Ἡ Διάλυση τῆς Ὑπόστασης καὶ ἡ Ἀληθινὴ Ταυτότητα

Ιούν 9, 2025 | Ανακοινώσεις, ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ἡ Διάλυση τῆς Ὑπόστασης καὶ ἡ Ἀληθινὴ Ταυτότητα

 

Γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ πονοῦν, γιὰ τοὺς λίγους ποὺ μένουν, γιὰ Ἐκεῖνον
ποὺ ἔρχεται. Ἕνας λόγος, ποὺ ἔγινε προσευχὴ μὲ σιωπή, γιὰ ἕναν κόσμο
ποὺ ξέχασε τὸ ἔλεος καὶ θεοποίησε τὸ Ἐγώ. Θὰ μιλήσουμε γιὰ Ἐκεῖνον
ποὺ δὲν διεκδίκησε τίποτα, κι ὅμως τὰ πρόσφερε ὅλα, καὶ γιὰ κάθε
ἀδελφὸ ποὺ πορεύεται γονυπετής, κρατῶντας τὸ δάκρυ τῆς μετάνοιας
καὶ τὴν πίστη τῆς ἀγάπης.

Προοίμιο

Σὲ τούτη τὴν ἐποχή, ὁ κόσμος δὲν χωρίζεται πιὰ σὲ πιστοὺς καὶ
ἀπίστους, ἀλλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ λατρεύουν τὸ «δικαίωμά» τους καὶ σὲ
ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἀλήθειας. Ἡ νέα
θρησκεία τῆς ἐποχῆς δὲν ἔχει ναούς, μυστηριακὴ ζωὴ ἢ Μεσσία· ἔχει ὅμως
δόγματα, «ἱερὰ δικαιώματα», ἀποστολὴ καὶ φανατισμό. Δὲν θυσιάζεται
γιὰ τὸν πλησίον, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ὁ πλησίον νὰ θυσιαστεῖ στὸ ὄνομα της. Δὲν
πιστεύει στὴν ἀγάπη ποὺ καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ στὸ δικαίωμα
νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται κἂν ἡ ἁμαρτία.
Αὐτή ἡ θρησκεία, καμουφλαρισμένη εἰδωλολατρία, ὑψώνει τὸ Ἐγὼ
στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, μετατρέποντας τὸ πρόσωπο σὲ μονάδα, τὸν
ἄνθρωπο σὲ ἀριθμό, τὴν ὕπαρξη σὲ ἀπαίτηση χωρὶς προορισμό.
Κι ὅμως, μέσα στὴ συντριπτικὴ σιγὴ ποὺ σκεπάζει τὴν Ἐκκλησία, ὁ
Λόγος τοῦ Χριστοῦ μένει ζωντανός, ψιθυρίζοντας: «Ὅποιος θέλει νάρθει
πίσω ἀπὸ μένα, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ ἂς σηκώσει τὸν σταυρό
του, καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ».
Ἡ φωνή Του δὲν κραυγάζει, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἦχος λεπτοῦ ἀέρος ποὺ
σώζει.
Αὐτή ἡ μαρτυρία δὲν γράφεται γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ ἢ νὰ καταδικάσει,
ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήσει. Δὲν γράφεται γιὰ νὰ φοβίσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει
τὸν δρόμο πίσω στὸ Φῶς.
Ἐὰν ἡ ἐποχὴ λατρεύει τὸ δικαίωμα, ἂς διακηρύξουμε μὲ δάκρυ καὶ
παρρησία τὴν ἐπιστροφὴ στὸ ἔλεος, τὴν ἐλευθερία ποὺ γεννιέται ἀπὸ
τὴν ἀγάπη, καὶ τὴν πίστη ποὺ σώζει, ὄχι ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ, ἀλλὰ ἐπειδὴ
προσφέρεται.

«Γιατί ἂν ὁ κόσμος σωθεῖ, δὲν θὰ εἶναι ἀπὸ τὸ δίκιο μας. Θὰ εἶναι
ἀπὸ τὸ ἔλεος Ἐκείνου ποὺ συγχώρεσε ἀκόμα καὶ τὸν σταυρωτή Του.»

1. Τὸ Χάσμα τῆς Ἐποχῆς: Δικαίωμα ἢ Ἔλεος

Δέν εἶναι πιὰ ζήτημα θρησκείας ἢ ἰδεολογίας — εἶναι ζήτημα
ὕπαρξης: ποιός κυβερνᾶ τὸ πρόσωπο μου; Ὁ ἑαυτός μου ἢ ὁ Χριστός;
Τό πρόταγμα τῆς ἀγάπης ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ σύνθημα τῆς
διεκδίκησης. Τὸ «ἀγάπησε» ξεχάστηκε, καὶ τὴ θέση του πῆρε τὸ «πάρε
αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει».
Ἡ διεκδίκηση, ὅταν ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, γίνεται πνευματικὴ
βία. Καὶ τὸ ἔλεος, ὅταν λησμονεῖται, ἀφήνει πίσω του ἀνθρώπους-σκιές:
πλάσματα χωρὶς ρίζες, χωρὶς συγχώρεση, χωρὶς μνήμη Σταυροῦ.
Κάποτε ὁ ἄνθρωπος σήκωνε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ καὶ ρωτοῦσε:
«Ποιός εἶμαι; Γιατί πονῶ; Ποιός μὲ ἀγαπᾶ;» Περίμενε ἀπαντήσεις ὄχι ἀπὸ
τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὰ βάθη. Σήμερα δὲν
ρωτᾶ — ἀπαιτεῖ. Δὲν ἀκούει — δηλώνει. Δὲν προσφέρει — ζητᾶ.
Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἕνας ποὺ σώζει, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ
λόγια ποὺ δικάζουν· Ἡ πίστη, ἀπὸ αὐτοπεποίθηση· Ἡ ταπείνωση, ἀπὸ
περηφάνια· Ὁ Θεός, ἀπὸ τὸ Ἐγώ.
Η ἐποχή μας ἔπεισε ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε, ἀλλὰ
νὰ ἐπιβεβαιωθοῦμε. Ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἀγαπήσουμε, ἀλλὰ νὰ
ἀπαιτήσουμε. Ἔτσι, ἐνῷ ὁ κόσμος μιλᾶ γιὰ ἐλευθερία, δένεται μὲ τὸ
δίκιο του· ἐνῷ διακηρύσσει πρόοδο, ξεχνᾶ τὸν Σταυρὸ· ἐνῷ ἐπικαλεῖται
«ἀλήθειες», ἀρνεῖται τὸν Ἕναν Λόγο ποὺ σώζει.
Ὅμως ὁ Χριστός, Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ κρίνει τὸν
κόσμο, ἐπέλεξε νὰ γίνει ὁ Κρινόμενος. Δὲν ἐπιβλήθηκε — προσφέρθηκε.
Δὲν ἀπαίτησε — συγχώρεσε. Δὲν φώναξε — ψιθύρισε τὸ ὄνομα μας ἀπὸ
τὸν Σταυρό.

2. Ἡ Νέα Θρησκεία τοῦ Δικαιώματος

Μιά νέα θρησκεία ἔχει ἀναδυθεῖ· δὲν ἔχει ναούς, ἀλλὰ ἔχει δόγματα.
Δὲν ἔχει μυστήρια, ἀλλὰ ἔχει «ἀναφαίρετα δικαιώματα». Δὲν ἔχει Σταυρό,
ἀλλὰ ἔχει «προσωπικὴ ἀλήθεια». Εἶναι μιὰ θρησκεία χωρὶς Θεό, μὰ μὲ
φανατισμὸ πιὸ ἄκαμπτο κι ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες. Τὸ κέντρο
της δὲν εἶναι ὁ Λόγος, ἀλλὰ τὸ Ἐγώ.
Το δικαίωμα, ἀντὶ νὰ λειτουργεῖ ὡς ὅριο προστασίας τοῦ ἀδύναμου,
ἔχει γίνει ὅπλο ἐπιβολῆς στὰ χέρια τοῦ ἰσχυροῦ. Ἡ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τὸ
φανερώνει:
– Ἀπὸ τὸ «σ’ εὐχαριστῶ» πήγαμε στὸ «μοῦ ἀξίζει».
– Ἀπὸ τὸ «σὲ συγχωρῶ» στὸ «θὰ σὲ ἀκυρώσω».
– Ἀπὸ τὸ «ὁ Θεὸς νὰ σὲ λυπηθεῖ» στὸ «ἔχω κάθε δικαίωμα».
Αυτό τὸ νέο εὐαγγέλιο τῆς ἐποχῆς, χωρὶς μετάνοια, χωρὶς ἔλεος,
χωρὶς ταπείνωση, ἀντικαθιστᾶ τὸ ἀληθινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μὲ
μιὰ καρικατούρα δικαιοσύνης χωρὶς καρδιά, χωρὶς πρόσωπο, χωρὶς
Ἀνάσταση.
Το πρόσωπο, τὸ ἱερὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, χάνει
τὴ μοναδικότητα του. Ἀπὸ πρόσωπο γίνεται μονάδα· ἀπὸ εἰκόνα Θεοῦ,
ἀριθμός. Ἀπὸ καρδιά, γίνεται φωνὴ ποὺ φωνάζει, ἀλλὰ δὲν ἀκούει. Ἡ
ἀγάπη θεωρεῖται παρεξήγηση, ἡ συγχώρεση ἀδυναμία, ἡ παραίτηση ἀπὸ
τὸ δίκιο, ὑποταγή. Καὶ ἡ ταπείνωση βαφτίζεται «σύνδρομο».
Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀνακηρύσσεται ἱερό. Τὸ φῦλο δὲν εἶναι
πλέον δημιουργία Θεοῦ, ἀλλὰ προσωπικὴ αὐτοδήλωση. Ἡ ὕπαρξη δὲν
ἑρμηνεύεται πιὰ μὲ τὸ «εἶμαι», ἀλλὰ μὲ τὸ «νιώθω».
Έτσι, ἡ ἐποχὴ ὑψώνει τὸ Ἐγὼ στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ,
δημιουργῶντας ἕναν καινούργιο Θεό: τὸν αὐτόνομο ἄνθρωπο ποὺ δὲν
ζητᾶ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπιβεβαίωση.
Ἀλλά ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ποτέ: «Αὐτοπροσδιορίσου». Εἶπε: «νὰ
ἀπαρνηθεῖς τὸν ἑαυτό σου.» Δὲν εἶπε: «Διεκδίκησε.» Εἶπε: «σήκωσε τὸ
σταυρό σου.»
Αν τὸ δόγμα τοῦ κόσμου εἶναι: «Ὅ,τι νιώθεις, εἶναι ἡ ἀλήθεια», τότε
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἀντίστροφο: «Ἀλήθεια εἶναι Ἐκεῖνος
— ὄχι ὅ,τι νιώθεις. Καὶ μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σὲ ἐλευθερώσει.»

3. Ἡ Διάλυση τῆς Ὑπόστασης καὶ ἡ Ἀληθινὴ Ταυτότητα

Ο ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχασε τὴν ὑπόσταση του. Δὲν ξέρει
ποιός εἶναι. Δὲν γνωρίζει γιατί ὑπάρχει, ποῦ πορεύεται, ποιόν προσμένει.
Ζεῖ ὡς χρήστης, ὄχι ὡς πρόσωπο. Ὡς ψηφιακὴ συνείδηση, ὄχι ὡς
εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ταυτότητα δὲν δίνεται πλέον ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ
κατασκευάζεται ἀπὸ τὴν κοινωνία ἢ ἀπὸ τὴν ἐφήμερη ἐπιθυμία. Κι ἔτσι,
χωρὶς ρίζα, χωρὶς οὐσία, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, δὲν μπορεῖ
νὰ μετανοήσει, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ — γιατί δὲν θυμᾶται ποιός εἶναι.
Ὁ κόσμος τὸν διαβεβαιώνει: «Εἶσαι ὅ,τι θέλεις.» Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς
τοῦ ψιθυρίζει: «Εἶσαι ὅ,τι ἀγάπησες. Κι Ἐγὼ σὲ ἀγάπησα πρῶτος.»
Ο ἄνθρωπος πλάθεται σήμερα σὰν θεὸς μικρός: ἀλλάζει φῦλο,
ὄνομα, ἱστορία, νόημα — προσπαθεῖ νὰ κατασκευάσει μόνος του τὴν
ὕπαρξη του, χωρὶς Σταυρό, χωρὶς Πατέρα, χωρὶς Ἐκκλησία. Λησμονεῖ
ὅμως πὼς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ τὸν
ἔπλασε ἀπὸ ἀγάπη.
Κι ὅμως, ἀκόμα κι ἂν ἔχει λησμονήσει τὴν ἱερή του ἀρχή, ὁ δρόμος
τῆς ἐπιστροφῆς εἶναι ἀνοικτός. Ὅπως ὁ ἄσωτος υἱὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ
εἶχε δίκιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν Πατέρα του καὶ εἶπε: «Θὰ σηκωθῶ
καὶ θὰ ἐπιστρέψω…»
Η σωτηρία δὲν εἶναι ἐπιβίωση. Δὲν εἶναι αὐτοπραγμάτωση. Εἶναι
ἐπιστροφὴ στὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ λέει: «Εἶμαι παιδί Σου,
Κύριε. Ἀνήκω σὲ Σένα. Ὄχι στὸ Ἐγώ μου.»
Η Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα ποὺ δὲν ζεῖ γιὰ νὰ κρατήσει
«συμφωνίες δικαίου», ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρει τὴν Ἀνάσταση σὲ κάθε
πρόσωπο. Ὄχι μὲ λόγια ἐπιβολῆς, ἀλλὰ μὲ σιωπηλὴ θυσία, μὲ συγχωρητικὴ
μνήμη, μὲ φῶς ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴ συντριβή.
Και ρωτᾶμε μὲ δέος: Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀπαρνηθεῖ τὸ δικαίωμα
Τοῦ νὰ κρίνει, ποιόν ἀπὸ ἐμᾶς θὰ εἶχε σώσει; Μὰ Αὐτός… δὲν διεκδίκησε.
Προσευχήθηκε γιὰ τοὺς σταυρωτές Του. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ
προδότη. Δώρισε Παράδεισο στὸν ληστή. Κι ἔμεινε σιωπηλὸς μπροστὰ
στοὺς κατηγόρους Του.
Κι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος Του. Ὁ δρόμος τοῦ Ἐλέους. Ὁ δρόμος ποὺ
μᾶς ζητᾶ νὰ ἀκολουθήσουμε.

4. Ἡ Ἄρνηση τοῦ Σταυροῦ – Ὁ Χριστὸς τοῦ Ἐλέους

Ο Σταυρὸς εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἐποχή μας — ὄχι γιατί εἶναι ξύλο,
ἀλλὰ γιατί ἀπαιτεῖ θυσία. Γιατί μαρτυρεῖ ὅτι ἡ σωτηρία δὲν κερδίζεται,
ἀλλὰ χαρίζεται. Κι αὐτό, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἀντέχει.
Η νέα θρησκεία τοῦ δικαιώματος ἀπορρίπτει κάθε ἔννοια
σταυρωμένης ἀγάπης. Δὲν θέλει νὰ πεθάνει γιὰ τὸν ἄλλον· θέλει νὰ
ἐπιβληθεῖ στὸν ἄλλον. Δὲν ἀναγνωρίζει τὴ μετάνοια· ζητᾶ ἐπιβεβαίωση.
Δὲν διδάσκει ὑπακοὴ· ἐπιτάσσει αὐθυπαρξία. Ἀκόμα καὶ ὁ Χριστός, ἂν
Τὸν ἀποδεχθεῖ, θὰ εἶναι ἕνας Χριστὸς ψυχολογικὸς — ὄχι Θεάνθρωπος.
Ἕνας Χριστὸς ἀνοχῆς — ὄχι Ἀνάστασης.
Και ὅμως… Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς ἐπιθυμίες
μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὶς γκρεμίσει καὶ νὰ τὶς μεταμορφώσει σὲ νέο ἅγιο
οἰκοδόμημα. Σὲ ἕναν κόσμο ποὺ φωνάζει: «Ἐγώ!», ὁ Χριστὸς ψιθυρίζει:
«Συγχώρησε.»
Εκείνος ποὺ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ κρίνει τοὺς πάντες, ἐπέλεξε νὰ
γίνει ὁ Κρινόμενος. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ ἀπαιτήσει λατρεία, ἐπέλεξε
νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ προδότη. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ διατάξει τὴ
Γῆ νὰ σιωπήσει, ἐπέλεξε νὰ σιωπήσει μπροστὰ στοὺς σταυρωτές Του.
Ο Χριστὸς δὲν φώναξε ποτὲ «τὸ δικαίωμά μου!» Φώναξε μονάχα
μία φορὰ — κι ἦταν πάνω στὸν Σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ
ἐγκατέλειψες;». Καὶ δὲν τὸ εἶπε γιὰ νὰ κατηγορήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ σηκώσει
τὴ δική μας ἐγκατάλειψη.
Αυτή εἶναι ἡ Ὁδὸς τοῦ Χριστοῦ: ἡ παραίτηση ποὺ σώζει. Ὄχι ἡ
ἐπιβολὴ ποὺ καταδικάζει. Ὄχι ἡ δύναμη τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἔλεος τοῦ
Προσώπου. Ὄχι το «μοῦ ἀξίζει», ἀλλὰ τὸ «σ’ ἀγαπῶ».
Είναι ἡ Ὁδὸς τοῦ Ἐλέους. Εἶναι ἡ Ὁδὸς τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι ἡ Ὁδὸς
τοῦ Θεοῦ.

5. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κόσμου καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ

Η Ἐκκλησία δὲν εἶναι διακοσμητικὸ θρησκευτικῆς μνήμης, οὔτε
ὀργανισμὸς ἀνθρώπινων πρωτοκόλλων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Ζῶντος
Θεοῦ. Ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὸ Κεφάλι της, τὸν Χριστό, μένει ἁπλῶς ἕνα
κέλυφος — θρησκευτικό, συναισθηματικό, πολιτικό.
Κι ὅμως, ἡ Ἐκκλησία σήμερα θέλει νὰ εἶναι ἀποδεκτὴ — νὰ μὴ θίξει,
νὰ μὴ λυπήσει, νὰ μὴ σταθεῖ ἀπέναντι στὴν ἐποχή. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία
δὲν ἱδρύθηκε γιὰ νὰ εἶναι συμβιβασμός. Ἱδρύθηκε πάνω στὸ αἷμα τῶν
Μαρτύρων καὶ στὴ θυσία Ἐκείνου ποὺ δὲν εἶχε «εἶδος οὔτε κάλλος» καὶ
ὅμως ἀνέλαβε τὸν κόσμο.
Η Ἐκκλησία τοῦ κόσμου ἔχει διαχειριστὲς ἀντὶ γιὰ Προφῆτες,
ψάλτες ποὺ τραγουδοῦν τὴν τέχνη ἀντὶ γιὰ τὴν παρουσία τῆς Βασιλείας,
κληρικοὺς ποὺ προωθοῦν ἑαυτοὺς ἀντὶ νὰ ἀφανίζονται στὸ Φῶς Του. Ἔχει
προγράμματα — ἀλλὰ ὄχι δάκρυα. Ἔχει ὑποδομὲς — ἀλλὰ ὄχι συντριβή.
Ἔχει κοινότητες — ἀλλὰ ὄχι σχέση μὲ τὸν Ζωντανὸ Θεό.
Πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἐχθρό της; Ποῦ εἶναι ἡ
Ἐκκλησία ποὺ νηστεύει ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ; Ποῦ εἶναι ἡ
Ἐκκλησία ποὺ θρηνεῖ γιὰ τὰ δικά της πτώματα πίστης;
Ο ἐχθρὸς δὲν εἶναι ἔξω. Ὁ ἐχθρὸς βρίσκεται μέσα, στοὺς ἄμβωνες
ποὺ ὑμνοῦν τὴν ψυχολογικὴ ἐπιτυχία ἀντὶ γιὰ τὴ σωτηρία, στὰ Ἅγια ποὺ
γίνονται συνήθεια χωρὶς φόβο Θεοῦ καὶ δάκρυ.
Και ὅμως… ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει χαθεῖ. Ζεῖ ἀκόμα στὶς
σπηλιὲς τῶν καθαρῶν, στὶς καρδιὲς ποὺ δὲν φωνάζουν, ἀλλὰ κλαῖνε.
Στοὺς ἱερεῖς ποὺ κοινωνοῦν τὸν Λόγο μὲ τρόμο καὶ εὐλάβεια. Στοὺς
μοναχοὺς ποὺ δὲν διαφημίζονται, ἀλλὰ καῖνε τὸ σῶμα τους μὲ νηστεία.
Στοὺς γονεῖς ποὺ μεγαλώνουν παιδιὰ γιὰ τὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι γιὰ τὴν
ἐπιτυχία.
Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θὰ ξαναγίνει φῶς, ὄχι ὅταν ἔχει τὶς
«σωστὲς θέσεις», ἀλλὰ ὅταν ἀγκαλιάσει καὶ πονήσει γιὰ τὶς χαμένες
ψυχές. Ὄχι ὅταν ἐπιβάλλει κανόνες, ἀλλὰ ὅταν πεθάνει γιὰ τὶς καρδιές.
Γιατί ἡ ἀλήθεια δὲν σώζει ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἔλεος. Καὶ
τὸ ἔλεος χωρὶς ἀλήθεια εἶναι συμβιβασμός. Μὰ ὅταν τὰ δυὸ ἑνωθοῦν,
γίνεται Χριστὸς — καὶ Αὐτὸς σώζει.

6. Ἡ Ἐκδίωση τῆς Ἀλήθειας – Ἡ Ἐποχὴ τοῦ Σχετικισμοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ

Στην ἐποχή μας, ἡ Ἀλήθεια δὲν πολεμιέται μὲ ἐπιχειρήματα·
πολεμιέται μὲ ἀποσιώπηση. Δὲν τὴν ἀντιμάχονται μὲ διάλογο· τὴν
ἀκυρώνουν μὲ εἰρωνεία, τὴν παρουσιάζουν ὡς ἀπειλή. Ὁ Χριστὸς δὲν
σταυρώθηκε ἐπειδὴ εἶπε ψέματα — σταυρώθηκε ἐπειδὴ εἶπε τὴν Ἀλήθεια.
Ο κόσμος δὲν θέλει τὴν Ἀλήθεια, γιατί ἡ Ἀλήθεια φανερώνει τὴν
Πλάνη. Καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ Πλάνη ἀγαπήθηκε — ἔντυσε τὸν ἑαυτό
της μὲ ἐπιστήμη, προοδευτισμό, ἀνθρώπινα δικαιώματα, καὶ μπῆκε στὰ
σχολεῖα, στοὺς ναούς, στὶς καρδιές.
Η σχετικότητα εἶναι τὸ νέο δόγμα. Ὁ Χριστὸς εἶναι πιὰ «μία ἀλήθεια
ἀνάμεσα σὲ πολλές». Ἡ ἁμαρτία εἶναι «ἐπιλογή». Ἡ σωτηρία εἶναι
«ἐσωτερικὴ ψυχολογικὴ ἰσορροπία». Ἡ μετάνοια εἶναι «τοξικότητα». Ὁ
Σταυρὸς εἶναι «σκοτεινὴ ἀνάμνηση» ἑνὸς κόσμου ποὺ τάχα ξεπέρασε τὴ
θυσία.
Δεν διώκουν πλέον τὸν Χριστὸ μὲ σπαθιά. Τὸν διώκουν μὲ λέξεις.
Τὸν σταυρώνουν μὲ ἀποδοκιμασία. Τὸν ἐνταφιάζουν μὲ ἀδιαφορία.
Και μέσα σὲ αὐτὴ τὴν σιωπή, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ ἐπιλέξει: θὰ
εἶναι λαμπάδα ἢ λάμπα LED; Θὰ φωτίζει μὲ τὴ Χάρη, ἢ θὰ ἀστράφτει μὲ
τὴ δόξα τοῦ κόσμου;
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ;» (Ἰὦ. 18:38), ρώτησε ὁ Πιλάτος — κι ὁ
Χριστὸς δὲν ἀπάντησε. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐξηγεῖται· μαρτυρεῖται.
Ἡ Ἀλήθεια δὲν διδάσκεται μόνο μὲ λέξεις, ἀλλὰ μὲ ζωή, μὲ αἷμα, μὲ
ταπείνωση, μὲ πόνο.
Και σήμερα, ἂν κάποιος τολμήσει νὰ πεῖ ὅτι:
– ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος,
– ἡ συγχώρεση εἶναι σωτηρία,
– ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ Ὁδός…
θα χλευαστεί, θὰ περιθωριοποιηθεῖ, θὰ «ἀκυρωθεῖ».
Μα τὸ Φῶς δὲν χρειάζεται ἔγκριση. Ἡ Ἀλήθεια δὲν χρειάζεται
δημοσκοπήσεις.
Ὁ Λόγος ὁ σαρκωθεὶς ἔζησε, πέθανε, καὶ ἀναστήθηκε ὄχι γιὰ νὰ
γίνει ἀποδεκτός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει τὸ Μέτρο τῆς Σωτηρίας.
Και ὅταν φωνὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ ἀλλοιώνουν τὸν
Λόγο, νὰ ἐκσυγχρονίζουν τὴν Ἀλήθεια, νὰ κρύβουν τὸν Σταυρὸ πίσω
ἀπὸ τὴν «ἀποδοχή», τότε ἡ Ἐκκλησία σταυρώνεται ξανὰ — ὄχι ἀπὸ τὸν
κόσμο, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα της.
Η Ἀλήθεια δὲν ἔχει ἀνάγκη ὑπεράσπισης· μόνο μάρτυρες χρειάζεται.
Καὶ μάρτυρες δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ νίκησαν· εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔμειναν πιστοὶ
ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑποχώρησαν.

7. Τὸ Ἔλεος ὡς Πράξη καὶ Κρίση – Ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ

Σε ἕναν κόσμο ποὺ θεοποίησε τὸ Ἐγώ, ποὺ ὕψωσε τὸ «δικαίωμα»
σὲ θεμέλιο ὁλόκληρων πολιτισμῶν, τὸ Ἔλεος μοιάζει ἀκατανόητο. Γιατί
τὸ Ἔλεος δὲν ἔχει ἀνταπόδοση. Δὲν μετρᾶ, δὲν τιμολογεῖ, δὲν κρατᾶ
λογαριασμό.
Το Ἔλεος εἶναι σκανδαλῶδες.
Δεν εἶναι «δίκαιο» νὰ συγχωρεῖται ὁ ἄσωτος. Δὲν εἶναι «λογικὸ» νὰ
μπαίνει στὸν Παράδεισο ὁ ληστής. Δὲν εἶναι «ἠθικὸ» νὰ σταυρώνεται ὁ
ἀθῶος γιὰ χάρη τῶν ἐνόχων.
Αλλά αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστός. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ Σωτηρία.
«Nα τοὺς πεῖς: Zω ἐγώ, λέει ὁ Kύριος ὁ Θεός, δὲν θέλω τὸν θάνατο
τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἀσεβὴς ἀπὸ τὸν δρόμο του, καὶ νὰ
ζεῖ· ἐπιστρέψτε, ἐπιστρέψτε ἀπὸ τοὺς πονηρούς σας δρόμους· γιατί νὰ
πεθάνετε;» (Ἰἐζ. 33:11).
Στην Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ἔλεος δὲν εἶναι μιὰ ἀρετὴ — εἶναι ὁ
Λόγος ποὺ ἔγινε Σταυρός. Ὁ Χριστὸς δὲν σταυρώθηκε γιὰ νὰ ἀποδώσει
δικαιοσύνη· σταυρώθηκε γιὰ νὰ φανερώσει τὸν Πατέρα Του, τὸν Πατέρα
ποὺ δὲν περιμένει τὸ δίκιο, ἀλλὰ τρέχει πρῶτος νὰ ἀγκαλιάσει τὸν υἱὸ
ποὺ ἐπέστρεψε.
Κι ὅμως, ἡ θρησκεία τοῦ κόσμου μᾶς διδάσκει τὸ ἀντίθετο:
– Ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ἀδυναμία.
– Ὅτι τὸ νὰ ζητᾶς ἔλεος εἶναι ταπείνωση περιττή.
– Ὅτι «δὲν χρειάζομαι συγχώρεση, γιατί δὲν ἔφταιξα».
Κι ἔτσι, ἡ ψυχὴ στερεύει.
Χωρίς συγχώρεση, ὁ ἄνθρωπος γίνεται φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Χωρὶς ἔλεος, ὁ κόσμος γίνεται κόλαση μεταμφιεσμένη σὲ πολιτισμό.
Χωρὶς ταπείνωση, ἡ καρδιὰ ξεχνᾶ πῶς νὰ ἀγαπᾶ.
Ο Χριστὸς δὲν μᾶς λύτρωσε ἐπειδὴ εἴχαμε δίκιο. Μᾶς λύτρωσε παρὰ
τὸ ἄδικό μας. Κι ὅποιος σήμερα ἐπιλέγει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, πρέπει νὰ
ἀφήσει πίσω τὸ “δίκιο” του, τὸ “δὲν φταίω”, τὸ “μοῦ ἀξίζει”, καὶ νὰ πάρει
τὸν δρόμο ἐκείνου ποὺ συγχωρεῖ πρὶν τοῦ ζητήσουν, ποὺ ἀγαπᾶ χωρὶς
ἀντάλλαγμα, ποὺ πεθαίνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄλλος.
Αυτός εἶναι ὁ Νόμος του Ἔλεους. Καὶ αὐτὸς ὁ Νόμος εἶναι καὶ ἡ
κρίση τῆς ἐποχῆς.
Θα κρατήσεις τὸ δίκιο σου — καὶ θὰ χάσεις τὸν ἀδελφό σου; Ἢ θὰ
παραιτηθεῖς ἀπὸ τὸ δίκιο — καὶ θὰ τὸν βρεῖς ξανὰ στὸν Χριστό;
«Mακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν· ἐπειδή, αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν.» (Μάτθ.
5:7).
Όχι οἱ δίκαιοι. Ὄχι οἱ καθαροί. Ὄχι οἱ ὀρθοί. Ἀλλὰ οἱ ἐλεήμονες.
Γιατί ὁ κόσμος δὲν θὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Θὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν
ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα.

8. Ἡ Ἐλευθερία τῆς Ἀγάπης — Οἱ Μυστικοὶ Ἀντιστασιακοὶ τῆς
Ἐποχῆς

Ο κόσμος διακηρύσσει πὼς ἐλευθερία σημαίνει «νὰ κάνεις ὅ,τι
θέλεις». Νὰ μὴ λογοδοτεῖς. Νὰ μὴν ἐξαρτᾶσαι. Νὰ μὴν ἀγαπᾶς, ἂν
πρόκειται νὰ πονέσεις.
Όμως ὁ Χριστός, ὁ Μόνος Ἀληθινὰ Ἐλεύθερος, μᾶς ἔδειξε ὅτι
ἐλευθερία δὲν εἶναι το “νὰ μπορῶ νὰ ἀπομακρυνθῶ”, ἀλλὰ τὸ “νὰ μπορῶ
νὰ μείνω ἀπὸ ἀγάπη”.
Ελευθερία εἶναι νὰ μπορεῖς νὰ προσφέρεις χωρὶς ἀνταπόδοση.
Νὰ σταυρώνεσαι χωρὶς νὰ κρατᾶς κακία. Νὰ συγχωρεῖς χωρὶς νὰ ἔχεις
ἀπαίτηση μετάνοιας. Νὰ λὲς «ναὶ» στὸν Σταυρὸ γιατί γνωρίζεις ποιά
Ἀνάσταση ἔρχεται.
Η σύγχρονη ἐλευθερία εἶναι ἀπομόνωση. Ἡ εὐαγγελικὴ ἐλευθερία
εἶναι κοινωνία. Ὁ κόσμος λέει: «μὴν ἀφήσεις κανέναν νὰ σοῦ πάρει τὸν
χῶρο σου». Ὁ Χριστὸς λέει: «κάνε τόπο στὸν ἄλλον νὰ ζήσει μέσα σου».
Η ἀγάπη δὲν εἶναι μόνο συναίσθημα· εἶναι σταυρικὴ ἀπόφαση νὰ
θυσιαστεῖς γιὰ τὸν ἄλλον, ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἀξίζει, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσὺ θέλεις νὰ
ἀγαπήσεις.
Κι ἐκεῖνοι ποὺ τολμοῦν νὰ ζοῦν ἔτσι, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν φωνάζουν
ἀλλὰ δακρύζουν, ποὺ δὲν διεκδικοῦν ἀλλὰ προσφέρουν, εἶναι οἱ Μυστικοὶ
Ἀντιστασιακοὶ τῆς ἐποχῆς.
Όχι ἐπαναστάτες μὲ συνθήματα, ἀλλὰ μάρτυρες τοῦ Ἐλέους μὲ
πληγές.
Ζουν χωρὶς νὰ τοὺς καταλαβαίνει ὁ κόσμος, ἀλλὰ κατανοοῦν τὶς
πιὸ βαθιὲς ἀνάγκες τῶν ψυχῶν. Δὲν ἀκούγονται στὶς ἀγορές, ἀλλὰ ὁ
οὐρανὸς γνωρίζει τὰ ὀνόματα τους. Δὲν προβάλλουν τὸν ἑαυτό τους,
ἀλλὰ ἡ παρουσία τους θεραπεύει, ἐπειδὴ δὲν ἀνήκει στὸν ἑαυτό τους.
«επειδή, κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὄχι γιὰ νὰ κάνω τὸ δικό μου
θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μὲ ἀπέστειλε.» (Ἰὦ. 6:38).
Στην ἐποχὴ ποὺ ἡ φωνὴ γίνεται κραυγή, ὁ Χριστὸς γίνεται ψίθυρος
μέσα στὴν καρδιά.
Στην ἐποχὴ ποὺ τὸ «δίκαιο» σημαίνει ἐπιβολή, ὁ Χριστὸς δείχνει
τὴν Ἐλευθερία τῆς Ἀγάπης:
— Νὰ παραμένεις,
— νὰ συγχωρεῖς,
— νὰ σιωπᾶς,
— νὰ περιμένεις.
Όχι νὰ νικᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μὲ τρόπο ποὺ νὰ σώζει.
Και αὐτό το Φῶς — τὸ ταπεινό, τὸ ἥσυχο, τὸ ματωμένο — δὲν τὸ
καταλαβαίνει τὸ σκοτάδι. Γιατί δὲν ἔμαθε ποτὲ πῶς νὰ πολεμᾶ τὴν Ἀγάπη.
«Kαι τὸ φῶς μέσα στὸ σκοτάδι φέγγει, καὶ τὸ σκοτάδι δὲν τὸ
κατέλαβε.» (Ἰω. 1:5).

9. Ἡ Πτώση τῶν Λυχνιῶν καὶ ἡ Μικρὴ Πίστη – Τὸ Ψίθυρισμα τῆς
Ἐπιστροφῆς

Στην Ἀποκάλυψη, ὁ Ἰωάννης βλέπει ἑπτὰ λυχνίες — τὶς Ἐκκλησίες.
Κάθε λυχνία λάμπει, ἀλλὰ κάθε μία ἀπειλεῖται νὰ σβήσει. Γιατί; Ὄχι ἐπειδὴ
κυνηγήθηκε ἀπ’ ἔξω, ἀλλὰ ἐπειδὴ ξέχασε τὴν πρώτη της ἀγάπη.
«Θυμήσου, λοιπόν, ἀπὸ ποῦ ξέπεσες, καὶ μετανόησε, καὶ κάνε τὰ
πρῶτα ἔργα· εἰδάλλως, ἔρχομαι σὲ σένα γρήγορα, καὶ θὰ κινήσω τὴ
λυχνία σου ἀπὸ τὸν τόπο της, ἂν δὲν μετανοήσεις.» (Ἄποκ. 2:5)
Η Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου εἶχε ἔργα, ὑπομονή, ἀκόμα καὶ διάκριση.
Ἀλλὰ ἔχασε τὴν καρδιά της. Ἡ Ἐκκλησία της Λαοδικείας ἦταν «οὔτε ζεστὴ
οὔτε ψυχρὴ» — καὶ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι θὰ τὴν ξεράσει ἀπὸ τὸ στόμα του.
Ποια Ἐκκλησία εἴμαστε ἐμεῖς;
Εκείνη ποὺ ἔχει προγράμματα, στατιστικά, ἐπιτελεῖα, ἀλλὰ ὄχι
Χριστὸ στὸ κέντρο; Ἐκείνη ποὺ θέλει νὰ ἀρέσει στὸν κόσμο περισσότερο
ἀπ’ ὅσο θέλει νὰ σώσει τὸν κόσμο; Ἐκείνη ποὺ μιλᾶ γιὰ ἠθική, ἀλλὰ ξεχνᾶ
τὴ συγχώρεση ποὺ σώζει;
Η μεγαλύτερη ἀπειλὴ δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ λήθη τῆς πρώτης
ἀγάπης.
Η λυχνία δὲν σβήνει ἀπ’ τὸν ἄνεμο. Σβήνει ὅταν παύει νὰ εἶναι
πυρκαγιὰ ἐσωτερική.
Σήμερα, δὲν διώκονται τόσο οἱ Ἐκκλησίες — διώκεται ἡ ζωὴ ποὺ
καίει μέσα σ’ αὐτές.
Και ὅμως… Ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς τελειότητα. Ζητᾶ πίστη.
Πίστη ὄχι θορυβώδη, ἀλλὰ ἐπίμονη. Ὄχι ἐντυπωσιακή, ἀλλὰ βασταγμένη
μὲ κόπο.
«Σᾶς λέω, ὅτι θὰ ἀποδώσει τὸ δίκιο τους γρήγορα. Πλήν, ὅταν ἔρθει
ὁ Yιὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ βρεῖ, ἄραγε, τὴν πίστη ἐπάνω στὴ γῆ;» (Λούκ.
18:8)
Δεν εἶπε: «θὰ βρῶ μεγάλες Ἐκκλησίες», οὔτε: «θὰ βρῶ ἁγίους
πλήθους». Ρώτησε: θὰ βρῶ πίστη;
Πίστη ποὺ μένει ὅταν ὅλα καταρρέουν. Πίστη ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει
ὅταν δὲν βλέπει σημάδια. Πίστη ποὺ λέει: «Κύριε, δὲν Σὲ βλέπω, μὰ Σὲ
ἐμπιστεύομαι».
Όπως ὁ Νῶε, ποὺ ἔχτισε Κιβωτὸ χωρὶς βροχή. Ὅπως ὁ Δανιήλ, ποὺ
προσευχήθηκε μπροστὰ στὰ λιοντάρια. Ὅπως ἡ Παρθένος Μαρία, ποὺ
εἶπε «Ἂς γίνει» χωρὶς νὰ γνωρίζει ποῦ ὁδηγεῖ ὁ Εὐαγγελισμός.
Αυτό εἶναι τὸ μικρὸ ὑπόλοιπο, τὸ ἅγιο σπέρμα ποὺ παραμένει ὅταν
ὅλα σαλεύονται.
Δεν θὰ μᾶς σώσει ἡ δυναμικὴ τοῦ πλήθους, ἀλλὰ ἡ σιωπηλὴ ἐμμονὴ
τοῦ λίγου. Δὲν θὰ κρατήσει τὴ λυχνία ἀναμμένη ἡ διοίκηση, ἀλλὰ ἡ
μνήμη τῆς πρώτης ἀγάπης, ποὺ ἀκόμα ψιθυρίζει: «Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε. Καὶ
περιμένω».

10. Τὸ Ἀντίδωρο τοῦ Ἀντιχρίστου – Ἡ Ἀπάτη του νὰ ἀνήκεις Χωρὶς Θεὸ

Η ἀνθρωπότητα, πρὶν δεχτεῖ τὸ χάραγμα, πεινᾶ. Ὄχι ἀπαραίτητα
γιὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ — ἀλλὰ γιὰ ἀσφάλεια, ἀποδοχή, βεβαιότητα. Πεινᾶ γιὰ
ἕνα “ἀνήκω κάπου” ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ πίστη. Γιὰ ἕναν «σωτῆρα» ποὺ δὲν
σταυρώνεται, γιὰ ἕνα “φῶς” ποὺ δὲν καίει — μόνο ἁπαλύνει τὶς ἐνοχὲς
χωρὶς νὰ τὶς λυτρώνει.
Αυτή εἶναι ἡ προετοιμασία τοῦ ἐδάφους γιὰ τὸν Ἀντίχριστο: ὄχι
μέσα ἀπὸ βίαιη καταπίεση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τεχνητὴ παρηγοριά.
Ο κόσμος προσφέρει ἀντίδωρα:
— τεχνολογικὴ ἀθανασία ἀντὶ αἰωνίου ζωῆς·
— κοινωνικὴ ἐπιβεβαίωση ἀντὶ ἀποδοχῆς ἀπὸ τὸν Πατέρα·
— νομιμοποίηση κάθε ἐπιθυμίας ἀντὶ τῆς ἀλήθειας ποὺ σώζει.
Ο Ἀντίχριστος δὲν θὰ ἔρθει μὲ πρόσωπο ἐχθροῦ, ἀλλὰ μὲ μάσκα
«σωτῆρα». Θὰ μοιάζει μὲ ἀπάντηση στὸ χάος — θὰ εἶναι, ὅμως, τὸ τέλος
τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
Το πρόσωπο θὰ γίνει ἀριθμός. Ὁ ἀριθμὸς θὰ γίνει ταυτότητα. Καὶ ἡ
ταυτότητα θὰ εἶναι ὁ ἔλεγχος.
Όχι μὲ ἐξαναγκασμό, ἀλλὰ μὲ συγκατάθεση: «Ἀφοῦ εἶναι πιὸ
εὔκολο ἔτσι», «Ἀφοῦ ὅλοι τὸ κάνουν», «Ἀφοῦ δὲν πειράζει»…
Έτσι ἀρχίζει ὁ συμβιβασμός. Ὄχι μὲ δήλωση, ἀλλὰ μὲ παραίτηση
ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ο Χριστός, ὅμως, ποτὲ δὲν ἐπέβαλε τὸ χάραγμά Του. Δὲν ζήτησε
ἀριθμό. Ζήτησε καρδιά. Δὲν ἐπέβαλε ἔνταξη. Πρόσφερε κλήση. Καὶ ἡ
ἀληθινὴ ἔνταξη δὲν γίνεται μὲ QR-code, ἀλλὰ μὲ δάκρυ στὸν Ναὸ καὶ
Εὐχαριστία στὴν Κοινωνία.
Όταν ὁ κόσμος λατρεύει τὴν εὐκολία, ἡ Ἐκκλησία θυμίζει τὸ τίμημα.
Ὅταν ἡ ἐποχὴ προτείνει “συμμετοχὴ” χωρὶς πίστη, τὸ Εὐαγγέλιο λέει:
«Ἐὰν τὶς θέλει ὀπίσω Μοῦ ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
Και ἂν τελικὰ δὲν ἀκολουθήσεις… ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ κυνηγήσει νὰ
σὲ σφραγίσει. Θὰ περιμένει. Θὰ πονᾶ. Θὰ θρηνεῖ. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἀκυρώσει
τὴν ἐλευθερία σου.
Ο κόσμος ὑπόσχεται ἀποδοχὴ μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ψυχή. Ὁ Χριστὸς
ζητᾶ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ τὴν καταπιεῖ — ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν θεώσει.
Και ὅταν ἔρθει Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀπαιτήσει προσκύνηση, ὁ ἀληθινὸς
πιστὸς δὲν θὰ ἀρνηθεῖ νὰ ζήσει στὴν ἔρημο. Γιατί καλύτερα νὰ πεινᾶ ὁ
κόσμος ὅλος παρὰ νὰ χαθεῖ ἡ εὐλογία τοῦ ἀνήκειν στὸν Χριστό.

11. Ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας – Χριστὸς ἢ Ἑαυτὸς

Δεν εἶναι τὸ αὔριο ποὺ φέρνει τὴν κρίσιμη ὥρα. Εἶναι τὸ σήμερα. Ἡ
στιγμὴ ποὺ στέκεσαι ἐνώπιον δύο δρόμων — ὁ ἕνας ὁδηγεῖ στὸν Χριστό,
ὁ ἄλλος στὸ Ἐγώ.
Και ἡ Ἀποκάλυψη δὲν εἶναι μόνο βιβλίο. Εἶναι καθρέφτης. Δὲν εἶναι
μόνο προφητεία γιὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, εἶναι κραυγὴ γιὰ τὴ σημερινὴ
καρδιά.
Ο Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶπε: «Ἡ Ἀλήθεια νικᾶ μόνη. Καὶ ὅταν
μείνει μόνη, εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπ’ ὅλους.»
Αυτή εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη: ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται,
καὶ ἡ καρδιὰ καλεῖται νὰ ἀπαντήσει.
Όχι μὲ διακήρυξη, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ζωή.
Ποιον θὰ ἀκολουθήσεις;
— Τὸν Χριστό, ποὺ σὲ καλεῖ στὴν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ;
— Ἢ τὸ Ἐγώ, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ἀρνηθεῖς τὸν Χριστό;
Γιατί δὲν ὑπάρχει τρίτος δρόμος.
Ο Λόγος Του δὲν λέει: «Ἀκολούθησέ με, ἀλλὰ κράτα καὶ τὸ θέλημά
σου». Λέει: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
Ο Ἑαυτός σου ὑπόσχεται βασιλεία χωρὶς Σταυρό. Ὁ Χριστὸς
προσφέρει Σταυρὸ μὲ βασιλεία μέσα σου.
Η νέα θρησκεία προσφέρει δικαίωση χωρὶς ἀλήθεια, ἀπαλλαγὴ
χωρὶς μετάνοια, εὐλογία χωρὶς ἀγῶνα. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἐξαγοράζει
ψυχὲς — τὶς σώζει μὲ Σταυρό.
Εκείνος, ποὺ μποροῦσε νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἐπέλεξε νὰ γίνει ὁ
Κρινόμενος. Ποὺ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ ἀπαιτήσει λατρεία, ἐπέλεξε νὰ
πλύνει τὰ πόδια τοῦ προδότη. Ποὺ μποροῦσε νὰ σταματήσει τὸν πόνο,
ἐπέλεξε νὰ τὸν σηκώσει ὡς Σωτῆρας.
Κι ὅταν φώναξε ἀπὸ τὸν Σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ
ἐγκατέλειψες;», δὲν τὸ εἶπε γιὰ νὰ κατηγορήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ σηκώσει τὴ
δική μας ἐγκατάλειψη.
Αυτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια: ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾶ νὰ ἀποδείξεις τίποτε.
Ζητᾶ μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσεις. Ὄχι γιατί στὸ ἀξίζεις. Ἀλλὰ γιατί σὲ
ἀγαπᾶ. Ἀκόμα κι ὅταν Ἐσὺ Τὸν ἀπορρίπτεις.
Και σήμερα; Ἡ φωνὴ Τοῦ μένει ἡ ἴδια: «Ἔλθέτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ
κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι…»
Όχι: «Ἐλᾶτε ὅσοι ἔχετε δίκιο». Ὄχι: «Ἐλᾶτε ὅσοι εἶστε σωστοί».
Ἀλλά: ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ πονᾶτε, ποὺ βαραίνετε, ποὺ ἀποτύχατε.
Χριστός ἢ Ἑαυτός; Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ρητορικό. Εἶναι σωτήριο.
Ο Ἑαυτὸς σὲ κρατᾶ στὴν ἀνακύκλωση τῆς ἀδικίας. Ὁ Χριστὸς σὲ
σηκώνει στὴν καινὴ ζωή.
Ο Ἑαυτὸς σὲ ὁδηγεῖ σὲ δικαστήρια καὶ ἀπαιτήσεις. Ὁ Χριστὸς σὲ
ὁδηγεῖ σὲ παραδείσους καὶ συγχωρήσεις.
Αν σήμερα ἀκούσεις τὴ φωνή Του, μὴν σκληρύνεις τὴν καρδιά σου.
Δὲν ζητᾶ πολλά. Ζητᾶ τὸ ὅλον σου. Καὶ τὸ ἀνταλλάσσει μὲ Αἰωνιότητα.
12. Ἡ Μαρτυρία τοῦ Ἐλέους — Ἐκεῖ ὅπου τὸ τέλος δὲν εἶναι
διεκδίκηση, ἀλλὰ συγχώρεση
Στην καρδιὰ τοῦ κόσμου ποὺ φωνάζει, ἀπαιτεῖ, ἐξουσιάζει καὶ
θυμώνει, στὴν ἐποχὴ ὅπου ἡ συγχώρεση θεωρεῖται ἧττα καὶ ἡ παραίτηση
ἀπὸ δικαίωμα θεωρεῖται ἀνοησία, ἡ φωνὴ τοῦ Ἐλέους παραμένει ἥσυχη,
σταθερή, ἄκαμπτη σὰν φλόγα ποὺ δὲν σβήνει. Δὲν ἐπιβάλλεται. Δὲν
διαλαλεῖ. Δὲν κραυγάζει στοὺς δρόμους. Ἁπλῶς στέκει. Καὶ περιμένει.
«εσύ, ὅμως, ὅταν προσεύχεσαι, μπὲς μέσα στὸ ταμεῖο σου, καί, ἀφοῦ
θὰ ἔχεις κλείσει τὴν πόρτα σου, προσευχήσου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι
στὸν κρυφὸ χῶρο· καὶ ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὸν κρυφὸ χῶρο, θὰ
σοῦ ἀνταποδώσει στὰ φανερά.» (Μάτθ. 6:6). Τὸ Ἔλεος δὲν εἶναι πολιτικὸ
ἐργαλεῖο, δὲν εἶναι κατηγορία, δὲν εἶναι ἰδεολογία. Εἶναι ὁ τρόπος τοῦ
Θεοῦ.
Και ὁ τρόπος Του ἔγινε ἄνθρωπος. Καὶ περπάτησε ἀνάμεσά μας.
Καὶ συγχώρησε πρῶτα τοὺς σταυρωτές Του, πρὶν ἀναστηθεῖ γιὰ τοὺς
φίλους Του.
Αν ὑπάρχει ἕνα μέτρο ἀληθινῆς πίστης σήμερα, δὲν εἶναι πόσες
ἀλήθειες ὑπερασπιζόμαστε, ἀλλὰ πόσους συγχωροῦμε, πόσο ἀγαπᾶμε,
πόσο περιμένουμε τὸν ἄλλο νὰ ἐπιστρέψει.
Η νέα θρησκεία δὲν συγχωρεῖ· ἐπιλέγει, ἀπορρίπτει, διαγράφει.
Ἡ συγχώρεσή της εἶναι ὑπολογισμένη, καὶ ἡ καρδιά της λειτουργεῖ σὰν
λογιστικὸ φύλλο. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν λογάριασε. Δὲν εἶπε «σοῦ ἀξίζει»
ἢ «δὲν σοῦ ἀξίζει». Εἶπε: «Kαι ὁ Iησοὺς εἶπε σ’ αὐτόν: Σὲ διαβεβαιώνω,
σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο.» (Λούκ. 23:43).
Το ἔλεος δὲν εἶναι εὔκολο. Εἶναι σταυρός. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀνάσταση.
Δεν εἶναι παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀδικίας
μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Γιατί Ἐκεῖνος δὲν σταυρώθηκε γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶχε δίκιο. Ἀλλὰ
γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ Ἀγάπη ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο.
Η Ἐκκλησία θὰ ξαναγίνει φῶς ὄχι ὅταν κρατήσει τὶς σωστὲς θέσεις,
ἀλλὰ ὅταν πονέσει γιὰ τὶς χαμένες ψυχές. Ὅταν δὲν δικαιωθεῖ, ἀλλὰ
προσφέρει Ἀνάσταση.
Όταν δὲν φωνάξει «τὸ δίκιο μας!», ἀλλὰ ψιθυρίσει «τὸ ἔλεός Σου…».
Στο τέλος, δὲν θὰ μείνει τίποτε ἄλλο. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε μάχη.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ Ἔλεος τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι ἡ τελικὴ Νίκη.
Όπως εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος:
«Η ἐλεήμων καρδιὰ εἶναι φωτιὰ ποὺ καίει γιὰ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, γιὰ τὰ ζῶα, γιὰ τὰ πουλιά, γιὰ τὰ ἑρπετά… Καὶ ἀπὸ τὸ μεγάλο
καὶ ἀπέραντο ἔλεος χύνονται δάκρυα γιὰ ὅλη τὴν κτίση.» Αὐτὴ εἶναι ἡ
Μαρτυρία τοῦ Ἐλέους: νὰ καίγεται ἡ καρδιὰ γιὰ τὸν κόσμο, χωρὶς νὰ
καταπίνει κανέναν ἡ φωτιὰ τῆς κρίσης.
Να σώσεις ὄχι μὲ τὴ φωνή σου, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσία σου. Ὄχι μὲ
τὸ «ἔχω δίκιο», ἀλλὰ μὲ τὸ «σὲ συγχωρῶ».
Και τότε, ἡ ἔσχατη λέξη θὰ εἶναι ἡ συγχώρεση.
Αμήν.

Ἐπίλογος — «Ἡ ἔσχατη λέξη δὲν θὰ εἶναι ἡ διεκδίκηση…»

Κοιτάζοντας πίσω, στὶς λέξεις ποὺ γράφτηκαν μὲ δάκρυ καὶ
προσευχή, δὲν ἀκούγεται καμία κραυγή. Μόνο ἕνας ψίθυρος: τὸ ἔλεός
Σου, Κύριε.
Δεν διεκδικήσαμε νὰ φανεῖ ἡ φωνή μας. Οὔτε νὰ νικήσουμε μὲ
ἐπιχειρήματα. Οὔτε νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν πίστη μας μὲ ὀργή. Διαλέξαμε
νὰ σιωπήσουμε γιὰ νὰ ἀκουστεῖ Ἐκεῖνος.
Γιατί ἡ ἔσχατη λέξη δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς. Δὲν ἀνήκει στὸ δίκαιο, στὴν
κρίση, στὴν ἐπιχειρηματολογία.
Ανήκει στὴ συγχώρεση.
Ανήκει σὲ ἐκεῖνον τὸν ψίθυρο ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ πληγωμένη
καρδιὰ καὶ λέει: «Συγχώρεσέ τους… δὲν ξέρουν τί κάνουν».
Ανήκει στὴν Ἐκκλησία ποὺ στέκεται γονατιστή, ὄχι μὲ πανό, ἀλλὰ
μὲ χέρια ὑψωμένα στὴν προσευχή.
Ανήκει σὲ ἐσένα, ἀδελφέ, ποὺ ἀκόμη καὶ ὅταν σοῦ ἀφαίρεσαν τὴ
φωνή, ἐπέλεξες νὰ ἀπαντήσεις μὲ τὴν προσφορὰ τῆς καρδιᾶς σου.
Γιατί Αὐτὸς ποὺ εἶχε κάθε δικαίωμα, ἐπέλεξε τὸν Σταυρό.
Και Αὐτὸν ἀκολουθοῦμε.
Δεν εἴμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀπαιτήσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρουμε.
Δεν εἴμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ φωνάξουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ θυμίσουμε πὼς
ὑπάρχει Ἕνας ποὺ ἀντὶ νὰ κραυγάσει γιὰ τὸ δίκιο Του, πέθανε γιὰ τὸ
πρόσωπό σου.
Η ἐποχὴ ὅρισε τὴν ἀντίθεσή της: Δικαίωμα ἢ Ἔλεος. Ἐγὼ ἢ Ἐκεῖνος.
Ἐξουσία ἢ Σταυρός. Διεκδίκηση ἢ Συγχώρεση.
Εμείς ἐπιλέγουμε τὸν Σταυρό. Γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλη Ὁδός. Οὔτε
ἄλλη Ἀλήθεια. Οὔτε ἄλλη Ζωή.
«Mακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν· ἐπειδή, αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν.» (Μάτθ.
5:7) Ὄχι γιατί εἶχαν δίκιο. Ἀλλὰ γιατί ἔμοιασαν στὸν Χριστό.
Και ὅποιος Τοῦ μοιάζει, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμία ἄλλη δικαίωση.
Ἔχει τὴν Ἀνάσταση.
Κατακλεῖδα — Προσευχὴ καὶ Κάλεσμα Ἐπιστροφῆς
(επ’ ἐσχάτων χρόνων, ἐπ’ ἐσχάτων καρδιῶν…)
Κύριε τοῦ Ἐλέους, στέκουμε μπροστά σου γυμνοὶ ἀπὸ ἀξιώσεις,
ἀνυπεράσπιστοι ἀπὸ «δικαιώματα», ἀλλὰ φορτωμένοι μὲ τὶς πληγὲς τοῦ
κόσμου καὶ τὴν λαχτάρα μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἀκόμα ἀγαπᾶ.
Δεν θέλουμε νὰ ὑπερασπιστοῦμε τίποτα — μόνο νὰ σὲ θυμηθοῦμε.
Νὰ μνημονεύσουμε τὸ ἔλεός σου, νὰ ψελλίσουμε τὸ ὄνομά σου σὲ ἕναν
κόσμο ποὺ λησμονεῖ ὅτι σὺ δὲν διεκδίκησες, ἀλλὰ παρέδωσες ἑαυτόν.
Σε παρακαλοῦμε, Κύριε: δίδαξέ μας τὴ σιωπηλὴ γενναιότητα
τῆς συγχώρεσης· τὴν ἀγάπη ποὺ ὑπομένει ἄδικα γιατί βλέπει πρὸς ἕνα
Πρόσωπο, ὄχι πρὸς μία ἀπόδειξη.
Μάθε μᾶς νὰ ἀντέχουμε, νὰ πορευόμαστε χωρὶς νὰ φανοῦμε, νὰ
ἀγαπᾶμε χωρὶς ἀντίκρισμα, νὰ παραδινόμαστε ὅπως ἐσὺ — στὴ μυστικὴ
νίκη ποὺ λέγεται Ἔλεος.
Μη μᾶς ἀφήσεις, Κύριε, νὰ γίνουμε φωνὲς ποὺ δὲν ἀνήκουν σὲ
σένα· ὅρισε νὰ εἴμαστε μνῆμες τοῦ Σταυροῦ σου, κραυγὲς ἐκείνης τῆς
ἀγάπης ποὺ ἀκόμα νικᾶ, ἀκόμα συγχωρεῖ, ἀκόμα περιμένει τὸν ἄσωτο
στὴν πόρτα.
Και ὅταν ὁ κόσμος ὑψώσει τὴ σημαία τοῦ «δικαίου» του, ἄφησέ μας
νὰ ὑψώσουμε τὸ Σῶμα σοῦ μεταξὺ δύο ληστῶν, κρατῶντας μηνύματα ὄχι
ἀπὸ ἔπαρση, ἀλλὰ ἀπὸ πληγή.
Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ συγχωρεῖ, ἄνοιξε πύλη στὸν Παράδεισο.
Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζεται, μοιράζει Ζωὴ αἰώνια.
Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ ἄχρι θανάτου, εἶναι ὁ μόνος ποὺ θὰ
ἀναστηθεῖ.
Κι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν ἐπιλέγουμε νὰ εἴμαστε σωστοί. Ἐπιλέγουμε νὰ
μοιάζουμε σὲ Ἐσένα. Μὲ πληγές. Μὲ σταυρό. Μὲ ἔλεος.

Πηγή

Ἡ Διάλυση τῆς Ὑπόστασης καὶ ἡ Ἀληθινὴ Ταυτότητα

Κατεβάστε τό κείμενο

Ανακοινώσεις

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Άρθρα

Ἀπὸ τὴν Δικτατορία τῆς Πανδημίας στὴν Ἠλεκτρονικὴ Δικτατορία – Μιὰ προσέγγιση τῆς σύγχρονης κρίσης τοῦ προσώπου. Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξῶν καὶ Διαποντίων Νήσων ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ἀπὸ τὴν Δικτατορία τῆς Πανδημίας στὴν Ἠλεκτρονικὴ Δικτατορία – Μιὰ προσέγγιση τῆς σύγχρονης κρίσης τοῦ προσώπου. Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξῶν καὶ Διαποντίων Νήσων ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ἀπὸ τὴν Δικτατορία τῆς Πανδημίας στὴν Ἠλεκτρονικὴ Δικτατορία – Μιὰ προσέγγιση τῆς σύγχρονης κρίσης...