίρνει θέση θεοῦ. Ὁ ἀνθρωπισμὸς θεοποίησε τὸν ἄνθρωπο. Ὁ διαφωτισμὸς θεοποίησε τὴ λογική. Ὁ μαρξισμὸς θεοποίησε τὴν ἱστορία καὶ τὴν τάξη. Ὁ φιλελευθερισμὸς θεοποίησε τὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία. Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἰδεολογίες ἔστησε τὸ δικό της ἱερατεῖο, τὶς δικές της θυσίες, τὰ δικά της ἱερὰ κείμενα. Καὶ ὅλες τοὺς κατέληξαν νὰ διχάζουν τὸν ἄνθρωπο ἀντὶ νὰ τὸν θεραπεύουν.
Τὸ εἶδα στὴν ἱστορία, τὸ ἔνιωσα καὶ μέσα μου: οἱ ἰδεολογίες δίνουν μεθύσι, μιὰ ψευδαίσθηση δύναμης. Σοῦ λένε ὅτι ἂν πιστέψεις στὸ δόγμα τους, θὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος. Μὰ στὴν πραγματικότητα σὲ βάζουν νὰ ὑπηρετεῖς ἕναν ψευδο-θεό. Σοῦ ζητοῦν θυσίες — αἷμα, πόνο, ἀφοσίωση, ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια σου τὴν ψυχή. Καὶ στὸ τέλος μένει μόνο ἐρείπιο. Ὁ μαρξισμὸς ὑποσχέθηκε παράδεισο, ἔφερε στρατόπεδα θανάτου. Ὁ ἐθνικισμὸς ὑποσχέθηκε ἑνότητα, ἔφερε σφαγές. Ὁ φιλελευθερισμὸς ὑπόσχεται ἐλευθερία, ἀλλὰ φέρνει μοναξιὰ καὶ διάλυση.
Ἡ φιλοσοφία καὶ οἱ ἰδεολογίες εἶναι σχιζοφρενικοὶ ναοὶ γιατί ὑπόσχονται ἑνότητα ἐνῷ παράγουν διάσπαση. Ἡ λογική τους λέει ὅτι μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν τὰ πάντα, μὰ στὸ τέλος διαλύουν τὸν ἄνθρωπο σὲ κομμάτια: οἰκονομικὸ ὀν, πολιτικὸ ὀν, βιολογικὸ ὀν. Χάνεται τὸ πρόσωπο, χάνεται ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, κι αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι ἕνα ἄτομο μέσα σὲ ἀδιέξοδο λαβύρινθο θεωριῶν.
Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι πολλὲς φιλοσοφίες εἶχαν σπέρματα ἀλήθειας. Ἀλλὰ σπέρμα χωρὶς ρίζα στὸν Χριστὸ δὲν φυτρώνει· ξηραίνεται καὶ σαπίζει. Ἡ φιλοσοφία ποὺ δὲν ταπεινώνεται μπροστὰ στὸν Θεὸ γίνεται ἀλαζονεία. Καὶ ἡ ἰδεολογία ποὺ δὲν φωτίζεται ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση γίνεται αἵρεση ποὺ σκλαβώνει.
Ἡ ψυχή μου τὸ ἔμαθε μὲ πόνο. Πίστεψα σὲ ἰδέες, σὲ ὁράματα ποὺ ὑπόσχονταν λύτρωση. Μὰ κατέληξα νὰ νιώθω ξένος στὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό. Ἡ ἰδεολογία δὲν λυτρώνει· καταναλώνει. Δὲν δίνει ζωὴ· ἀπορροφᾶ τὴ ζωή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ νομίζει ὅτι ὑπηρετεῖ μιὰ μεγάλη ὑπόθεση, στὸ τέλος καταλαβαίνει ὅτι θυσίασε τὸν ἑαυτό του σὲ εἴδωλο.
Ὁ μόνος Ναὸς ποὺ δίνει σοφία εἶναι ὁ Χριστός. Ἐκεῖ ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι σύστημα, ἀλλὰ Πρόσωπο. Ἐκεῖ ἡ γνώση δὲν εἶναι ἀλαζονεία, ἀλλὰ ταπείνωση. Ἐκεῖ ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι μοναξιά, ἀλλὰ κοινωνία. Χωρὶς Αὐτόν, ἡ φιλοσοφία καὶ οἱ ἰδεολογίες εἶναι ἁπλῶς καπνός. Μὲ Αὐτόν, ἀκόμη καὶ τὰ σπέρματα ἀλήθειας μποροῦν νὰ βροῦν τὸν καρπό τους.
Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσει νὰ χτίζει ἰδεολογίες, νὰ λατρεύει ἰδέες. Ἀλλὰ ὅποιος θυμᾶται τὸν ἀληθινὸ Ναὸ θὰ ξέρει: ὅλα αὐτὰ εἶναι ψευδο-λατρεῖες. Κι ἡ ψυχὴ ποὺ θέλει σωτηρία δὲν θὰ σκύψει πιὰ μπροστά τους. Θὰ στραφεῖ στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ» καὶ ὁ μόνος ποὺ ἑνώνει ὅ,τι ὁ κόσμος σκορπίζει.
3. Ἡ Ἐπιστήμη χωρὶς Θεό
Ἡ ἐπιστήμη γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὴ δημιουργία. Στὴν ἀρχὴ ἦταν πράξη ταπεινή: ὁ ἄνθρωπος θαύμαζε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὰ κατανοήσει. Οἱ πρῶτοι ἐπιστήμονες μιλοῦσαν γιὰ «τάξη», γιὰ «σοφία» μέσα στὴ φύση, καὶ δὲν ντρέπονταν νὰ ποῦν πὼς βλέπουν πίσω ἀπὸ ὅλα τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Μὰ ἡ ἐπιστήμη, κόβοντας τὴ σχέση της μὲ τὸν Θεό, μετατράπηκε σὲ σχιζοφρενικὸ ναό.
Ἡ ἐπιστήμη χωρὶς Θεὸ εἶναι ναὸς αὐτοθέωσης. Ἔχει ἱερεῖς — τοὺς «εἰδικούς». Ἔχει τελετουργίες — πειράματα, δημοσιεύσεις, συνέδρια. Ἔχει δόγματα — θεωρίες ποὺ δὲν ἐπιδέχονται ἀμφισβήτηση. Ἔχει καὶ θυσίες — ἀνθρώπους ποὺ γίνονται πειραματόζωα, κοινωνίες ποὺ καταστρέφονται στὸ ὄνομα τῆς «προόδου». Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι οὐδέτερα. Εἶναι μορφὲς λατρείας, μόνο ποὺ ἡ λατρεία δὲν στρέφεται στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ δύναμή του.
Ἡ ἐπιστήμη ὑπόσχεται φῶς, ἀλλὰ χωρὶς τὸν Χριστὸ δίνει μόνο φανταχτερὴ λάμψη ποὺ τυφλώνει. Ἐξηγεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀρνεῖται τὸ νόημα τοῦ κόσμου. Φτιάχνει τεχνολογίες, ἀλλὰ ἀφήνει τὴν ψυχὴ γυμνή. Ὑπόσχεται πρόοδο, ἀλλὰ γεννᾶ καταστροφές. Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τὸ ἀποδεικνύει: ἡ ἐπιστήμη ποὺ γέννησε ἐμβόλια, γέννησε καὶ ὅπλα μαζικῆς καταστροφῆς· ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔδωσε ἐπικοινωνία, ἔδωσε καὶ παρακολούθηση· ἡ ἐπιστήμη ποὺ ὑπόσχεται ζωή, φέρνει μηχανισμοὺς θανάτου.
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ γνώση. Εἶναι ἡ λατρεία. Ὅταν ἡ γνώση γίνεται αὐθύπαρκτη, ὅταν ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν Δημιουργό, τότε γίνεται εἰδωλολατρία. Ὁ ἐπιστήμονας ἀντὶ νὰ στέκεται ταπεινά, στέκεται σὰν ἱερέας ποὺ κρατᾶ τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ θαυμάζει τὸν κόσμο ὡς δημιουργία, τὸν χρησιμοποιεῖ σὰν ἐργαστήριο ἐξουσίας. Ἔτσι ἡ ἐπιστήμη μετατρέπεται σὲ ψευδο-λειτουργία, μὲ τὸ ἴδιο ψέμα τῆς Ἐδέμ: «θὰ γίνετε σὰν θεοί».
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Ἔψαξα στὴ γνώση νὰ βρῶ ἀπαντήσεις γιὰ τὴν ψυχή. Μελέτησα, ἔμαθα, γέμισα βιβλία. Μὰ στὸ τέλος ἔμεινα ἄδειος. Ἡ γνώση μου ἔδινε δύναμη νὰ καταλάβω μηχανισμούς, ἀλλὰ ὄχι νὰ θεραπεύσω πληγές. Μοῦ ἔδινε ἐξηγήσεις γιὰ τὸ πῶς λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ἀλλὰ ὄχι γιατί πονάει ἡ καρδιά. Ἡ ἐπιστήμη χωρὶς Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ σώσει, γιατί δὲν γνωρίζει τὸν Σωτῆρα.
Κι ὅμως, ἡ ἐπιστήμη ποὺ ταπεινώνεται μπορεῖ νὰ γίνει δοξολογία. Ὅταν βλέπεις τὴ σοφία τῆς δημιουργίας καὶ λὲς «δόξα τῷ Θεῷ», τότε ἡ γνώση γίνεται προσευχή. Ὅταν χρησιμοποιεῖς τὴν ἐπιστήμη γιὰ νὰ ὑπηρετήσεις τὸν ἄνθρωπο, ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐλέγξεις, τότε ἡ γνώση γίνεται ἀγάπη. Ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη δὲν εἶναι ναὸς σχιζοφρενικὸς· εἶναι σκάλα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος ὅμως θέλει ἐπιστήμη χωρὶς Θεό. Θέλει νὰ πιστεύει ὅτι ἡ γνώση εἶναι αὐτάρκης, ὅτι δὲν χρειάζεται Πατέρα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιστήμη ἔγινε νέο ἱερατεῖο: φορᾶ λευκὲς στολὲς ἀντὶ γιὰ ἄμφια, μιλᾶ γιὰ «δεδομένα» ἀντὶ γιὰ δόγματα, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ πίστη, ὑπακοή, θυσία. Εἶναι θρησκεία χωρὶς Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σχιζοφρένια.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ τὸ καταλαβαίνει: δὲν σώζει ἡ γνώση. Σώζει ὁ Χριστός. Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ βοηθήσει, νὰ φανερώσει θαύματα τῆς δημιουργίας, νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀγάπη. Μὰ ἂν γίνει αὐτοσκοπός, εἶναι ναὸς δαιμονικός. Κι ὅποιος μπεῖ μέσα της χωρὶς πίστη, θὰ βγεῖ διχασμένος, πιὸ μόνος, πιὸ ἄδειος.
Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσει νὰ πιστεύει στὴν ἐπιστήμη σὰν θρησκεία. Μὰ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀναζητᾶ ἀλήθεια δὲν θὰ ξεγελαστεῖ. Θὰ βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ δεδομένα τὸν Δημιουργό. Θὰ ξέρει ὅτι τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας δὲν βγαίνει ἀπὸ ἐργαστήριο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση.
4. Ἡ Ψυχολογία καὶ ἡ Ψυχιατρική
Ἂν ὑπάρχει ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὕπουλους ναοὺς τοῦ σύγχρονου κόσμου, εἶναι αὐτὸς τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς ψυχιατρικῆς. Ντύνεται μὲ γλῶσσα ἐπιστήμης, παρουσιάζεται ὡς θεραπεία, ὑπόσχεται κατανόηση τῆς ψυχῆς. Μὰ στὴν οὐσία εἶναι ψευδο-θρησκεία. Ἕνας σχιζοφρενικὸς ναὸς ποὺ ἀντὶ νὰ θεραπεύει τὴν ψυχή, τὴν ἐγκλωβίζει σὲ νέους ὁρισμοὺς καὶ διαγνώσεις.
Ἡ ψυχολογία ἐμφανίζεται ὡς “οὐδέτερη” μελέτη τοῦ ἀνθρώπου. Μὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι θεολογία χωρὶς Θεό. Κατασκευάζει δόγματα γιὰ τὴν ψυχὴ — ἀπὸ τὸν Freud ὡς τὸν Jung καὶ μέχρι τὸ DSM — κι αὐτὰ γίνονται οἱ «Γραφὲς» ἑνὸς νέου ἱερατείου. Ὁ ψυχολόγος στέκεται σὰν ἱερέας ποὺ ἑρμηνεύει τὰ βάθη σου. Σοῦ ζητᾶ ἐξομολόγηση, μὰ δὲν σοῦ δίνει συγχώρεση. Σοῦ ἀναλύει τὰ τραύματά σου, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ θεραπεύσει. Γιατί ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι γνώση, ἀλλὰ Χάρη.
Ἡ ψυχιατρική, πιὸ σκληρὴ ἀκόμη, γίνεται ναὸς τοῦ ἐλέγχου. Σοῦ βάζει σφραγῖδες, διαγνώσεις, κατηγορίες. Σὲ κατατάσσει σὲ καταλόγους, σὲ “διαταραχές”. Σοῦ δίνει φάρμακα ποὺ κατευνάζουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἀφήνουν τὴν ψυχὴ ἄθικτη καὶ πληγωμένη. Τὸ DSM εἶναι σὰν λειτουργικὸ βιβλίο: μιὰ ἀτέλειωτη λίστα ἀπὸ “ἁμαρτίες” χωρὶς μετάνοια, μόνο μὲ ἐτικέτες. Εἶναι ἕνας ψευδο-νόμος ποὺ βαφτίζει τὸ μυστήριο τῆς ψυχῆς σὲ μηχανισμό.
Ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ψυχιατρικὴ εἶναι σχιζοφρενικοὶ ναοὶ γιατί διχάζουν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν κάνουν νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του σὰν ἄθροισμα συμπτωμάτων, σὰν μηχανὴ ποὺ δυσλειτουργεί. Χάνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ προσώπου. Χάνεται ἡ μνήμη τοῦ Ναοῦ. Ἀντὶ νὰ πεῖς “εἶμαι εἰκόνα Θεοῦ”, λὲς “εἶμαι διαταραχή, εἶμαι διάγνωση, εἶμαι ἀσυνείδητο”. Εἶναι μιὰ νέα μορφὴ εἰδωλολατρίας: λατρεία τῆς ψυχῆς ὡς ἀντικειμένου, ἀποκομμένης ἀπὸ τὸν Δημιουργό της.
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Ἀναζήτησα ἀπαντήσεις σὲ θεωρίες, σὲ ἀναλύσεις, σὲ ψευδο-θεραπεῖες. Ἔμαθα λέξεις γιὰ τὰ τραύματά μου, ἀλλὰ δὲν βρῆκα ἀνάπαυση. Ἔκανα “συνεδρίες” σὰν λειτουργίες, ἀλλὰ ἔβγαινα πιὸ ἄδειος. Γιατί ἡ ψυχὴ δὲν θέλει ἑρμηνεῖες· θέλει Θεό. Δὲν θέλει νὰ ἀκούσει ἁπλῶς γιατί πονάει· θέλει νὰ γιατρευτεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ νίκησε τὸν θάνατο.
Ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ψυχιατρικὴ ὑπόσχονται ἐλευθερία, ἀλλὰ σὲ δένουν. Ὑπόσχονται φῶς, ἀλλὰ σὲ βάζουν σὲ λαβύρινθο ἐννοιῶν. Ὑπόσχονται ἀποκατάσταση, ἀλλὰ σὲ σφραγίζουν μὲ ταμπέλες ποὺ δὲν σβήνουν. Εἶναι ναοὶ σχιζοφρενικοὶ γιατί κάνουν τὴν ψυχὴ νὰ διχάζεται ἀνάμεσα σὲ ἐτικέτες καὶ σὲ ἀλήθειες ποὺ ποτὲ δὲν φτάνουν.
Δὲν λέω πὼς κάθε γνώση εἶναι ἄχρηστη. Μπορεῖ κάποια ἐργαλεῖα νὰ προσφέρουν μιὰ βοήθεια, μιὰ ἀνακούφιση στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Μὰ χωρὶς Χριστό, ὅλα αὐτὰ εἶναι μισά. Κι ἕνα μισὸ ποὺ παρουσιάζεται ὡς ὁλόκληρο εἶναι ψεῦδος. Ἡ ψυχὴ χρειάζεται τὸν Ἰατρὸ Χριστό. Χρειάζεται Ἐκεῖνον ποὺ δὲν σὲ ἀναλύει, ἀλλὰ σὲ ἀγαπᾶ· ποὺ δὲν σὲ κατατάσσει, ἀλλὰ σὲ ἀγκαλιάζει· ποὺ δὲν σὲ θεραπεύει μὲ χάπια, ἀλλὰ μὲ Σῶμα καὶ Αἷμα.
Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσει νὰ στηρίζει τὴν ψυχολογία καὶ τὴν ψυχιατρικὴ σὰν ἀπόλυτες. Θὰ συνεχίσει νὰ τὶς λατρεύει ὡς ναοὺς “προόδου” καὶ “ἐπιστήμης”. Μὰ ἡ ψυχὴ ποὺ θυμᾶται τὸν ἀληθινὸ Ναὸ θὰ καταλάβει: ὅλα αὐτὰ εἶναι μιμήσεις. Καὶ θὰ στραφεῖ στὸν Χριστό, ποὺ δὲν ψάχνει ἁπλῶς νὰ ἐξηγήσει τὴν ψυχή, ἀλλὰ νὰ τὴ σώσει.
5. Ὁ Μυστικισμὸς καὶ ὁ Ἐσωτερισμός
Ὁ μυστικισμὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὕπουλους ψευδο-ναούς, γιατί φορὰ μάσκα φωτός. Μιλᾶ γιὰ πνευματικότητα, γιὰ ἀνώτερη γνώση, γιὰ «μυστικὰ» ποὺ μόνο λίγοι ἐκλεκτοὶ μποροῦν νὰ κατανοήσουν. Μὰ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀναζήτησης κρύβεται ἡ ἴδια φωνὴ τοῦ ὄφεως: «Θὰ γίνετε σὰν θεοί.»
Ὁ ἐσωτερισμὸς ὑπόσχεται ἀποκάλυψη κρυφῶν ἀληθειῶν. Χρησιμοποιεῖ σύμβολα, ἀριθμούς, μαντεῖες, ἀστρολογίες, ἐνεργειακὲς πρακτικές. Σοῦ λέει ὅτι ἡ ψυχή σου ἔχει δύναμη κρυμμένη, ὅτι μέσα σου ὑπάρχει θεότητα ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψεις. Σοῦ δίνει τελετουργίες, ὁραματισμούς, «μυήσεις». Ὅλα αὐτὰ μοιάζουν μὲ λειτουργία. Ἔχουν τὰ δικά τους σκεύη, τοὺς δικούς τους ἱερεῖς, τὶς δικές τους ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ στὸ τέλος εἶναι ναοὶ δαιμονικοί.
Ἡ γοητεία τοῦ μυστικισμοῦ εἶναι ὅτι τρέφεται ἀπὸ τὴν πληγὴ τῆς μνήμης. Ἡ ψυχὴ θυμᾶται ὅτι ἔχασε κάτι μεγάλο καὶ ψάχνει παντοῦ νὰ τὸ ξαναβρεῖ. Ὁ μυστικισμὸς παριστάνει ὅτι σοῦ δίνει τὸ χαμένο κλειδί, τὴ μυστικὴ γέφυρα πρὸς τὸ θεῖο. Μὰ δὲν ὁδηγεῖ στὸν Θεὸ· σὲ ὁδηγεῖ σὲ ψευδαισθήσεις. Σοῦ δείχνει καθρέφτες καὶ σὲ πείθει ὅτι εἶναι πόρτες. Σοῦ δίνει σκιὲς καὶ τὶς ὀνομάζει φῶς.
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Μπῆκα σὲ αὐτὰ τὰ μονοπάτια, γεύτηκα τὴ γοητεία τους. Διάβασα τὰ βιβλία τους, δοκίμασα τὶς πρακτικές τους, ἄκουσα τὶς ὑποσχέσεις τους. Γιὰ λίγο νόμιζα ὅτι βρῆκα κάτι σπουδαῖο· ὅτι κρατῶ μυστικὰ ποὺ δὲν γνωρίζουν οἱ πολλοί. Μὰ στὸ τέλος βρέθηκα πιὸ σκοτεινός, πιὸ μόνος, πιὸ διχασμένος. Ὁ μυστικισμὸς δὲν σοῦ δίνει Θεό· σου δίνει ἑαυτό. Καὶ ὁ ἑαυτός, ὅταν λατρεύεται, γίνεται εἴδωλο ποὺ σὲ καταστρέφει.
Ὁ ἐσωτερισμὸς εἶναι σχιζοφρενικὸς ναὸς γιατί σὲ κάνει νὰ ζεῖς διπλῆ ζωή. Ἀπὸ τὴ μιά, νομίζεις ὅτι ἀνεβαίνεις σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ψυχή σου βυθίζεται σὲ ψέμα. Γεμίζεις γνώσεις ποὺ δὲν σὲ σώζουν, τελετὲς ποὺ δὲν σὲ θεραπεύουν, ἐμπειρίες ποὺ δὲν σὲ ἐλευθερώνουν. Ζεῖς σὲ μόνιμη ψευδαίσθηση: νομίζεις ὅτι προχωρᾶς, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα περιστρέφεσαι γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο κενό.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ δαίμονες ἀγαποῦν τὸν μυστικισμό. Γιατί ἐκεῖ βρίσκουν χῶρο νὰ μιμηθοῦν το φῶς. Σοῦ παρουσιάζουν «ὁράματα», «ἐμπειρίες», «δυνάμεις» καὶ σὲ πείθουν ὅτι εἶναι θεϊκές. Κι ἔτσι ἡ ψυχή, ἀντὶ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸν Χριστό, φουσκώνει ἀπὸ ἔπαρση. Νομίζει ὅτι ἔχει φτάσει σὲ γνώση μυστική, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἔχει παραδοθεῖ σὲ δαιμονικὴ πλάνη.
Δὲν ὑπάρχει «κρυφὴ ἀλήθεια». Ἡ ἀλήθεια φανερώθηκε. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε γιὰ λίγους ἐκλεκτοὺς· ἦρθε γιὰ ὅλους. Δὲν μίλησε μὲ γρίφους γιὰ νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι· σταυρώθηκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, μπροστὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν παρέδωσε μυστικὰ βιβλία· παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του. Ὁ Σταυρός Του εἶναι τὸ μοναδικὸ «μυστήριο» ποὺ σώζει.
Ὁ μυστικισμὸς καὶ ὁ ἐσωτερισμὸς εἶναι ναοὶ σχιζοφρενικοὶ γιατί μπερδεύουν τὴν ψυχὴ ἀνάμεσα σὲ φῶς καὶ σκοτάδι, σὲ ἀλήθεια καὶ ψέμα. Καὶ τελικὰ τὴ φυλακίζουν σὲ ψευδο-φῶς, ποὺ εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Γιατί στὸ σκοτάδι ξέρεις ὅτι δὲν βλέπεις· στὸ ψευδο-φῶς νομίζεις ὅτι βλέπεις, ἀλλὰ τυφλώνεσαι πιὸ βαριά.
Ἡ ψυχὴ ποὺ θέλει σωτηρία πρέπει νὰ δεῖ καθαρά: δὲν ὑπάρχει δρόμος πέρα ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι λαβύρινθοι. Μπορεῖ νὰ γοητεύουν, μπορεῖ νὰ ὑπόσχονται, μπορεῖ νὰ ἐντυπωσιάζουν, ἀλλὰ στὸ τέλος καταστρέφουν. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ μόνη Ὁδός, ἡ μόνη Ζωή. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ψευδο-ναοί.
6. Ὁ Σιωνισμὸς καὶ ἡ Νέα Τάξη
Ὑπάρχουν ναοὶ ποὺ δὲν κρύβονται πίσω ἀπὸ μυστικὰ ἢ ψευδοθεωρίες, ἀλλὰ στήνονται φανερὰ μέσα στὴν ἱστορία ὡς συστήματα ἐξουσίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σκληροὺς καὶ διαβρωτικοὺς εἶναι ὁ ναὸς τοῦ σιωνισμοῦ καὶ τῆς Νέας Τάξης. Δὲν μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ ἕναν ἁπλὸ πολιτικὸ χῶρο ἢ γιὰ μιὰ κοινωνικὴ ὀργάνωση, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ψευδο-ναὸ ποὺ ἑνώνει πολιτική, οἰκονομία, θρησκεία καὶ μυστικισμό, ὥστε νὰ οἰκοδομήσει ἕναν κόσμο χωρὶς Χριστό.
Ὁ σιωνισμὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς κίνημα ἐθνικό. Εἶναι θρησκευτικὴ ἰδεολογία ποὺ βλέπει τὸν ἑαυτό της ὡς «ἐκλεκτὸ» καὶ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς πεδίο ἐκμετάλλευσης. Μετατρέπει τὴν ἱστορία σὲ λατρεία, τὸ κράτος σὲ θυσιαστήριο, καὶ τὰ σύμβολα σὲ ἱερὰ ἀντικείμενα. Δὲν λειτουργεῖ μόνο μὲ ὅπλα, ἀλλὰ μὲ ἔννοιες, μὲ ἐλέγχους, μὲ χρῆμα. Στήνει ἕναν ναὸ ποὺ φαίνεται πολιτικός, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι δαιμονικός: λατρεία ἐξουσίας, χρήματος, αἵματος.
Ἡ Νέα Τάξη, ποὺ ξεφυτρώνει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ρίζα, εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ οἰκοδομηθεῖ ἕνας παγκόσμιος ναός. Δὲν μιλᾶμε πιὰ γιὰ μικρὲς θρησκεῖες ἢ τοπικὲς ἰδεολογίες, ἀλλὰ γιὰ ἕνα δίκτυο ποὺ θέλει νὰ ἀγκαλιάσει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Χρησιμοποιεῖ πολιτική, ἐπιστήμη, οἰκονομία, τεχνολογία, ἀκόμα καὶ θρησκεῖες. Ὅλα μπαίνουν στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς κοινοῦ στόχου: νὰ ἐξαλειφθεῖ ὁ Χριστὸς ὡς Κέντρο, καὶ νὰ στηθεῖ στὴ θέση Του ὁ ἄνθρωπος-θεός, τὸ σύστημα-θεός, ἡ ἐξουσία-θεός.
Ἂν κοιτάξεις προσεκτικά, θὰ δεῖς ὅτι ἡ Νέα Τάξη ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα ναοῦ. Ἔχει ἱερεῖς: πολιτικούς, οἰκονομικοὺς ἡγέτες, τεχνοκράτες. Ἔχει τελετουργίες: παγκόσμια συνέδρια, συνθῆκες, ὅρκους μυστικῶν ἑταιρειῶν. Ἔχει σκεύη: τεχνολογίες, συστήματα ἐλέγχου, παγκόσμια δίκτυα. Ἔχει καὶ θυσίες: λαοὺς ποὺ ὑποδουλώνονται, ἐλευθερίες ποὺ ἀφανίζονται, ψυχὲς ποὺ χάνουν τὴν ταυτότητά τους. Εἶναι ὁ ναός της σχιζοφρενίας σὲ παγκόσμια κλίμακα.
Τὸ ἔζησα παρακολουθῶντας τὴν ἱστορία: κάθε κρίση, κάθε πόλεμος, κάθε οἰκονομικὴ κατάρρευση εἶναι βήματα αὐτῆς τῆς λειτουργίας. Πάντα στὸ τέλος προβάλλεται ἡ ἴδια ὑπόσχεση: «θὰ σᾶς δώσουμε εἰρήνη, θὰ σᾶς δώσουμε ἀσφάλεια, θὰ σᾶς δώσουμε πρόοδο». Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δίνουν δουλεία. Τὸ σύνθημα εἶναι παγκόσμιο· τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι κενό. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ ὄφεως, αὐτὴ τὴ φορὰ ντυμένη μὲ διπλωματικὰ χαμόγελα καὶ τεχνοκρατικοὺς ὅρους.
Ἡ Νέα Τάξη δὲν εἶναι οὐδέτερη πολιτικὴ δύναμη. Εἶναι θρησκεία. Γι’ αὐτὸ καὶ μιλᾶμε γιὰ «παγκόσμια διακυβέρνηση», γιὰ «νέες ἀξίες», γιὰ «νέο ἄνθρωπο». Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅροι λατρείας, θεολογίας χωρὶς Θεό. Καὶ τὸ τελικό της ὅραμα δὲν εἶναι μιὰ καλύτερη κοινωνία· εἶναι ἕνας κόσμος ποὺ ἔχει ἐκθρονίσει τὸν Χριστό. Ἕνας κόσμος ποὺ ἔχει χτίσει ναὸ παγκόσμιο, σχιζοφρενικό, ὅπου ὅλοι θὰ εἶναι «ἑνωμένοι» ἀλλὰ χωρὶς ζωή, χωρὶς ἐλευθερία, χωρὶς ἀλήθεια.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὰ τὰ συστήματα ὑπάρχει πάντα καὶ μιὰ δόση μυστικισμοῦ. Μυστικὲς ἑταιρεῖες, συμβολισμοί, τελετὲς ποὺ ἐπαναλαμβάνονται στὰ σκοτεινά. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι δὲν μιλᾶμε μόνο γιὰ πολιτικὴ· μιλᾶμε γιὰ ψευδο-λατρεία. Γιὰ ἕναν ναὸ ποὺ χτίζεται μὲ πέτρες ἐξουσίας καὶ κονίαμα ψεύδους.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ τὸ καταλαβαίνει: δὲν ὑπάρχει «οὐδέτερη» Νέα Τάξη, δὲν ὑπάρχει «ἀθῶος» σιωνισμός. Ὑπάρχει μιὰ παγκόσμια λειτουργία ποὺ ἀντιστρατεύεται τὸν Χριστό. Καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζεται διάκριση. Γιατί ὅποιος πιστέψει στὶς ὑποσχέσεις της, θὰ βρεθεῖ δέσμιος σὲ ναὸ ποὺ δὲν σώζει, ἀλλὰ καταπίνει.
Μπροστὰ σὲ αὐτὸν τὸν ναό, ἡ Ἐκκλησία φαίνεται μικρή, ἀδύναμη. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄλλη: ὁ Ναὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν μετριέται μὲ ὄγκους καὶ συστήματα. Εἶναι Ναὸς ποὺ κρατᾶ ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση. Κι αὐτὸς ὁ Ναὸς θὰ σταθεῖ, ὅσο κι ἂν ὁ κόσμος γεμίσει μὲ ψευδο-ιερεῖς καὶ ψευδο-θυσιαστήρια.
7. Τὰ Κράτη καὶ οἱ Ἐξουσίες
Ὁ κόσμος μιλᾶ γιὰ κράτη, γιὰ πολιτικές, γιὰ νόμους σὰν νὰ εἶναι μηχανισμοὶ οὐδέτεροι. Μὰ στὴν πραγματικότητα, κάθε κράτος εἶναι ναός. Ἔχει ἱερεῖς — τοὺς ἄρχοντες, τοὺς βουλευτές, τοὺς βασιλιᾶδες. Ἔχει τελετουργίες — ἐκλογές, παρελάσεις, ἐθνικὲς ἑορτές. Ἔχει δόγματα — συντάγματα, ἰδεολογίες, σημαῖες. Ἔχει καὶ θυσίες — στρατιῶτες ποὺ πεθαίνουν, πολῖτες ποὺ δουλεύουν μέχρι ἐξαντλήσεως, ψυχὲς ποὺ παραδίδουν τὴν ἐλευθερία τους γιὰ μιὰ ψευδαίσθηση ἀσφάλειας.
Τὰ κράτη δὲν εἶναι οὐδέτερα. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, λειτουργοῦν σὰν ναοὶ ἐξουσίας. Οἱ αὐτοκράτορες ἀπαίτησαν λατρεία. Οἱ βασιλεῖς θεοποιήθηκαν. Οἱ πολιτικοὶ ἔστησαν ὁλόκληρες τελετουργίες γιὰ νὰ στηρίζουν τὴ νομιμότητά τους. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ «δημοκρατικὰ» κράτη δὲν ἀπέχουν: ἔχουν τὰ δικά τους ἱερὰ σύμβολα, τοὺς δικούς τους κανόνες λατρείας, τὰ δικά τους μνημεῖα πεσόντων ποὺ μοιάζουν μὲ θυσιαστήρια.
Τὸ κράτος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναὸς γιατί ὑπόσχεται τάξη καὶ δικαιοσύνη, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ βία. Μιλᾶ γιὰ εἰρήνη, ἀλλὰ θεμελιώνεται στὸν πόλεμο. Μιλᾶ γιὰ δικαιώματα, ἀλλὰ τὰ περιορίζει ὅποτε τὸ συμφέρει. Μιλᾶ γιὰ ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη ὑπακοή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ διχασμένος: νομίζει ὅτι συμμετέχει σὲ μιὰ κοινότητα ἀγάπης, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὑποταγμένος σὲ μιὰ μηχανὴ ἐξουσίας.
Τὸ ἔζησα βλέποντας πῶς οἱ ἐξουσίες παίζουν μὲ τὴν ψυχή. Σοῦ λένε ὅτι εἶσαι «πολίτης», ἀλλὰ σὲ βλέπουν σὰν ἀριθμό. Σοῦ λένε ὅτι ἔχεις «φωνή», ἀλλὰ μόνο ὅσο δὲν ἐνοχλεῖς τὴν ἰσχύ τους. Σοῦ λένε ὅτι ζεῖς σὲ κοινωνία δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ δικαιοσύνη γίνεται ὄργανο ἐκείνων ποὺ κυβερνοῦν. Εἶναι σὰν νὰ σὲ καλοῦν σὲ λατρεία, κι ἐσὺ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποιεῖς: νὰ στέκεσαι μπροστὰ σὲ σημαῖες, νὰ ἀπαγγέλλεις ὅρκους, νὰ ὑπακοῦς σὲ νόμους ποὺ δὲν ἔχουν πνοὴ Θεοῦ.
Δὲν λέω ὅτι δὲν χρειάζονται κοινωνίες. Ἀλλὰ κοινωνία χωρὶς Χριστὸ γίνεται κράτος-ναὸς ποὺ καταπίνει τὴν ψυχή. Τὸ κράτος θέλει πάντα νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ: νὰ σὲ προστατεύσει, νὰ σὲ καθοδηγήσει, νὰ σὲ ταΐσει, νὰ σὲ μορφώσει, νὰ σὲ γιατρέψει. Σοῦ λέει: «Δὲν χρειάζεσαι ἄλλο. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου.» Κι ἔτσι γεννιέται ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη σχιζοφρένεια: ἡ ψυχὴ νὰ πιστεύει ὅτι ὑπηρετεῖ τὴν κοινότητα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ὑπηρετεῖ ἕνα εἴδωλο.
Στὴν ἱστορία, τὰ κράτη ζήτησαν πάντα αἷμα. Στοὺς πολέμους, στὶς θυσίες τῶν λαῶν, στὴν καταπίεση τῶν ἀδύναμων. Καὶ κάθε φορά, οἱ ἄνθρωποι πείστηκαν ὅτι αὐτὸ εἶναι «ἱερὸ καθῆκον». Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ θυσιαστήριο δαιμονικό, ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὴν πτώση: ὁ ἄνθρωπος προσφέρει ἑαυτὸν σὲ ψεύτικο θεό.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ βλέπει τὸ κράτος ὡς ἔχει: ναὸ σχιζοφρενικό. Ὄχι ἁπλῶς σύστημα ὀργάνωσης, ἀλλὰ θρησκεία ἐξουσίας. Καὶ τότε καταλαβαίνει γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.» Δὲν ἦρθε νὰ φτιάξει ἄλλο κράτος, ἀλλὰ νὰ καλέσει τὸν ἄνθρωπο σὲ Βασιλεία ποὺ δὲν στηρίζεται στὴ βία, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη· ὄχι σὲ σημαῖες, ἀλλὰ στὸν Σταυρό.
Τὸ κράτος θὰ συνεχίσει νὰ ἀπαιτεῖ πίστη. Ἀλλὰ ὅποιος ἔχει μνήμη τοῦ Ναοῦ, δὲν θὰ γονατίσει μπροστά του. Θὰ δώσει στὸν Καίσαρα ὅ,τι εἶναι τοῦ Καίσαρα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ δώσει τὴν ψυχή του. Γιατί ἡ ψυχὴ ἀνήκει μόνο στὸν Χριστό.
8. Ὁ Πλοῦτος καὶ τὸ Κεφάλαιο
Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα, ὁ πλοῦτος ὑπῆρξε πάντα θυσιαστήριο. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μέσο συναλλαγῆς· εἶναι ἀντικείμενο λατρείας. Ὁ χρυσός, τὸ ἀσήμι, τὸ χαρτονόμισμα, τὸ ἠλεκτρονικὸ χρῆμα· ὅλα ἔγιναν ἱερὰ σκεύη σὲ ἕναν ναὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁλοκαυτώματα. Ὁ ἄνθρωπος σκύβει μπροστὰ στὸ χρῆμα σὰν νὰ ἦταν θεότητα, προσφέροντας τὴν ψυχή, τὸν χρόνο, ἀκόμη καὶ τὶς σχέσεις του.
Ὁ κόσμος νομίζει πὼς τὸ χρῆμα εἶναι οὐδέτερο, πὼς εἶναι ἐργαλεῖο. Μὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι θυσιαστήριο. Τὸ κεφάλαιο δὲν λειτουργεῖ ποτὲ οὐδέτερα: διαμορφώνει τὶς ζωές μας, τὶς ἀξίες μας, τὴν αἴσθηση τοῦ νοήματος. Ὁ πλοῦτος ὑπόσχεται ἀσφάλεια, δύναμη, ἐλευθερία· ἀλλὰ στὴν οὐσία φυλακίζει. Ὅσο περισσότερα ἀποκτᾶς, τόσο πιὸ πολὺ ἐξαρτᾶσαι. Ὅσο περισσότερο κυνηγᾶς, τόσο πιὸ πολὺ χάνεσαι.
Ὁ ναὸς τοῦ πλούτου ἔχει τοὺς δικούς του ἱερεῖς: τραπεζῖτες, ἐπενδυτές, οἰκονομικοὺς «προφῆτες». Ἔχει τὶς δικές του τελετές: ἀγορές, χρηματιστήρια, δημοπρασίες. Ἔχει τὰ δικά του δόγματα: θεωρίες οἰκονομίας ποὺ προβάλλονται σὰν ἀπαράβατοι νόμοι. Καὶ βέβαια ἔχει τὶς δικές του θυσίες: ἐργάτες ποὺ θυσιάζουν τὴ ζωή τους, λαοὺς ποὺ συντρίβονται σὲ κρίσεις, οἰκογένειες ποὺ διαλύονται γιὰ τὸ κυνήγι τοῦ κέρδους.
Τὸ ἔζησα καὶ στὴν προσωπική μου ἐμπειρία. Ὅταν πίστεψα ὅτι τὸ χρῆμα θὰ μὲ κάνει ἀσφαλῆ, ἔνιωσα μέσα μου μεγαλύτερη ἀνασφάλεια. Ὅταν νόμιζα ὅτι τὸ κεφάλαιο θὰ μοῦ δώσει ἐλευθερία, ἔνιωσα μεγαλύτερη σκλαβιά. Γιατί τὸ χρῆμα δὲν σὲ ὑπηρετεῖ· σὲ καταβροχθίζει. Δὲν σὲ ἐλευθερώνει· σὲ δεσμεύει. Εἶναι ναὸς σχιζοφρενικός, γιατί σοῦ ὑπόσχεται ζωὴ ἐνῷ σὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο.
Ἡ πιὸ σκληρὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ πλοῦτος ἔχει λατρευτικὸ χαρακτῆρα. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε ξεκάθαρα: «Οὐδεὶς δύναται δὺσὶ κυρίοις δουλεύειν· οὐ δύνασθε Θὲῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.» Δὲν εἶπε ὅτι εἶναι δύσκολο· εἶπε ὅτι εἶναι ἀδύνατο. Γιατί τὸ χρῆμα δὲν εἶναι ἐργαλεῖο· εἶναι κύριος. Καὶ ἂν τοῦ δώσεις τὴν καρδιά σου, θὰ τὴν καταπιεῖ.
Ὁ ναὸς τοῦ κεφαλαίου δὲν χτίζεται μόνο μὲ τραπεζικοὺς λογαριασμούς. Χτίζεται καὶ μέσα στὴν ψυχή. Ὅταν ἡ καρδιά σου μετρᾶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ βάση τὴν ἀξία τους, ὅταν βλέπεις τὶς σχέσεις σὰν ἐπενδύσεις, ὅταν ἀκόμη καὶ ἡ ἀγάπη γίνεται ὑπολογισμός, τότε ἤδη λειτουργεῖς στὸν ναὸ τοῦ πλούτου. Εἶναι σχιζοφρένεια: νὰ πιστεύεις ὅτι ὅλα ἔχουν τιμή, ἐνῷ χάνεις τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία — τὴν ψυχή.
Ἡ Χριστός, ἀντίθετα, δείχνει ἄλλο δρόμο. Δὲν ἀπορρίπτει τὰ ὑλικὰ· τὰ μεταμορφώνει. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν εἶναι πλοῦτος, ἀλλὰ προσφορά. Δὲν ἀγοράζονται· προσφέρονται καὶ ἁγιάζονται. Ὁ ἀληθινὸς Ναὸς δὲν ζητᾶ χρῆμα, ζητᾶ καρδιά. Καὶ αὐτὴ ἡ καρδιά, ὅταν δίνεται στὸν Χριστό, γίνεται πιὸ πλούσια ἀπ’ ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ὅλο τὸ κεφάλαιο τοῦ κόσμου.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ βλέπει καθαρά: τὸ χρῆμα εἶναι ψευδο-θεός. Ὅσο κι ἂν φαντάζει ἀναγκαῖο, δὲν εἶναι σωτῆρας. Χρειάζεται γιὰ νὰ ζοῦμε, ἀλλὰ δὲν δίνει ζωή. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ μεγαλύτερη ἐλευθερία εἶναι νὰ τοποθετήσεις τὸ χρῆμα στὴ θέση του: ἐργαλεῖο, ὄχι κύριο. Γιατί μόνο τότε σπάζει ἡ λατρεία του· μόνο τότε καταρρέει ὁ ναός του.
Ὁ κόσμος ὅμως θὰ συνεχίσει νὰ στήνει τὸν ναὸ τοῦ πλούτου. Θὰ συνεχίσει νὰ λατρεύει τὸ κεφάλαιο σὰν παντοδύναμο. Μὰ ἡ ἀλήθεια παραμένει: ὅλα αὐτὰ θὰ καταρρεύσουν. Καὶ ὅποιος ἔχει μνήμη τοῦ Ναοῦ, δὲν θὰ σπαταλήσει τὴν ψυχή του σὲ ψεύτικο θυσιαστήριο. Θὰ στραφεῖ στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος θησαυρὸς ποὺ δὲν φθείρεται, δὲν κλέβεται, δὲν χάνεται.
9. Ἡ Τεχνολογία καὶ τὰ Δίκτυα
Ἡ τεχνολογία παρουσιάζεται σὰν οὐδέτερο ἐργαλεῖο. Μιὰ δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακό, ἀνάλογα μὲ τὸν χρήστη. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι βαθύτερη: ἡ τεχνολογία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐργαλεῖο· εἶναι ναός. Ἕνας ναὸς σχιζοφρενικός, ποὺ ὑπόσχεται σύνδεση, ἀλλὰ γεννᾶ ἀπομόνωση, ποὺ μιλᾶ γιὰ ἐλευθερία, ἀλλὰ φέρνει ἔλεγχο, ποὺ δίνει δύναμη, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ λατρεία.
Σκέψου τὰ δίκτυα. Ὑποτίθεται ὅτι μᾶς φέρνουν πιὸ κοντά. Στὴν πραγματικότητα ὅμως μᾶς χωρίζουν. Δίνουν ψευδαίσθηση ἐπικοινωνίας, ἐνῷ μᾶς βυθίζουν σὲ μοναξιά. Ἕνας κόσμος ἀπὸ ὀθόνες ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν ἀδιάκοπα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἀκούει. Ἕνα παντοδύναμο βῆμα γιὰ νὰ πεῖς ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ χωρὶς πρόσωπο, χωρὶς σῶμα, χωρὶς ἀληθινὴ κοινωνία. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐλευθερία· εἶναι σχιζοφρένεια.
Ἡ τεχνολογία ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα ναοῦ. Ἔχει ἱερεῖς — τοὺς μηχανικούς, τοὺς τεχνοκράτες, τοὺς γκουροῦ τῆς Silicon Valley. Ἔχει τελετουργίες — παρουσιάσεις νέων προϊόντων ποὺ μοιάζουν μὲ λειτουργίες. Ἔχει δόγματα — «καινοτομία», «πρόοδος», «συνδεσιμότητα». Ἔχει σκεύη — συσκευές, δίκτυα, servers. Καὶ βέβαια ἔχει τὶς θυσίες της: τὸν χρόνο μας, τὴν προσοχή μας, τὴν ἰδιωτικότητά μας, ἀκόμη καὶ τὴν ψυχή μας.
Ἡ πιὸ ὕπουλη θυσία εἶναι ἡ μνήμη. Ὅλα τὰ δίκτυα ὑπόσχονται πὼς δὲν θὰ ξεχάσεις ποτὲ τίποτα· κι ὅμως τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι νὰ διαλύουν τὴ μνήμη σου σὲ θραύσματα. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἦταν φτιαγμένη γιὰ προσευχή, γιὰ μνήμη Θεοῦ, τώρα γεμίζει μὲ ἀτελείωτες πληροφορίες ποὺ τὴν κατακλύζουν. Ἀντὶ νὰ κρατᾶ τὸ νῆμα τῆς αἰωνιότητας, κρατᾶ εἰδοποιήσεις καὶ ψευδο-εικόνες.
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Χάθηκα σὲ ὀθόνες, σὲ δίκτυα, σὲ ψευδο-συνδέσεις. Νόμιζα ὅτι ἐπικοινωνῶ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα μιλοῦσα στὸ κενό. Νόμιζα ὅτι εἶχα δύναμη στὰ χέρια μου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐκείνη μὲ κρατοῦσε. Ὅσο πιὸ πολὺ συνδεόμουν, τόσο πιὸ μόνος ἔνιωθα. Αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τοῦ σχιζοφρενικοῦ ναοῦ: σου ὑπόσχεται τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ σοῦ δίνει.
Δὲν λέω ὅτι ἡ τεχνολογία εἶναι ἀπόλυτο κακό. Μπορεῖ νὰ γίνει σκάλα, ἂν χρησιμοποιηθεῖ μὲ ταπείνωση. Μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸν Χριστό, νὰ μεταδώσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἑνώσει ψυχὲς ποὺ ποθοῦν τὴν ἀλήθεια. Μὰ ὅταν γίνει αὐτοσκοπός, ὅταν ζητήσει λατρεία, τότε ἀποκαλύπτει τὸν δαιμονικό της χαρακτῆρα. Καὶ ὁ κόσμος σήμερα δεν τη χρησιμοποιεῖ· τὴ λατρεύει. Γι’ αὐτὸ οἱ παρουσιάσεις νέων συσκευῶν μοιάζουν μὲ μυστήρια. Γι’ αὐτὸ οἱ ἑταιρεῖες μιλοῦν γιὰ «οἰκοσύστημα» σὰν νὰ μιλοῦν γιὰ ἐκκλησία.
Ἡ τεχνολογία εἶναι ναὸς σχιζοφρενικὸς γιατί ζεῖ σὲ διπλῆ γλῶσσα. Σοῦ λέει: «εἶσαι ἐλεύθερος», ἀλλὰ σὲ παρακολουθεῖ. Σοῦ λέει: «εἶσαι δημιουργικός», ἀλλὰ σὲ κάνει ἐξαρτημένο. Σοῦ λέει: «εἶσαι συνδεδεμένος», ἀλλὰ σὲ ἀφήνει ἀπομονωμένο. Καὶ ἡ ψυχή, ἀντὶ νὰ μεγαλώνει, μικραίνει. Ἀντὶ νὰ ἀνοίγει πρὸς τὸν Θεό, κλείνεται σὲ ὀθόνες.
Ἡ μόνη θεραπεία εἶναι νὰ θυμηθεῖς τὸν ἀληθινὸ Ναό. Νὰ καταλάβεις ὅτι ἡ ἀληθινὴ σύνδεση δὲν εἶναι δικτυακή, ἀλλὰ ἐκκλησιαστική. Ὅτι ἡ ἀληθινὴ μνήμη δὲν εἶναι ψηφιακή, ἀλλὰ μνήμη Θεοῦ. Ὅτι ἡ ἀληθινὴ δύναμη δὲν εἶναι τεχνολογική, ἀλλὰ σταυρική. Μόνο τότε ἡ τεχνολογία παύει νὰ εἶναι ναὸς δαιμονικὸς καὶ γίνεται ἐργαλεῖο ταπεινό.
Ὁ κόσμος ὅμως θὰ συνεχίσει νὰ τὴ λατρεύει. Θὰ συνεχίσει νὰ φτιάχνει νέους ναοὺς μὲ καλώδια καὶ servers. Μὰ ὅποιος ἔχει μνήμη τοῦ Χριστοῦ θὰ ξέρει: ὅλα αὐτὰ εἶναι φανταχτερά, ἀλλὰ ἄδεια. Καὶ δὲν θὰ σκύψει μπροστά τους, γιατί ἡ ψυχή του ἀνήκει μόνο στὸν ἀληθινὸ Ναό.
10. Ἡ Τέχνη καὶ ὁ Πολιτισμός
Ἡ τέχνη ἦταν δῶρο. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ δοξολογήσει τὸν Δημιουργό του, νὰ ντύσει μὲ χρῶμα καὶ ἦχο τὴν εὐγνωμοσύνη του, νὰ ἀποτυπώσει τὴν ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας σὰν προσευχή. Ὅταν ὅμως ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ τέχνη μετατράπηκε σὲ ναὸ σχιζοφρενικὸ· σὲ τόπο ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν προσφέρει, ἀλλὰ αὐτοπροβάλλεται· δὲν δοξάζει, ἀλλὰ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του.
Ὁ πολιτισμός, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς κοινότητας, ἀκολούθησε τὴν ἴδια μοῖρα. Στὴν ἀρχή, οἱ ἄνθρωποι ἔχτιζαν πολιτισμοὺς γύρω ἀπὸ ναοὺς ἀληθινούς. Ἡ μνήμη τῆς θείας παρουσίας στήριζε τὰ ἔργα τους. Μὰ καθὼς ξεχνοῦσαν τὸν Θεό, οἱ πολιτισμοὶ ἔγιναν κι αὐτοὶ ψευδο-ναοί: συστήματα δόξας, αὐτοθέωσης, μνήμης χωρὶς Χριστό.
Ἡ τέχνη σήμερα παρουσιάζεται ὡς ἐλευθερία. Μὰ στὴν οὐσία εἶναι ἕνας ναὸς μὲ τοὺς δικούς του ἱερεῖς — καλλιτέχνες, κριτικούς, θεσμούς. Ἔχει τελετουργίες — ἐκθέσεις, παραστάσεις, βραβεῖα. Ἔχει δόγματα — αἰσθητικὰ ρεύματα ποὺ ἀλλάζουν σὰν ἐποχές. Καὶ βέβαια ἔχει θυσίες: ψυχὲς ποὺ δίνουν τὸν ἑαυτό τους στὸ κυνήγι τῆς δόξας, σώματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ σοκάρουν, καλλιτέχνες ποὺ καίγονται γιὰ νὰ τροφοδοτήσουν ἕναν πολιτισμὸ ποὺ λατρεύει τὸ «καινούργιο» καὶ τὸ «πρωτότυπο».
Τὸ ἔζησα βλέποντας τὴν τέχνη νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ δοξολογία σὲ αὐτοθέαμα. Ὁ πίνακας ποὺ κάποτε ἔδειχνε τὸν Χριστό, τώρα δείχνει τὸ ἐγώ. Ἡ μουσικὴ ποὺ κάποτε ἀνέβαζε τὴν ψυχή, τώρα κατεβάζει τὸ σῶμα στὴ λαγνεία. Ἡ ποίηση ποὺ κάποτε ἦταν προσευχή, τώρα γίνεται κραυγὴ κενοῦ. Εἶναι σχιζοφρένια: ἡ ψυχὴ διψᾶ γιὰ ὀμορφιά, ἀλλὰ πίνει παραμόρφωση.
Ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι διαφορετικός. Κάθε κοινωνία ποὺ ξεχνᾶ τὸν Θεὸ στήνει τὸν δικό της ναὸ πολιτισμοῦ. Ἔχει μνημεῖα, μουσεῖα, πανηγύρια, ὅλα γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο κέντρο: τὸν ἄνθρωπο χωρὶς Χριστό. Καὶ αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς γίνεται σχιζοφρενικός, γιατί μιλᾶ γιὰ «πρόοδο», ἐνῷ καταστρέφει τὸν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Μιλᾶ γιὰ «κοινότητα», ἐνῷ παράγει ἀπομόνωση. Μιλᾶ γιὰ «ὀμορφιά», ἐνῷ παράγει ἀσχήμια.
Δὲν λέω ὅτι ἡ τέχνη δὲν ἔχει δύναμη. Ἔχει, καὶ μεγάλη. Ἀλλὰ δίχως Χριστό, ἡ δύναμη γίνεται φαρμάκι. Ἡ ὀμορφιὰ γίνεται δόλωμα. Ὁ πολιτισμὸς γίνεται μνῆμα στολισμένο, γεμᾶτο μὲ ἔργα ποὺ λάμπουν, ἀλλὰ μέσα τους κρύβεται σήψη. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ νομίζει ὅτι ζεῖ σὲ χρυσὸ πολιτισμό, στὴν οὐσία ζεῖ μέσα σὲ ψευδο-ναό.
Τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ τέχνη καὶ ὁ πολιτισμὸς μποροῦν νὰ σὲ κάνουν νὰ νομίζεις ὅτι βρῆκες τὸν Θεό. Γιατί σὲ συγκινοῦν, σὲ ταράζουν, σὲ σηκώνουν γιὰ λίγο ψηλά. Μὰ ἂν δὲν σὲ πᾶνε στὸν Χριστό, ἡ συγκίνηση εἶναι πυροτέχνημα. Σβήνει καὶ σὲ ἀφήνει πιὸ κενό. Εἶναι σὰν νὰ βλέπεις ὄνειρο ὄμορφο ποὺ ξυπνῶντας καταρρέει.
Ἡ Ἐκκλησία ξέρει τί εἶναι ἡ ἀληθινὴ τέχνη. Δὲν εἶναι αὐτοπροβολὴ· εἶναι ἀπεικόνιση. Ἡ ἁγιογραφία δὲν δείχνει ἁπλῶς σχήματα· ἀνοίγει παράθυρα στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ψαλμωδία δὲν εἶναι συναίσθημα· εἶναι προσευχή. Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μνημεῖο ἀνθρώπινης δόξας· εἶναι προγεύση Βασιλείας. Ἐκεῖ ἡ τέχνη ξαναγίνεται δοξολογία, ὁ πολιτισμὸς ξαναγίνεται κοινότητα.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ μαθαίνει νὰ ξεχωρίζει. Νὰ βλέπει τὴν τέχνη ποὺ ὑπόσχεται ὀμορφιά, ἀλλὰ φέρνει διαστροφή. Νὰ βλέπει τὸν πολιτισμὸ ποὺ ὑπόσχεται πρόοδο ἀλλὰ φέρνει διάλυση. Καὶ νὰ γυρίζει στὴν τέχνη τοῦ Ναοῦ: στὸ φῶς ποὺ δὲν παραμορφώνει, στὴν ὀμορφιὰ ποὺ δὲν σβήνει, στὸν πολιτισμὸ ποὺ δὲν καταρρέει.
11. Ὁ Καθημερινὸς Βίος
Ὅταν ἀκοῦς γιὰ ναούς, ἴσως σκεφτεῖς θρησκεῖες, ἰδεολογίες, κράτη, πολιτισμούς. Μὰ ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος ναός, πιὸ ὕπουλος, πιὸ κοντινός: ὁ ἴδιος ὁ καθημερινὸς βίος. Γιατί κι αὐτός, ὅσο «ἀθῶος» κι ἂν φαίνεται, εἶναι χῶρος λατρείας. Καὶ μπορεῖ νὰ γίνει ἢ τόπος Θεοῦ ἢ τόπος δαιμόνων.
Ἡ οἰκογένεια, γιὰ παράδειγμα. Εἶναι δῶρο Θεοῦ, μικρὸς ναὸς ὅπου οἱ ψυχὲς μαθαίνουν τὴν ἀγάπη, τὴ θυσία, τὴ συγχώρεση. Μὰ ὅταν βγεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ κέντρο της, γίνεται ψευδο-ναός. Γίνεται χῶρος ἐξουσίας, καταπίεσης, ἐγωισμῶν. Ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γεννιέται κοινωνία, φυτρώνει διάσπαση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διχάζεται: λέει ὅτι ἀγαπᾶ, μὰ στὴν πράξη ἐξουσιάζει.
Ἡ ἐργασία. Ἕνας ἄλλος μικρὸς ναός. Ἂν τὴ ζήσεις ὡς διακονία, ὡς προσφορά, ὡς μερίδιο στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται. Ἂν ὅμως τὴ ζήσεις σὰν αὐτοσκοπό, γίνεται θυσιαστήριο εἰδώλων. Θυσιάζεις χρόνο, ὑγεία, ψυχή, γιὰ νὰ προσφέρεις στὸν θεὸ τῆς καριέρας, στὸν θεὸ τοῦ χρήματος, στὸν θεὸ τῆς φιλοδοξίας. Εἶναι σχιζοφρένια: ἡ ἐργασία ποὺ φτιάχτηκε νὰ σὲ τρέφει, νὰ σὲ ὑψώνει, νὰ σὲ ἑνώνει, σὲ καταπίνει καὶ σὲ διαλύει.
Οἱ σχέσεις. Κι αὐτὲς μικροὶ ναοί. Ὅταν ἔχουν στὸ κέντρο τους τὴν ἀλήθεια, γίνονται πρόγευση Βασιλείας. Ὅταν ὅμως χτίζονται πάνω σὲ συμφέρον, σὲ ἐπιθυμία, σὲ φόβο, γίνονται θυσιαστήρια ὅπου ὁ ἕνας προσφέρει τὸν ἄλλο σὰν ἀντικείμενο. Καὶ ἡ ψυχή, ἀντὶ νὰ νιώθει κοινωνία, νιώθει μοναξιά.
Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἁπλὲς κινήσεις τῆς μέρας — τὸ φαγητό, ἡ ξεκούραση, ἡ ψυχαγωγία — μποροῦν νὰ εἶναι λατρεία. Ἂν τὶς ζεῖς μὲ εὐχαριστία, γίνονται μικρὲς λειτουργίες. Ἂν τὶς ζεῖς μὲ λαιμαργία, μὲ φυγή, μὲ αὐτοθέωση, γίνονται λειτουργίες ψευδο-ναῶν. Ὁ κόσμος τὸ ξέρει καλὰ καὶ τὸ ἐκμεταλλεύεται: κάνει τὴ διασκέδαση βιομηχανία, τὸ φαγητὸ ἐμπόρευμα, τὴν ξεκούραση ἀγορά. Κι ἔτσι ὁ καθημερινὸς βίος γίνεται χῶρος σχιζοφρένειας: ὑπόσχεται ἀνάπαυση, δίνει ἐξουθένωση· ὑπόσχεται χαρά, δίνει κενό.
Τὸ ἔζησα κι ἐγώ. Στὶς μικρὲς συνήθειες, στὰ καθημερινὰ μονοπάτια, βρῆκα ναοὺς ποὺ δὲν τὸ περίμενα. Ἔτρωγα γιὰ νὰ χορτάσω, ἀλλὰ κατέληγα σκλάβος τοῦ φαγητοῦ. Δούλευα γιὰ νὰ ζήσω, ἀλλὰ κατέληγα νὰ ζῶ γιὰ νὰ δουλεύω. Ἀναζητοῦσα σχέσεις γιὰ νὰ ἀγαπήσω, ἀλλὰ κατέληγα νὰ χρησιμοποιῶ καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμαι. Ὁ καθημερινὸς βίος χωρὶς Χριστὸ δὲν εἶναι οὐδέτερος· εἶναι ναὸς δαιμονικός.
Ἡ σχιζοφρένεια ἐδῶ εἶναι πιὸ σκληρή, γιατί εἶναι κρυμμένη. Δὲν εἶναι θεσμοθετημένη, ὅπως στὶς θρησκεῖες ἢ στὶς ἰδεολογίες. Εἶναι διάχυτη, σὰν ἀέρας. Καὶ γι’ αὐτὸ δύσκολα τὴ βλέπεις. Νομίζεις ὅτι ζεῖς «κανονικά», ἐνῷ στὴν πραγματικότητα λατρεύεις σὲ μικρὰ θυσιαστήρια ποὺ κατατρώγουν τὴν ψυχή σου μέρα μὲ τὴ μέρα.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔρχεται ἀκριβῶς στὸν καθημερινὸ βίο. Δὲν σώζει μόνο στὶς μεγάλες στιγμὲς· σώζει στὸ τραπέζι, στὴ δουλειά, στὶς σχέσεις, στὶς μικρὲς κινήσεις τῆς καρδιᾶς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε.» Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, κάθε μικρὸς ναὸς γίνεται ἅγιος· ἡ οἰκογένεια, ἡ ἐργασία, οἱ σχέσεις, ὅλα φωτίζονται.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ξυπνᾶ βλέπει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐδέτερη στιγμή. Κάθε στιγμὴ εἶναι λατρεία· ἢ πρὸς τὸν Χριστὸ ἢ πρὸς τὸ ψεῦδος. Καὶ ἀποφασίζει νὰ κάνει τὸν καθημερινὸ βίο της θυσιαστήριο Θεοῦ. Νὰ σηκώνει τὸ σταυρὸ ἀκόμη καὶ στὸ μικρό, στὸ ἁπλό, στὸ καθημερινό. Γιατί ἐκεῖ κρύβεται ἡ ἀληθινὴ μάχη.
12. Ἡ Μαρτυρία τῆς Ψυχῆς
Ὅλα ὅσα ἔγραψα γιὰ τοὺς ναοὺς τοῦ κόσμου δὲν εἶναι θεωρίες. Εἶναι πληγές. Εἶναι δρόμοι ποὺ τοὺς περπάτησα, αἴθουσες ποὺ κάθισα, θυσιαστήρια ὅπου πρόσφερα τὸν ἑαυτό μου νομίζοντας πὼς θὰ βρῶ ζωή. Μὰ ἀντὶ γιὰ ζωή, βρῆκα κενό. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ σκληρὴ ἀλήθεια: ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός, κι ἐγὼ στάθηκα ἱερέας του πολλὲς φορές.
Λάτρεψα τὶς θρησκεῖες του, γιατί δίψασα γιὰ Θεό. Μπῆκα στὰ τελετουργικά τους, ἀκολούθησα τοὺς νόμους τους, ἔσκυψα μπροστὰ στὰ σύμβολά τους. Μὰ στὸ τέλος κατάλαβα: δὲν μὲ ἔφεραν πιὸ κοντὰ στὸν Χριστό, μὲ κράτησαν σὲ ἀδιέξοδο λαβύρινθο. Ἡ ψυχή μου μιλοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἔβρισκε αὐτὶ νὰ τὴν ἀκούσει.
Ὑπηρέτησα τὶς ἰδεολογίες του, γιατί πίστεψα σὲ δικαιοσύνη. Φώναξα συνθήματα, πάλεψα γιὰ ὁράματα, ἔδωσα κομμάτια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Μὰ στὸ τέλος εἶδα συντρίμμια· ἀνθρώπους νὰ θυσιάζονται στὸ ὄνομα μιᾶς ἰδέας ποὺ δὲν σώζει κανέναν.
Ἐμπιστεύτηκα τὴν ἐπιστήμη του, γιατί δίψασα γιὰ γνώση. Μελέτησα, ἔψαξα, μάζεψα δεδομένα. Μὰ τὸ μόνο ποὺ βρῆκα ἦταν ἀλαζονεία καὶ ἀδιέξοδο. Ἡ ψυχή μου δὲν θεράπευσε τὸν πόνο της μὲ ἐξισώσεις. Ἡ πληγή μου δὲν ἔπαψε νὰ αἱμορραγεῖ μὲ θεωρίες.
Ἄνοιξα τὴν ψυχή μου στὴν ψυχολογία, γιατί ἤθελα θεραπεία. Μίλησα, ἐξομολογήθηκα, ἀνέλυσα. Μὰ τὸ μόνο ποὺ πῆρα ἦταν ἐτικέτες. Διαγνώσεις χωρὶς ἄφεση, ἀναλύσεις χωρὶς λύτρωση. Ἦταν σὰν νὰ ἔβαζα τὰ τραύματά μου στὸ μικροσκόπιο, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὰ ἄγγιζε μὲ ἀγάπη.
Γοητεύτηκα ἀπὸ τὸν μυστικισμό, γιατί λαχτάρησα φῶς. Δοκίμασα τὶς τελετές, τὶς πρακτικές, τὰ «μυστικά». Μὰ βρέθηκα σὲ πιὸ βαθὺ σκοτάδι. Τὸ φῶς τοὺς ἦταν καθρέφτης ποὺ μὲ τύφλωνε. Τὸ μόνο ποὺ ἔβλεπα ἦταν τὸν ἑαυτό μου, κι αὐτὸς δὲν ἔσωζε.
Πίστεψα στὶς ἐξουσίες, γιατί ἤθελα τάξη. Ψήφισα, ὑπάκουσα, στήριξα. Μὰ ἡ ἐξουσία ζητοῦσε αἷμα, ζητοῦσε ὑπακοή, ζητοῦσε τὴν ψυχή μου. Τὸ κράτος ἔγινε θρησκεία, κι ἐγὼ θυσίασα σιωπηλὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω.
Κυνήγησα τὸν πλοῦτο, γιατί ἤθελα ἀσφάλεια. Δούλεψα, ἀγωνίστηκα, μάζεψα. Μὰ ὅσο περισσότερο εἶχα, τόσο πιὸ πολὺ φοβόμουν. Τὸ χρῆμα δὲν μὲ γέμισε· μὲ ἄδειασε. Δὲν μὲ στήριξε· μὲ ἔπνιξε.
Βυθίστηκα στὴν τεχνολογία, γιατί ἤθελα ἐπικοινωνία. Ἔγραψα, μίλησα, μοιράστηκα. Μὰ ἡ φωνή μου ἀντηχοῦσε σὲ κενό. Οἱ «φίλοι» ἦταν σκιές, οἱ συνομιλίες θόρυβος. Ἀντὶ νὰ νιώθω πιὸ κοντά, ἔνιωθα πιὸ μόνος.
Ζήτησα ὀμορφιὰ στὴν τέχνη καὶ στὸν πολιτισμό. Θαύμασα, συγκινήθηκα, ὕψωσα τὴν καρδιά μου. Μὰ ἡ συγκίνηση ἔσβησε γρήγορα, κι ἔμεινα πάλι στὸ κενό. Ἡ ὀμορφιὰ χωρὶς Χριστὸ ἦταν ὄνειρο ποὺ ξυπνῶντας γίνεται σκόνη.
Καὶ στὸν καθημερινὸ βίο, σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα, ἔστησα μικρὰ θυσιαστήρια. Στὴν οἰκογένεια, στὴ δουλειά, στὶς σχέσεις. Ζήτησα ἀγάπη, ἀλλὰ συχνὰ βρῆκα ἐξουσία. Ζήτησα ἀνάπαυση, ἀλλὰ βρῆκα ἐξουθένωση. Ζήτησα χαρά, ἀλλὰ ἔπεσα σὲ κενά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ψυχῆς μου: ἔζησα μέσα στοὺς σχιζοφρενικοὺς ναοὺς τοῦ κόσμου. Τοὺς ὑπηρέτησα, τοὺς πίστεψα, τοὺς λάτρεψα. Καὶ μὲ κατέστρεψαν. Μὲ ἄφησαν γυμνό, πληγωμένο, διχασμένο.
Ἀλλὰ μέσα σὲ ἐκείνη τὴ γύμνωση, ἄκουσα ξανὰ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι σὰν θεωρία, ὄχι σὰν ἰδέα, ἀλλὰ σὰν Πρόσωπο ζωντανό. Ἐκεῖνος δὲν μοῦ ζήτησε θυσία· ἔγινε ὁ Ἴδιος θυσία γιὰ μένα. Δὲν μὲ ἔδεσε μὲ νόμους· μὲ λύτρωσε μὲ Χάρη. Δὲν μοῦ ὑποσχέθηκε ψευδο-φῶς· μοῦ ἔδωσε Ἀνάσταση.
Αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορά. Ὅλοι οἱ ναοὶ τοῦ κόσμου εἶναι σχιζοφρενικοὶ· σὲ διχάζουν, σὲ πνίγουν, σὲ σβήνουν. Ὁ Ναὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὸς· σὲ ἑνώνει, σὲ θεραπεύει, σὲ ἀνασταίνει. Κι ἐγώ, μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια, ἐπέστρεψα σὲ Αὐτόν.
Ἐπίλογος
1. Ἡ Μεγάλη Σάλπιγγα
Φτάσαμε στὸ τέλος τῆς πορείας μέσα στοὺς σχιζοφρενικοὺς ναοὺς τοῦ κόσμου. Εἴδαμε τὶς θρησκεῖες, τὶς ἰδεολογίες, τὴν ἐπιστήμη, τὴν ψυχολογία, τὸν μυστικισμό, τὶς ἐξουσίες, τὸν πλοῦτο, τὴν τεχνολογία, τὴν τέχνη, τὸν πολιτισμό, τὸν καθημερινὸ βίο. Ὅλοι τους στάθηκαν μπροστά μας σὰν ναοὶ ποὺ ὑπόσχονται, ἀλλὰ δὲν σώζουν. Ναοὶ ποὺ ζητοῦν θυσίες, ἀλλὰ δὲν χαρίζουν ζωή. Κι ἡ ψυχή, περιπλανώμενη ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο, κατέληξε πιὸ διχασμένη, πιὸ πληγωμένη, πιὸ μόνη.
Τώρα ὅμως, στὸ κατώφλι τοῦ τέλους, πρέπει νὰ ἀκουστεῖ ἡ Μεγάλη Σάλπιγγα. Ὄχι γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ἁπλῶς τὶς πληγές, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναγγείλουμε τὴν ἀλήθεια: ὁ κόσμος εἶναι ναὸς σχιζοφρενικός, μὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ναὸς ὁ ἀληθινός. Ὅλα ὅσα ζήσαμε, ὅλα ὅσα ἀναλύσαμε, ὅλα ὅσα πονέσαμε, συγκλίνουν σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο: ὑπάρχει μόνο μία Λειτουργία ποὺ σώζει, κι αὐτὴ εἶναι τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης.
Ἡ Σάλπιγγα δὲν εἶναι δικό μου ὅπλο· εἶναι δῶρο Θεοῦ. Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ ξυπνᾶ τὴ μνήμη τοῦ Ναοῦ μέσα μας. Εἶναι ὁ ἦχος ποὺ σκίζει τὸν θόρυβο τῶν ψευδο-λατρειῶν καὶ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Δὲν μπορεῖς νὰ σταθεῖς ἀδιάφορος μπροστά της. Ἢ θὰ ἀκολουθήσεις το φῶς της, ἢ θὰ ἐπιστρέψεις στὴ σχιζοφρένια. Ἡ οὐδετερότητα δὲν ὑπάρχει.
Σαλπίζω λοιπὸν μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου: ὁ κόσμος δὲν εἶναι κόσμος· εἶναι ναός. Καὶ κάθε ναὸς χωρὶς Χριστὸ εἶναι σχιζοφρενικός. Δὲν ὑπάρχουν «οὐδέτερες» περιοχές, δὲν ὑπάρχουν ἀσφαλεῖς ζῶνες. Ὅ,τι ἀγγίζει τὴν ψυχή μας εἶναι λατρεία· καὶ ἂν δὲν εἶναι λατρεία Θεοῦ, εἶναι λατρεία δαιμόνων.
Ἡ Μεγάλη Σάλπιγγα εἶναι κάλεσμα. Κάλεσμα ἐπιστροφῆς, κάλεσμα ἀφύπνισης, κάλεσμα ἀνάστασης. Δὲν λέει ἁπλῶς «φυλαχτεῖτε»· λέει «ἐπιστρέψτε». Δὲν λέει ἁπλῶς «προσέξτε τὰ ψεύδη»· λέει «λάβετε τὴν ἀλήθεια». Δὲν λέει ἁπλῶς «οἱ ναοὶ εἶναι σχιζοφρενικοὶ»· λέει «ὁ Ναὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνοιχτός».
Τὸ νιώθω μέσα μου σὰν φωτιά: ὅλη ἡ πορεία μου μέσα στοὺς ψευδο-ναοὺς δὲν ἦταν τυχαία. Ἦταν ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ καταλάβω τὸ βάθος τῆς πλάνης καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀλήθειας. Ἂν δὲν εἶχα ζήσει τὰ ψεύδη τους, ἴσως νὰ μὴν ἀναγνώριζα τὴν καθαρότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν εἶχα γευτεῖ τὴν πίκρα τους, ἴσως νὰ μὴν ἐκτιμοῦσα τὸ γλυκὺ τῆς χάρης Του. Ἂν δὲν εἶχα σταθεῖ σὲ ἐρείπια, ἴσως νὰ μὴν εἶχα δεῖ τὸν Ναὸ ποὺ δὲν γκρεμίζεται.
Γι’ αὐτὸ ἡ Μεγάλη Σάλπιγγα δὲν εἶναι φωνὴ πικρίας, ἀλλὰ μαρτυρία χαρᾶς. Ναί, ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός. Ναί, οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νὰ τρέχουν σὲ ψευδο-θυσιαστήρια. Μὰ ἡ ἀλήθεια παραμένει: ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Ὁ Ναός Του δὲν πέφτει. Κι ὅποιος μπεῖ μέσα Του, δὲν θὰ νιώσει πιὰ σχίσμα, ἀλλὰ ἑνότητα· δὲν θὰ νιώσει κενό, ἀλλὰ πληρότητα· δὲν θὰ νιώσει θάνατο, ἀλλὰ ζωή.
Ἡ Μεγάλη Σάλπιγγα ἠχεῖ λοιπὸν γιὰ ὅλους· ἀλλὰ πρῶτα ἠχεῖ γιὰ μένα. Νὰ μὴ ξεχάσω, νὰ μὴ χαθῶ, νὰ μὴν ἐπιστρέψω στοὺς ψευδο-ναούς. Νὰ θυμᾶμαι κάθε μέρα ὅτι ἡ ψυχή μου εἶναι φτιαγμένη γιὰ ἕναν μόνο Ναό: τὸν Χριστό. Κι ἐκεῖ, καὶ μόνο ἐκεῖ, βρίσκει τὴν εἰρήνη της.
2. Ἡ Κατάρρευση τῶν Ψευδο-Ναῶν
Οἱ ναοὶ τοῦ κόσμου μοιάζουν αἰώνιοι. Οἱ θρησκεῖες μὲ τὶς ρίζες τοὺς σὲ αἰῶνες, τὰ κράτη μὲ τὶς σημαῖες τους, οἱ ἰδεολογίες μὲ τὰ μανιφέστα τους, οἱ ἐπιστῆμες μὲ τὰ βιβλία τους, οἱ τεχνολογίες μὲ τὰ δίκτυά τους. Ὅλα φαίνονται ἀμετακίνητα, ἀκλόνητα. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ὅλοι τους εἶναι καταδικασμένοι νὰ πέσουν. Γιατί ὅ,τι δὲν χτίζεται στὸν Χριστό, εἶναι κατασκευὴ ἀνθρώπινη· κι ὅ,τι χτίζεται χωρὶς Θεό, κουβαλᾶ μέσα του τὸν σπόρο τῆς φθορᾶς.
Ἡ ἱστορία εἶναι γεμάτη ἐρείπια. Ναοὶ ἀρχαῖοι ποὺ κάποτε φάνταζαν ἀκατάλυτοι, τώρα στέκονται μισογκρεμισμένοι, μάρτυρες μιᾶς δόξας ποὺ ἔσβησε. Αὐτοκρατορίες ποὺ ἔλεγαν πὼς θὰ διαρκέσουν αἰώνια, τώρα εἶναι κεφάλαια σὲ βιβλία. Ἰδεολογίες ποὺ ὑπόσχονταν λύτρωση, τώρα ἀναφέρονται ὡς παραδείγματα ἀποτυχίας καὶ αἵματος. Κι ὅμως, οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νὰ χτίζουν νέους ναούς, σὰν νὰ μὴν ἔμαθαν τίποτα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ποὺ τοὺς περιβάλλουν.
Οἱ ψευδο-ναοὶ καταρρέουν γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, γιατί εἶναι φτιαγμένοι ἀπὸ ψεῦδος. Καὶ τὸ ψεῦδος, ὅσο κι ἂν φτιασιδώνεται, δὲν ἀντέχει τὸν χρόνο. Ἡ ἀλήθεια πάντα τὸ ξεσκεπάζει. Δεύτερον, γιατί ζητοῦν θυσίες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀνταμείψουν. Ὁ ἄνθρωπος κουράζεται νὰ θυσιάζει σὲ θεοὺς ποὺ δὲν τὸν σώζουν. Καὶ κάποια στιγμή, εἴτε ἀπὸ πεῖνα εἴτε ἀπὸ ὀργὴ εἴτε ἀπὸ ξύπνημα, οἱ ψευδο-ναοὶ γκρεμίζονται.
Τὸ βλέπουμε καὶ σήμερα. Ὁ ναὸς τοῦ πλούτου τρέμει κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται κρίση. Ὁ ναὸς τῆς ἐπιστήμης παραπαίει ὅταν φαίνονται τὰ ὅριά του. Ὁ ναὸς τῆς τεχνολογίας ἀποκαλύπτει τὸ κενό του ὅταν ἡ ψυχὴ παραμένει μόνη. Ὁ ναὸς τῆς ἐξουσίας καταρρέει ὅταν οἱ λαοὶ ξεσηκώνονται. Κι ὅσο κι ἂν οἱ ἰσχυροὶ τρέχουν νὰ μπαλώσουν τὰ ρήγματα, ἡ κατάρρευση εἶναι ἀναπόφευκτη.
Τὸ ἔζησα καὶ προσωπικά. Οἱ ψευδο-ναοὶ ποὺ στήριξα στὴ ζωή μου ἔπεσαν ἕνας ἕνας. Κι ἐγώ, ποὺ πίστευα ὅτι κρατιέμαι ἀπὸ κάτι σταθερό, βρέθηκα νὰ στέκομαι σὲ ἐρείπια. Μὰ ἦταν μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἐρείπια ποὺ ἄκουσα καθαρὰ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὅταν ὅλα καταρρέουν, μόνο Ἐκεῖνος μένει.
Ἡ κατάρρευση τῶν ψευδο-ναῶν δὲν εἶναι μόνο κρίση· εἶναι εὐκαιρία. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ δεῖ καθαρὰ ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι πρόσκαιρα. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὸν Ναὸ ποὺ δὲν πέφτει. Γιατί ὁ Ναὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι χτισμένος μὲ ἀνθρώπινα χέρια· εἶναι χτισμένος μὲ Σταυρὸ καὶ Ἀνάσταση. Κι αὐτὸς ὁ Ναὸς δὲν ἔχει ρωγμές.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀκούει τὴ Μεγάλη Σάλπιγγα δὲν τρομάζει ὅταν βλέπει ἐρείπια γύρω της. Γιατί ξέρει ὅτι τὰ ἐρείπια εἶναι ἀναγγελία: πὼς ἡ ὥρα τοῦ ἀληθινοῦ Ναοῦ πλησιάζει. Ὁ κόσμος θὰ κλονίζεται, οἱ ναοὶ θὰ πέφτουν, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια θὰ μένει ὄρθια. Καὶ ἡ ψυχή, ἂν εἶναι δεμένη μὲ τὸν Χριστό, θὰ σταθεῖ κι αὐτὴ ὄρθια.
Ἡ κατάρρευση τῶν ψευδο-ναῶν εἶναι βεβαία. Τὸ μόνο ἐρώτημα εἶναι: ποῦ θὰ εἶσαι ὅταν πέσουν; Θὰ θάβεσαι μαζί τους ἢ θὰ στέκεσαι στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ; Θὰ τρέμεις γιὰ τὰ ἐρείπια ἢ θὰ χαίρεσαι γιὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ χαρίζει ἡ πτώση τους; Αὐτὸ εἶναι τὸ κάλεσμα τοῦ ἐπιλόγου: νὰ διαλέξεις Ναὸ πρὶν ὅλα τὰ ψεύδη γκρεμιστοῦν.
3. Ἡ Ἐξομολόγηση τῆς Πίστης
Ἀφοῦ περπάτησα μέσα στοὺς ψευδο-ναούς, ἀφοῦ ἔνιωσα τὴν κατάρρευσή τους, τώρα δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο πιὸ ἀληθινὸ νὰ προσφέρω ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση τῆς πίστης μου. Δὲν εἶναι λόγια θεωρητικά, δὲν εἶναι διακήρυξη ἰδεολογικὴ· εἶναι ἡ καρδιά μου ποὺ μιλάει, μετὰ ἀπὸ πληγές, μετὰ ἀπὸ λάθη, μετὰ ἀπὸ ἀναστάσεις.
Ὁμολογῶ: ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός. Δὲν ὑπάρχει γωνιά του ποὺ νὰ μὴν εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ ψευδο-λατρεία. Ὅ,τι ὀνομάζεται «οὐδέτερο» εἶναι ψέμα. Κάθε τι ποὺ μοιάζει ἀθῶο, κρύβει μέσα τοῦ ἕναν ἱερέα, ἕνα θυσιαστήριο, ἕναν ψευδο-θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ μὲ πλήγωσε καὶ μὲ ξύπνησε.
Ὁμολογῶ: μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς ναοὺς στάθηκα κι ἐγὼ ἱερέας. Δὲν εἶμαι ἁπλὸς παρατηρητής. Πρόσφερα τὸν ἑαυτό μου σὲ εἴδωλα. Λάτρεψα θρησκεῖες, ἰδεολογίες, ἐπιστῆμες, πλούτη, ἐξουσίες, σχέσεις. Κι ὅλα μὲ ἄφησαν κενό. Τὸ ὁμολογῶ γιὰ νὰ μὴν κρυφτῶ πίσω ἀπὸ μάσκες. Γιατί μόνο ἡ ἀλήθεια σώζει, κι ἡ ἀλήθεια ἀρχίζει ἀπὸ τὸ θάρρος νὰ παραδεχτεῖς ποὺ προσκύνησες.
Ὁμολογῶ: κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ναοὺς δὲν μοῦ ἔδωσε ζωή. Ὅλοι μου ζήτησαν θυσίες, ἀλλὰ κανεὶς δὲν θυσιάστηκε γιὰ μένα. Ὅλοι μου ζήτησαν ψυχή, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μοῦ χάρισε Χάρη. Ὅλοι μου ὑποσχέθηκαν φῶς, ἀλλὰ κανεὶς δὲν νίκησε τὸ σκοτάδι. Καὶ τώρα τὸ βλέπω καθαρά: μόνο ἕνας Ναὸς στέκει ἀληθινός, κι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ ἐξομολόγηση τῆς πίστης δὲν εἶναι ἰδέα, εἶναι πρόσωπο. Δὲν λέω ἁπλῶς ὅτι πιστεύω σὲ κάτι. Λέω ὅτι πιστεύω σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε, ποὺ ἔπαθε, ποὺ σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε. Λέω ὅτι πιστεύω σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μὲ βρῆκε μέσα στὰ ἐρείπια καὶ μοῦ ἔδωσε ζωή. Λέω ὅτι πιστεύω πὼς μόνο στὸ Σῶμα Του βρίσκει ἡ ψυχή μου ἀνάπαυση, μόνο στὸ Αἷμα Του βρίσκει συγχώρεση.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι καὶ ὑπόσχεση. Ὑπόσχομαι πὼς δὲν θὰ σκύψω ξανὰ σὲ ψευδο-ναούς. Μπορεῖ νὰ μὲ δελεάσουν, μπορεῖ νὰ μὲ καλέσουν, μπορεῖ νὰ μὲ τρομάξουν. Μὰ ἐγὼ ξέρω πιά: εἶναι ἐρείπια. Καὶ δὲν θὰ δώσω ξανὰ τὴν ψυχή μου σὲ ἐρείπια. Ἂν πέσω, θὰ σηκωθῶ. Ἂν κλονιστῶ, θὰ θυμηθῶ. Ἂν ἀδυνατήσω, θὰ φωνάξω τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Ναὸς ποὺ δὲν προδίδει.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι καὶ κάλεσμα. Δὲν μιλῶ μόνο γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους ὅσους νιώθουν τὸ ἴδιο κενό. Γιὰ ὅσους ἔτρεξαν σὲ ναοὺς τοῦ κόσμου καὶ βρῆκαν μόνο πληγές. Γιὰ ὅσους χόρτασαν ἀπὸ ὑποσχέσεις καὶ πεινᾶνε ἀκόμη. Ἡ πίστη δὲν εἶναι προνόμιο λίγων· εἶναι πρόσκληση σὲ ὅλους. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε: «ἐλάτε ὅσοι τὰ καταφέρατε»· εἶπε: «ἐλάτε πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι».
Ἡ ἐξομολόγηση τῆς πίστης μου εἶναι τὸ τέλος καὶ ἡ ἀρχή. Τέλος, γιατί ἐδῶ σταματᾶ ἡ περιπλάνηση στοὺς σχιζοφρενικοὺς ναούς. Ἀρχή, γιατί ἀπὸ ἐδῶ ξεκινᾶ ἡ ζωὴ στὸν ἀληθινὸ Ναό. Εἶναι ἡ ἀπόφαση νὰ μείνω, νὰ ριζώσω, νὰ μὴν ψάξω ἀλλοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ νὰ ξέρω πὼς ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ πιὰ θυσία ἀπὸ μένα, γιατί Ἐκεῖνος ἔγινε θυσία γιὰ μένα.
4. Ἡ Ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης
Ἂν ὅλα ὅσα εἰπώθηκαν σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο εἶχαν μόνο σκοτάδι, μόνο καταγγελία, μόνο ἀποκάλυψη ψευδο-ναῶν, τότε θὰ ἔμενε ἡ ψυχή μας ἀπελπισμένη. Μὰ τὸ τέλος δὲν εἶναι ἡ κατάρρευση· τὸ τέλος εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός, μὰ μέσα σὲ αὐτὸν μπῆκε Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ Ζωή. Καὶ ἐπειδὴ μπῆκε Ἐκεῖνος, ἡ ἱστορία δὲν τελειώνει μὲ ἐρείπια, ἀλλὰ μὲ φῶς.
Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης δὲν εἶναι εὐχή. Δὲν εἶναι ψυχολογικὸ καταφύγιο, μιὰ σκέψη γιὰ νὰ παρηγορηθοῦμε. Εἶναι γεγονός. Στάθηκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸν ἴδιο τόν ναὸ τοῦ θανάτου, κατέβηκε στὸν Ἅδη, κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἔμοιαζαν τελεσίδικα, ἐκεῖ ἀντήχησε ἡ Σάλπιγγα τῆς Ζωῆς. Ἀνέστη. Κι ἀπὸ τότε τίποτα δὲν εἶναι ὁριστικὰ χαμένο.
Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας μας: ὅτι ἀκόμη κι ἂν ὁ κόσμος καταρρεύσει, ἀκόμη κι ἂν ὅλοι οἱ ψευδο-ναοὶ πέσουν πάνω μας, ὑπάρχει Ναὸς ποὺ δὲν γκρεμίζεται. Κι αὐτὸς ὁ Ναὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὅσο ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀληθινή, κανένας ψευδο-ναὸς δὲν ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο.
Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης εἶναι καὶ προσωπική. Δὲν μιλᾶ μόνο γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθενός μας. Γιὰ κάθε στιγμὴ ποὺ πέφτω, ποὺ γκρεμίζομαι, ποὺ νομίζω πὼς ὅλα τέλειωσαν. Ἐκεῖ, μέσα στὰ προσωπικά μου ἐρείπια, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἀντηχεῖ: «Σήκω. Δὲν εἶναι τὸ τέλος. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση.» Καὶ κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἀκούω, σηκώνομαι ξανά.
Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης εἶναι καὶ παγκόσμια. Ὁ κόσμος σήμερα μοιάζει νὰ βυθίζεται σὲ σκοτάδι, νὰ παραδίδεται σὲ δυνάμεις ποὺ χτίζουν νέους ψευδο-ναούς. Μὰ ξέρω πιὰ ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ πέσουν. Καὶ ξέρω πὼς ὅσο κι ἂν ἐξαπλωθεῖ ἡ σχιζοφρένεια, ἡ Ἀνάσταση θὰ λάμψει στὸ τέλος. Γιατί ἡ ἱστορία δὲν γράφεται ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς· γράφεται ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο.
Τὸ νιώθω μέσα μου σὰν ἀνάσα: ὅ,τι κι ἂν χάσαμε, ὅ,τι κι ἂν θρηνήσαμε, ὅ,τι κι ἂν κατέρρευσε, δὲν χάθηκε γιὰ πάντα. Γιατί στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται ἡ ἐγγύηση πὼς καὶ ἡ δική μας ζωή, καὶ οἱ δικοί μας νεκροί, καὶ τὰ δικά μας ἐρείπια, μποροῦν νὰ σηκωθοῦν. Αὐτὸ δὲν εἶναι παρηγοριὰ· εἶναι ὑπόσχεση.
Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς σχιζοφρένειας. Γιατί ἐκεῖ ποὺ ὁ κόσμος σὲ διχάζει, ὁ Χριστὸς σὲ ἑνώνει. Ἐκεῖ ποὺ ὁ κόσμος σὲ ἀφήνει ἄδειο, ὁ Χριστὸς σὲ γεμίζει. Ἐκεῖ ποὺ ὁ κόσμος σὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὁ Χριστὸς σοῦ δίνει Ζωή. Καὶ αὐτὴ ἡ Ζωὴ δὲν εἶναι μελλοντικὴ ὑπόσχεση· εἶναι παροῦσα πραγματικότητα. Τὴ γεύομαι κάθε φορὰ ποὺ κοινωνῶ, κάθε φορὰ ποὺ προσεύχομαι, κάθε φορὰ ποὺ ἀγαπῶ μὲ ἀλήθεια.
Δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὴν κατάρρευση. Γιατί ἡ ἐλπίδα μου δὲν εἶναι στοὺς ναοὺς τοῦ κόσμου· εἶναι στὸν Ναὸ τοῦ Χριστοῦ. Κι Αὐτὸς ὁ Ναὸς εἶναι ἄδειος τάφος — ἄδειος γιατί νικήθηκε ὁ θάνατος. Ἐκεῖ εἶναι τὸ μυστήριο ὅλης τῆς ζωῆς: τὸ κενὸ μνημεῖο ποὺ ἔγινε πηγὴ πληρότητας καὶ αἰώνιας σωτηρίας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα ποὺ κρατῶ, ἡ ἐλπίδα ποὺ μαρτυρῶ, ἡ ἐλπίδα ποὺ θέλω νὰ ἀφήσω σὰν σάλπιγγα μέσα σὲ κάθε ψυχή: ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός, μὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Καὶ ὅποιος πιστέψει σὲ Αὐτόν, δὲν θὰ μείνει στὰ ἐρείπια, ἀλλὰ θὰ ἀναστηθεῖ μαζί Του.
5. Ἡ Ἐπιστροφὴ στὸν Ἀληθινὸ Ναό
Ὅλη ἡ πορεία μέσα στοὺς σχιζοφρενικοὺς ναοὺς τοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἀπελπισία ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐπιστροφή. Μὰ ὑπάρχει. Ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς· κι αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε στὰ ψευδο-θυσιαστήρια· μᾶς καλεῖ πίσω στὸν ἀληθινὸ Ναό.
Ἡ ἐπιστροφὴ δὲν εἶναι ἁπλῆ κίνηση· εἶναι μετάνοια. Δὲν σημαίνει μόνο νὰ φύγεις ἀπὸ τοὺς ψευδο-ναοὺς· σημαίνει νὰ στραφεῖς πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ Ναός. Γιατί μπορεῖ νὰ ἀπορρίψεις τις ψευδο-λατρεῖες, ἀλλὰ ἂν δὲν στραφεῖς στὸν Χριστό, θὰ μείνεις στὸ κενό. Καὶ τὸ κενὸ γρήγορα γεμίζει πάλι μὲ ψέματα.
Ὁ ἀληθινὸς Ναὸς δὲν χτίζεται μὲ πέτρες, δὲν ἔχει τοίχους, δὲν ἔχει ὅρια. Εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία Του. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ψευδο-ιερεῖς ποὺ ἀπαιτοῦν αἷμα· ὑπάρχει ὁ Ἀρχιερέας ποὺ πρόσφερε τὸ δικό Του Αἷμα. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν θυσίες ποὺ ἐξαντλοῦν· ὑπάρχει μία θυσία ποὺ δίνει ζωή. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει διχασμὸς· ὑπάρχει ἑνότητα.
Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἀληθινὸ Ναὸ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου. Ὄχι πιὰ ἄτομο ποὺ περιπλανιέται σὲ λαβύρινθους, ἀλλὰ μέλος ζωντανὸ ποὺ ἀνήκει σὲ σῶμα. Ὄχι πιὰ ψυχὴ διχασμένη ἀνάμεσα σὲ διαγνώσεις, σὲ θεωρίες, σὲ ἰδεολογίες· ἀλλὰ ψυχὴ ποὺ ἀναπαύεται στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα. Ὄχι πιὰ λατρεία σὲ ψεύτικους θεούς, ἀλλὰ προσκύνηση στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Τὸ ἔζησα στὴν πιὸ βαθιά μου πληγή. Ὅταν οἱ ψευδο-ναοὶ ἔπεσαν, ἔμεινα μόνος. Καὶ μέσα σὲ ἐκείνη τὴ μοναξιά, στράφηκα πρὸς τὸν Χριστό. Δὲν εἶδα φανταχτερὰ ὁράματα· εἶδα σταυρό. Δὲν ἄκουσα ὑποσχέσεις φτηνοῦ φωτὸς· ἄκουσα «Δεῦτε πρὸς με». Δὲν ἔνιωσα νὰ μοῦ ζητᾶ· ἔνιωσα νὰ μοῦ δίνει. Κι ἐκεῖ κατάλαβα: αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ναός. Ὄχι γιατί ἐγὼ τὸν διάλεξα, ἀλλὰ γιατί Ἐκεῖνος μὲ δέχτηκε.
Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Ναὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν σημαίνει φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο· σημαίνει μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Ὁ ἀληθινὸς Ναὸς ἁπλώνεται μέσα στὴ ζωή, στὰ μικρὰ καὶ στὰ μεγάλα. Στὴν προσευχή, στὴ Θεία Λειτουργία, στὴ συγχώρεση, στὴ θυσία ἀγάπης. Ἐκεῖ ἡ καθημερινότητα παύει νὰ εἶναι σχιζοφρενικὸς ναὸς καὶ γίνεται χῶρος Θεοῦ. Ἐκεῖ τὸ φαγητὸ γίνεται εὐχαριστία, ἡ ἐργασία διακονία, οἱ σχέσεις κοινωνία.
Ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι κι ἀγῶνας. Γιατί οἱ ψευδο-ναοὶ δὲν παραιτοῦνται εὔκολα· σὲ καλοῦν ξανά, σὲ σαγηνεύουν, σὲ τρομάζουν. Μὰ ἡ ψυχὴ ποὺ γεύτηκε τὸν ἀληθινὸ Ναὸ ξέρει: ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σκιές. Καὶ δὲν ἀνταλλάσσει τὴν Ἀνάσταση μὲ ψευδο-φῶτα.
Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἀληθινὸ Ναὸ εἶναι τὸ τέλος κάθε σχιζοφρένειας. Γιατί ἐκεῖ ἡ ψυχὴ παύει νὰ ζεῖ δίψυχα. Παύει νὰ θυσιάζεται σὲ εἴδωλα καὶ νὰ μένει νηστική. Παύει νὰ τρέχει σὲ λαβύρινθους καὶ νὰ γυρίζει πάντα στὸ ἴδιο κενό. Ἐκεῖ βρίσκει τὴν ἑνότητα ποὺ ποθοῦσε, τὴν ἀγάπη ποὺ ἔψαχνε, τὴ ζωὴ ποὺ τῆς ἔλειπε.
Καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ δὲν εἶναι μόνο γιὰ μένα. Εἶναι κάλεσμα γιὰ ὅλους. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε γιὰ λίγους ἐκλεκτοὺς· ἦρθε γιὰ τὸν κόσμο ὅλο. Ὁ Ναός Του δὲν ἔχει πόρτες κλειστὲς· ἔχει θύρα ἀνοιχτή. Καὶ ὅποιος μπεῖ, θὰ βρεῖ ἀνάπαυση.
6. Ἡ Τελικὴ Ὁμολογία
Ὅλα ὅσα γράφτηκαν σὲ τοῦτο τὸ κείμενο εἶναι δρόμοι ποὺ περπάτησα, πληγὲς ποὺ κουβάλησα, φωνὲς ποὺ μὲ δίχασαν. Μὰ δὲν τελειώνω μὲ πληγὲς· τελειώνω μὲ ὁμολογία. Γιατί ἂν ἡ ἀρχὴ ἦταν ἡ σάλπιγγα ποὺ ξεσκέπασε τὸν κόσμο ὡς σχιζοφρενικὸ ναό, τὸ τέλος εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ ὁμολογεῖ: ὑπάρχει μόνο ἕνας Ναὸς ἀληθινός, ὁ Χριστός.
Ὁμολογῶ λοιπὸν μπροστὰ σὲ κάθε ψευδο-ιερέα, μπροστὰ σὲ κάθε ἰδεολογία, μπροστὰ σὲ κάθε ἐξουσία, μπροστὰ σὲ κάθε πνεῦμα ποὺ ψιθυρίζει ψεῦδος: δὲν σᾶς ἀνήκω. Μπορεῖ νὰ πέρασα ἀπὸ τὰ θυσιαστήριά σας, μπορεῖ νὰ ἔσκυψα γιὰ λίγο, μπορεῖ νὰ πληγώθηκα ἀπὸ τὰ δεσμά σας. Μὰ τώρα ξέρω: εἶστε ἐρείπια. Δὲν ἔχετε ζωή, δὲν ἔχετε Ἀνάσταση, δὲν ἔχετε Χριστό.
Ὁμολογῶ πὼς ἡ ψυχή μου εἶναι φτιαγμένη γιὰ τὸν ἀληθινὸ Ναό. Δὲν ἡσυχάζει σὲ καμία ἄλλη αὐλή, δὲν ξεδιψᾶ σὲ κανένα ἄλλο ποτήρι, δὲν ἀναπαύεται σὲ κανένα ἄλλο κρεβάτι. Ἡ ψυχή μου βρίσκει εἰρήνη μόνο στὸν Χριστό. Καὶ γι’ αὐτὸ διακηρύσσω: «Ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου κατοικήσω εἰς μακρότητα ἡμερῶν.»
Ἡ τελικὴ ὁμολογία δὲν εἶναι θρίαμβος δικός μου· εἶναι νίκη Ἐκείνου. Ἂν ἤμουν μόνος, θὰ μὲ κατάπιναν οἱ ψευδο-ναοί. Ἂν στηριζόμουν στὴ δύναμή μου, θὰ εἶχα χαθεῖ. Μὰ Ἐκεῖνος μὲ κράτησε, Ἐκεῖνος μὲ σήκωσε, Ἐκεῖνος μὲ ἔφερε ὡς ἐδῶ. Γι’ αὐτὸ ἡ ὁμολογία μου εἶναι ὕμνος: «Οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.»
Αὐτὴ ἡ ὁμολογία εἶναι καὶ ὑπόσχεση. Ὑπόσχομαι πὼς δὲν θὰ ἀφήσω τὴ μνήμη τοῦ Ναοῦ νὰ σβήσει μέσα μου. Ὑπόσχομαι πὼς θὰ θυμᾶμαι ὅτι ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος ψευδο-θυσιαστήρια, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου δὲν θὰ σκύψει ξανὰ σὲ αὐτά. Ὑπόσχομαι πὼς ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, θὰ κρατήσω τὸ Νῆμα, θὰ φωνάζω τὸ Ὄνομα, θὰ μένω κοντὰ στὸν Χριστό.
Ἡ τελικὴ ὁμολογία εἶναι καὶ ἐλπίδα. Γιατί δὲν μιλῶ μόνο γιὰ μένα· μιλῶ γιὰ ὅλους. Γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ νιώθει χαμένη μέσα στοὺς σχιζοφρενικοὺς ναούς. Γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ εἴδωλα καὶ βρίσκει μόνο κενό. Ἡ ὁμολογία μου εἶναι μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει δρόμος ἐπιστροφῆς. Ὅτι ἀκόμη κι ἂν πέρασες ἀπὸ ὅλα τὰ ψεύδη, ὑπάρχει ἀλήθεια ποὺ σὲ περιμένει.
Ὁμολογῶ λοιπόν: ὁ κόσμος εἶναι σχιζοφρενικὸς ναός. Μὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ναὸς τῆς Ἀλήθειας. Καὶ σ’ Αὐτὸν δίνω τὴν ψυχή μου, σ’ Αὐτὸν παραδίδω τὴν καρδιά μου, σ’ Αὐτὸν ἀφιερώνω τὸ ἔργο μου. Γιατί μόνο Αὐτὸς εἶναι αἰώνιος.
Κι ἔτσι τὸ κείμενο κλείνει ὄχι μὲ σιωπή, ἀλλὰ μὲ σάλπιγγα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελική μου ὁμολογία. Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσει νὰ στήνει ψευδο-ναούς, μὰ ἐγὼ θὰ μένω στὸν ἀληθινό. Γιατί ἡ Ἀνάσταση εἶναι τὸ τελευταῖο καὶ αἰώνιο «Ἀμὴν» τῆς ψυχῆς μου.
Πηγή
0 Σχόλια